ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΥΠΟΧΟΝΔΡΙΟΣ;
Μια δημοσιογράφος περιγράφει με γλαφυρό, αστείο, σίγουρα διασκεδαστικό και ενίοτε σοβαρό τρόπο όλα όσα συμβαίνουν στο μυαλό (και στο σώμα) ενός υποχόνδριου ανθρώπου. Είναι πολύ πιθανό να αναγνωρίσεις τον εαυτό σου σε πολλές από τις φράσεις της.
Πριν αρκετά χρόνια, όταν δούλευα ως ρεπόρτερ, ο διευθυντής μου μού ανέθεσε να κάνω ένα μεγάλο θέμα για τα επείγοντα. «Δεν θέλουμε ρεπορτάζ εφημερίδας με επίσημα στοιχεία και την άποψη του υπουργού. Θέλουμε να πας σε 10 εφημερίες 10 νοσοκομείων, να προσποιηθείς ότι είσαι ασθενής, να περιμένεις στις ουρές, να ζήσεις την πραγματικότητα και μετά να γράψεις για αυτήν. Πώς σου φαίνεται;»
Φυσικά, μου φαινόταν φανταστικό. Και το ήξερε. Δεν με επέλεξε τυχαία. Όλοι, αλλά όλοι, φίλοι, γκόμενοι, γνωστοί, συνάδελφοι, ήξεραν ότι αν ένας άνθρωπος ξέρει από επείγοντα, αυτή ήμουν εγώ. Ο άνθρωπος που στα 31 του τότε είχε ήδη, κατά τη γνώμη του, περάσει όλων των ειδών τις βαριές, θανατηφόρες αρρώστιες. Κακοήθη όγκο στον εγκέφαλο; Φυσικά, τι ήταν άλλωστε αυτές οι ζαλάδες; Σκλήρυνση κατά πλάκας; Εννοείται, πώς αλλιώς να εξηγήσω ότι μούδιαζαν τα χέρια μου; Ζάχαρο; Φουλ, είχα άλλωστε τα τρία Π (πολυουρία, πολυδιψία, πολυφαγία). Φυσικά τα είχα όσα 24ωρα πίστευα ότι πεθαίνω από τελευταίο στάδιο διαβήτη, μόλις βγήκαν οι εξετάσεις μου και –με ύφος εντελώς duuh– η γιατρός μου ανακοίνωσε ότι δεν έχω τίποτα απολύτως, μου πέρασαν αμέσως.
Ναι, είμαι φοβερή και στο να παράγω συμπτώματα out of thin air. Καρκίνο; Κυριολεκτικά τους είχα περάσει σχεδόν όλους. You name it, μόνο του προστάτη δεν είχα. Μια φορά μάλιστα νόμιζα ότι έχω και καρκίνο στη γλώσσα. Είχα βγάλει στη βάση της κάτι σαν σπυριά, θεωρούσα. Τα είχα δει τυχαία, κατά τον τακτικό αυτοέλεγχο του λαρυγγοφάρυγγα μου – μη ρωτάτε γιατί, απλώς το έκανα. Έμοιαζαν τρομακτικά κι επειδή τότε δεν είχα ορκιστεί ακόμα να μην ξαναγκουγκλάρω σχετικά, μπήκα στο ίντερνετ.
Αν είσαι υποχόνδριος, μην γκουγκλάρεις ποτέ –μα ποτέ– το σύμπτωμά σου
Σε περίπτωση που έχετε γκουγκλάρει έστω και μια φορά κάποιο σύμπτωμά σας, θα ξέρετε ότι κανένα δεν είναι αρκετά αθώο ώστε το google να μην βγάλει τουλάχιστον ένα είδος καρκίνου ως αιτία του. Εσένα μπορεί να πονάει η ωμοπλάτη σου γιατί χθες κουβάλησες ένα δεμάτι ξύλα. Για το google είναι καραμπινάτη περίπτωση κακοήθους μεσοθηλιώματος στον υπεζωκότα. (Είναι αληθινές λέξεις αυτές. Το χειρότερο; Δεν τις γκούγκλαρα τώρα για να εντυπωσιάσω, τις ήξερα).
