ΧΡΟΝΙΟΣ ΠΟΝΟΣ: ΤΙ ΡΟΛΟ ΠΑΙΖΕΙ ΤΟ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ
Τι ρόλο παίζει το συναισθηματικό σώμα στον χρόνιο πόνο; Γιατί είναι τόσο δύσκολο να αποκωδικοποιήσουμε όσα προσπαθεί να μας πει το σώμα μας;
Η Κατερίνα Μουστάκα ασχολούνταν ήδη με τον χρόνιο πόνο ως γιατρός, Δρ χειροπρακτικής, όταν ο χρόνιος πόνος χτύπησε και τη δική της πόρτα. Σε συνέντευξή της στο ΟW είχε μιλήσει αναλυτικά για τη δική της εμπειρία – η μαγνητική είχε δείξει ότι «έχει τη σπονδυλική στήλη 70χρονου» και οι ειδικοί της σύστησαν να σταματήσει τη δουλειά της που επιδείνωνε τον πόνο. Χρειάστηκε να περάσει μέσα από πολλές δυσκολίες και να κάνει πολλή προσωπική δουλειά προκειμένου να καταφέρει να εξοικειωθεί με τον χρόνιο πόνο και να τον διαχειριστεί.
Η ίδια, μέσα από την προσωπική της ιστορία και την έρευνα που έκανε για να βρει την αιτία πίσω από τον πόνο ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει την καθημερινότητά της μαζί του, θεωρεί ότι το ψυχολογικό υπόβαθρο είναι το κλειδί της υπόθεσης.
5 ερωτήσεις για τον χρόνιο πόνο στη Δρ Κατερίνα Μουστάκα
– Όταν έρχεται στο γραφείο σας μία/ένας ασθενής, ψάχνετε την αιτία του πόνου ή εστιάζετε στην ανακούφιση από τον χρόνιο πόνο;
Όταν έρχεται σε μας ένας άνθρωπος ο οποίος πονάει, το θέμα είναι να ανακουφιστεί. Σαφώς το ιδανικό είναι να βρούμε τη βαθύτερη αιτία και να την αντιμετωπίσουμε, αλλά όταν πονάει κάποιος και δεν έχει ποιότητα ζωής, αυτό που μας ενδιαφέρει άμεσα, έστω και βραχυπρόθεσμα, είναι να τον βοηθήσουμε να απαλλαγεί από τον πόνο. Από τη στιγμή που θα καταφέρουμε να διαχειριστούμε τον πόνο και ο άνθρωπος δεν θα είναι πλέον σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, τότε μπορούμε να αναζητήσουμε τρόπους να διορθώσουμε και την αιτία.
– Ακούμε συχνά ότι χρειάζεται ο ασθενής να συμμετέχει στη θεραπεία του. Τι σημαίνει αυτό;
Η θεραπεία δεν είναι κάτι που το πετυχαίνει αμιγώς μόνος του ο θεραπευτής. Οποιοσδήποτε παρέχει υπηρεσίες υγείας –χειρουργός, παθολόγος, νευρολόγος, φυσικοθεραπευτής, χειροπράκτης– χρειάζεται να έχει, έως έναν βαθμό, την άδεια του θεραπευόμενου, προκειμένου η θεραπεία να έχει αποτέλεσμα.
Μπορεί , έχοντας γίνει η σωστή διάγνωση, να εκτελεστεί η ίδια επέμβαση ή θεραπευτική τεχνική σε δύο ανθρώπους με αντίστοιχα συμπτώματα, φυσική κατάσταση, κιλά, σωματότυπο ή υποκείμενα νοσήματα και, αν ο πρώτος εμπιστεύεται τον γιατρό του, να έχει πολύ καλύτερα και πολύ πιο άμεσα αποτελέσματα –και για την αποκατάστασή του και για τη θεραπεία του– από ό,τι ο δεύτερος που δεν εμπιστεύεται εξίσου τον γιατρό του.
Το αν θα θεραπευτεί κάποιος, λοιπόν, εξαρτάται από την εμπιστοσύνη που έχει στον θεραπευτή, στον γιατρό ή στο πλάνο θεραπείας του και από την πρόθεσή του να συμμετέχει στη διαδικασία της θεραπείας. Αν νομίζουμε ότι όσοι αρρωσταίνουμε ή πονάμε είμαστε άμοιροι ευθυνών –όχι για το ότι αρρωστήσαμε αλλά για την αποκατάστασή μας– είμαστε βαθιά νυχτωμένοι.
Ειδικά για τον πόνο, η νοοτροπία ότι έρχεσαι εσύ με ένα σύμπτωμα και ο μόνος υπεύθυνος για τη θεραπεία σου είναι ο γιατρός/θεραπευτής σου, χωρίς εσύ να χρειαστεί να αλλάξεις συνήθειες ή συμπεριφορές για να υποστηρίξεις το σώμα σου, είναι ουτοπική. Ο πόνος είναι αγγελιοφόρος και φέρνει ένα και μοναδικό μήνυμα: «Σταμάτησε ή άλλαξε αυτό που κάνεις τώρα, γιατί κινδυνεύουμε».