Οπότε, για να μην σας κουράζω, τα σπυριά στη βάση της γλώσσας μου ήταν φως φανάρι καρκίνος στη γλώσσα, που είχε προκληθεί από λοίμωξη HPV. Τον έκλαψα τον μακαρίτη (εμένα) για ένα 24ωρο, μέχρι που βρήκα ραντεβού στον ηρωικό παθολόγο μου. Εκείνος προσπαθώντας να συγκρατήσει τα γέλια του μου ανακοίνωσε ότι αυτό που είχα διαγνώσει ως terminal cancer ήταν οι κάλυκες της γλώσσας μου ελαφρώς ερεθισμένοι από κάτι καυτερά νάτσος που είχα φάει δύο μέρες πριν.
Κάπου εκεί αποφάσισα να μην ξαναγκουγκλάρω ποτέ και το συστήνω με ζέση πλέον σε όλους, έχω γίνει κάποιου τύπου ιεραπόστολος αυτής της γνώσης. «Για το Θεό, αδέρφια, μην κάνετε εξετάσεις χωρίς την έγκριση του γιατρού σας και μην γκουγκλάρετε συμπτώματα, ακόμα κι αν απειλείται η ζωή σας». Εννοώ με όπλο. Όχι απλώς από αυτά που νομίζετε εσείς ότι απειλείται.
Στα επείγοντα για ρεπορτάζ
Από κάτι άλλο ξεκίνησα όμως. Η σκέψη μου –γενικά και ιατρικά– ακολουθεί τη ροή των related videos στο youtube: ξεκινάς να βλέπεις ντοκιμαντέρ για τη Μοζαμβίκη και καταλήγεις να κάνεις sing-along στο «Υπάρχει λόγος» της Παπαρίζου. Live. Α ναι, εκείνο το ρεπορτάζ για τα επείγοντα. Όπως έχετε ήδη καταλάβει, ήταν φτιαγμένο για μένα. Δεν δυσκολεύτηκα να προσποιηθώ την ασθενή στις 8 πρώτες εφημερίες που επισκέφθηκα. Ήταν μια καλή ευκαιρία να τσεκάρω διάφορα συμπτώματα που εμφάνιζα εκείνο το διάστημα, ταλαιπωρώντας τον εαυτό μου (ή διασκεδάζοντάς τον, take your pick) αλλά κυρίως το ήδη –και προ covid– ταλαιπωρημένο ΕΣΥ.
Περιττό να πω, και στις 8 περιπτώσεις οι εφημερεύοντες γιατροί δεν μου βρήκαν απολύτως τίποτα. Στην ένατη εφημερία, όμως, αντιμετώπισα ένα πρωτόγνωρο πρόβλημα. Σειρά είχε το Ιπποκράτειο και μάλιστα έπρεπε να πάω νύχτα. Ήταν καθημερινή, Τρίτη νομίζω, και είχα βγει για ποτό με σκοπό, κάπου τα μεσάνυχτα, να αφήσω τους φίλους μου σύξυλους για το καθήκον. Μόνο που, ω του θαύματος, είχα ξεμείνει από συμπτώματα. Δεν είχα τίποτα που με ανησυχούσε και δεν είχα ελέγξει ήδη, ένα πρόβλημα που οποιοσδήποτε άλλος συντάκτης θα είχε από την πρώτη εφημερία και θα είχε αντιμετωπίσει λέγοντας ψέματα. Μόνο που εγώ δεν ένιωθα άνετα να προσποιούμαι την ασθενή, άσε που το είχα για γρουσουζιά.
Mοιράστηκα τον προβληματισμό μου με τους ανθρώπους που πίναμε ποτό. Μετά τα απανωτά «αποκλείεται» που άκουσα όταν τους είπα πως δεν έχω σύμπτωμα, αποφασίσαμε να δω το θέμα των ματιών μου, που λόγω της συνεχούς χρήσης φακών επαφής ήταν ήδη μερικές μέρες συνεχώς κόκκινα. Δεν ήμουν ευχαριστημένη. Αυτό είναι ένα ηλίθιο σύμπτωμα, ποιος πάει στο νοσοκομείο για αυτό, είπα μόνο για να πάρω την πληρωμένη απάντηση που σίγουρα έχετε σκεφτεί ήδη. Ναι, «και τα υπόλοιπα συμπτώματά σου ηλίθια είναι». Αλλά δεν είχα επιλογή, κι έτσι ξεκίνησα.
«ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΟ, ΑΔΕΡΦΙΑ, ΜΗΝ ΚΑΝΕΤΕ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΓΙΑΤΡΟΥ ΣΑΣ ΚΑΙ ΜΗΝ ΓΚΟΥΓΚΛΑΡΕΤΕ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ, ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΑΝ ΑΠΕΙΛΕΙΤΑΙ Η ΖΩΗ ΣΑΣ».
Παριστάνοντας την ασθενή
Περίμενα κάνα δίωρο στην ουρά, παρότι το οφθαλμολογικό είχε ελάχιστο κόσμο σε σχέση με το παθολογικό. Να πάρει, σκέφτηκα. Εκεί είναι το ζουμί, κρίμα να μην έχω κάνα κολικό νεφρού ή καμιά επίμονη ημικρανία. Όταν ήρθε η σειρά μου, μπήκα στο ιατρείο και ένοχα άρχισα να απαντώ στις ερωτήσεις του εφημερεύοντα οφθαλμίατρου. Ήθελα να σηκωθώ και να φωνάξω: Δεν έχω τίποτα γιατρέ, είμαι μια υποκρίτρια. Συγχώρεσέ με. Θα πω 10 φορές τον όρκο του Ιπποκράτη και τρία πάτερ ημών. Άσε με να φύγω, έχω πιει τρεις τεκίλες-στυμμένο λάιμ – αυτό έπινα τότε.
Μόνο που πριν προλάβω, ο γιατρός με είχε ήδη καθίσει στην καρέκλα του οφθαλμίατρου και έβγαζε ανήσυχους ήχους, τύπου «αχά, μμμ, μάλιστα». Είχαν αρχίσει να με ζώνουν τα φίδια, ήμουν σε φάση «τι έγινε ρε παιδιά, υπάρχει καρκίνος στο μάτι;» (Παρεμπιπτόντως υπάρχει, ΜΗΝ το γκουγκλάρετε). «Δεσποινίς μου, έχετε βαριά κερατίτιδα», είπε σοβαρά αφού ολοκλήρωσε την εξέταση και τους άβολους ήχους.
Δεν ρώτησα, όπως συνηθίζω, αν θα πεθάνω από αυτό, γιατί ακόμα και σε μένα φάνηκε υπερβολή, όμως ήθελα πολύ να ρωτήσω αν θα τυφλωθώ, που πλέον μου φαινόταν κάτι παραπάνω από 90% πιθανό. Δεν το έκανα γιατί κάτι μέσα μου έλεγε οτι αυτός ο τύπος είναι πιθανόν να απαντήσει ναι. «Μα, δεν είναι δυνατόν, δεν έχω τίποτα», μου ξέφυγε. «Είναι όντως παράξενο που δεν έχετε άλλα συμπτώματα», είπε χωρίς να αντιλαμβάνεται πόσο πραγματικά παράξενο ήταν, πόσο στα αλήθεια οξύμωρο, ειρωνικό, οριακά ξεκαρδιστικό, εν τέλει πόσο γνήσια διδακτικό.
Τη μόνη φορά που πήγα νομίζοντας ότι δεν έχω τίποτα, έφυγα με 15νθήμερη αγωγή που συμπεριλάμβανε αντιβίωση, 2 κολλύρια και αυστηρές συστάσεις να μην ξαναφορέσω φακούς στη ζωή μου. Να μην σας πω πώς αντιμετώπισαν τη διάγνωση οι φίλοι μου στο μπαρ που επέστρεψα ύστερα από τρεις ώρες, πιο μπερδεμένη από ποτέ.
Στο μυαλό ενός υποχόνδριου
Όλα αυτά είναι αστεία. Ή τουλάχιστον μοιάζουν αστεία σε όσους τα διαβάζουν, τα βλέπουν να συμβαίνουν σε άλλους, μοιάζουν αστεία ακόμα και σε μένα τώρα που τα θυμάμαι. Δεν υπάρχει, όμως, τίποτε αστείο την ώρα που νιώθεις αυτόν τον παραλυτικό φόβο που βιώνουν οι υποχόνδριοι, αρρωστοφοβικοί, ή όπως αλλιώς θέλετε να πείτε τους ανθρώπους σαν κι εμένα. Πολλοί, μεταξύ αυτών κι εγώ, έχουν προσπαθήσει να δώσουν μια εξήγηση γιατί τους συμβαίνει αυτό. Είμαι σίγουρη πως θα υπάρχουν textbook απαντήσεις στην ψυχανάλυση. Ένας άνθρωπος με τέτοια μανία ελέγχου δεν μπορεί να δεχτεί ότι κάτι είναι εκτός του ελέγχου του. Ότι μπορεί όντως κάποια στιγμή να αρρωστήσει, θεός φυλάξοι, μπορεί και να πεθάνει. Νωρίς ή αναπάντεχα, άδικα ή βασανιστικά. Δεν μπορεί καν να δεχτεί ότι θα πεθάνει σκέτο.