Από τη στιγμή που το σώμα μας διαμαρτύρεται, όχι ανεξάρτητα από τον τρόπο που ζούμε αλλά εξαιτίας του τρόπου που ζούμε, πώς θα το υποστηρίξουμε χωρίς να αλλάξουμε συνήθειες; Χωρίς να φροντίσουμε το βάρος μας, το άγχος μας, τη διατροφή μας, τον ύπνο μας, χωρίς να βάλουμε περισσότερη κίνηση στη ζωή μας. Και κανένας δεν μπορεί να κάνει τίποτα από τα παραπάνω αντί για εμάς. Η συμμετοχή είναι το Άγιο Δισκοπότηρο στη μυοσκελετική και όχι μόνον αποκατάσταση.
– Είπατε ότι δεν είναι άμοιρος ευθυνών ο κάθε άνθρωπος για την αποκατάστασή του. Βλέπω, όμως, κόσμο, που θεωρεί ότι κάνει όλα όσα του έχουν πει οι ειδικοί και ο πόνος επιμένει. Επομένως το ερώτημα είναι αν μπορεί ο χρόνιος πόνος να ανακουφιστεί σε κάθε σώμα.
Εξαρτάται από την περίπτωση. Ο χρόνιος πόνος είναι ένας πολυπαραγοντικός μηχανισμός. Το τι συμβαίνει στους ιστούς μας στην περιοχή που πονάει, είναι η κορυφή του παγόβουνου. Από κάτω υπάρχει η υπόλοιπη βιολογία μας, δηλαδή το πώς λειτουργεί ολόκληρο το σώμα μας –πόσο καλά κοιμόμαστε, πόσο καλά τρώμε ή ενυδατωνόμαστε, πόσο στρεσαρισμένο είναι ή όχι το σώμα μας, πώς είναι οι ορμόνες και το ανοσοποιητικό μας– και ακόμα μεγαλύτερο ρόλο παίζει η βιογραφία μας. Το τι ζούμε και στον εσωτερικό μας κόσμο και στον εξωτερικό.
– Στον χρόνιο πόνο υπάρχει και ψυχολογικό υπόβαθρο;
Αποδεδειγμένα, δεν είμαστε διαχωρισμένοι ούτε από τα συναισθήματά μας, ούτε από τις σκέψεις μας, ούτε από το τι συμβαίνει γύρω μας. Άλλωστε, το σύγχρονο μοντέλο της υγείας είναι το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο.
Οπότε, αν δουλεύω π.χ. σε ένα εργασιακό περιβάλλον με ένταση, ανταγωνιστικό ή εχθρικό, έχω μεγαλύτερη πιθανότητα να ανεβάσω πίεση ή να μπω σε χρόνιο πόνο από ό,τι αν δούλευα τις ίδιες ώρες, με τις ίδιες συνθήκες εργασίας, σε ένα περιβάλλον που θα ήταν πιο φιλικό. Αν η σχέση μου με τον άνθρωπό μου δεν είναι καλή, πονάω περισσότερο και επουλώνομαι πιο αργά από ό,τι αν η σχέση μου ήταν καλή. Αν έχω ένα θέμα που με επιβαρύνει οικονομικά, έχω σχεδόν διπλάσια πιθανότητα να πονέσει η μέση μου ή ο αυχένας μου. Αν πάσχω από κατάθλιψη, οι πιθανότητες χρόνιου πόνου τετραπλασιάζονται.
Θα χρειαστεί να αρχίσουμε να βλέπουμε την ασθένεια σαν τη γλώσσα της ψυχής. Το σώμα μάς μιλάει ακατάπαυστα. Χρειάζεται να μάθουμε να το ακούμε.
– Γιατί μας είναι τόσο δύσκολο να ακούσουμε το σώμα μας και να αποκωδικοποιήσουμε αυτό που μας λέει;
Είμαστε πνευματικά όντα που έχουμε όχι μόνο φυσικό, αλλά και συναισθηματικό και νοητικό σώμα. Έχουμε μάθει, όμως, να κατοικούμε μόνο στο κεφάλι μας και να αγνοούμε τα μηνύματα από το σώμα μας, χρησιμοποιώντας το ως το όχημα το οποίο θα μας μεταφέρει από meeting σε meeting κι από υποχρέωση σε υποχρέωση, χωρίς να του δίνουμε χώρο και χρόνο από τη ζωή μας. Έτσι, «δεν έχουμε χρόνο» να παίξουμε, να ξεκουραστούμε, να βρεθούμε με τα παιδιά μας, να αθληθούμε, να κοιτάξουμε το ταβάνι.
Κι από την άλλη, αγνοούμε τις πληροφορίες και από το συναισθηματικό μας σώμα. Οι περισσότεροι από μας δεν καταλαβαίνουμε τι αισθανόμαστε. Ρωτάς κάποιον πώς είναι, πώς αισθάνεται, και σου λέει ή «ΟΚ» ή «χάλια» ή «έτσι κι έτσι». Δεν είμαστε πολύ καλοί στην αποκωδικοποίηση των συναισθημάτων μας, που μιλάνε μέσα από το σώμα, ίσως γιατί δεν έχουμε εκπαιδευτεί επαρκώς από τους γονείς και το περιβάλλον μας.
Όταν, όμως, είσαι ενήλικος, είναι στο χέρι σου να βρεις έναν επαγγελματία να σε καθοδηγήσει, ώστε να είσαι πιο λειτουργικός συναισθηματικά, να μπορέσεις να καταλαβαίνεις τι αισθάνεσαι. Γιατί, τα συναισθήματα δεν είναι τίποτα πέρα από από σωματικές αντιδράσεις, κι όσο καλύτερα ακούς το «μέσα» σου, τόσο λιγότερο κινδυνεύεις να αρρωστήσεις.