Όλη αυτή η «ρουτίνα» –η υπερβολή, ο αυτοσαρκασμός, τα ακραία σενάρια, τα τυχερά δαχτυλίδια σε κάθε ιατρική επίσκεψη, ο ίδιος μικροβιολόγος επειδή είναι γούρικος, η επιβεβλημένη αγωνία πριν από κάθε εξέταση που αν δεν την έχεις με την ένταση που συνηθίζεις, φοβάσαι ότι είναι ένδειξη πως αυτή τη φορά θα είναι κάτι κακό– όλα αυτά είναι απλώς μια απονεννοημένη απόπειρα για έλεγχο.
Ο ΥΠΟΧΟΝΔΡΙΟΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΔΕΧΤΕΙ ΟΤΙ ΚΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΟΥ, ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΟΝΤΩΣ ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΝΑ ΑΡΡΩΣΤΗΣΕΙ.
Αν τα κάνω όλα αυτά, θα είμαι καλά. Κι όταν όλα είναι καλά, μια νέα ανησυχία. Πώς είναι δυνατόν να πηγαίνουν όλα καλά; Άγχος και απέραντες ενοχές. Πώς γεννήθηκαν όλα αυτά; Δεν θα σας δώσω εγώ την απάντηση για εσάς, θα πρέπει να προσπαθήσετε να τη βρείτε με τον θεραπευτή σας, όπως κάνω κι εγώ. Εγώ απλώς περιγράφω κάτι που νιώθω ότι θα μοιάζει οικείο σε πολλούς εκεί έξω.
Το κομβικό σημείο της ζωής μου
Για μένα το σημείο μηδέν ήταν σίγουρα η αρρώστια και ο θάνατος του μπαμπά μου. Ήρθε ξαφνικά (ένα εγκεφαλικό στα 66 του, ενώ ήταν δραστήριος και φαινομενικά υγιής), τον τέλειωσε γρήγορα (σε μόλις 40 μέρες στην Μονάδα Εντατικής Φροντίδας) και μου στέρησε όχι απλώς τον γονιό, αλλά και τον γιατρό. Ήταν καρδιολόγος και ο παντοτινός γιατρός όλης της οικογένειας, ακόμα κι όταν είχε σταματήσει να εξασκεί την ιατρική. Ήταν εκείνος που τηλεφωνούσα και με καθησύχαζε όταν για κάτι ανησυχούσα. Είχα πάντα τις αγωνίες μου, όμως όταν έχασα τον συνομιλητή στην άλλη άκρη της γραμμής, αυτές ξέφυγαν, γιγαντώθηκαν, έφτιαξαν ένα μυαλό δικό τους.
Για λίγους μήνες μετά το θάνατό του, ήμουν σχεδόν κάθε εβδομάδα στον γιατρό. Εκείνον τον ηρωικό παθολόγο που με ήξερε από τα 15 μου. Κάθε βδομάδα πέθαινα από κάτι, κι όσο αστείο το έκανα να ακούγεται με την περιγραφή προηγούμενως, άλλο τόσο τραγικό μπορεί να είναι αν το περιγράψω ρεαλιστικά. Σε κάθε επίσκεψη, σε κάθε εξέταση που με διέψευδε, ξαναγεννιόμουν. Ίσως ήταν κι ο τρόπος που είχα βρει να παίρνω μια μεγάλη χαρά. Ελάχιστες μέρες μετά, ο φόβος επέστρεφε – με τη μορφή ενός άλλου συμπτώματος.
«Γιατρέ, είμαι πολύ, πολύ λυπημένη»
Ακόμα και χρόνια αργότερα, όταν το πένθος για τον μπαμπά μου είχε καταλαγιάσει και πριν ακόμα χάσω και τη μητέρα μου, το φαινόμενο είχε χάσει την ένταση των πρώτων μηνών, παρέμενε όμως ζωντανό, ισχυρό, παραλυτικό. Πάνω που νόμιζες ότι το έχεις δαμάσει, έσκαγε σαν τσουνάμι. Για χρόνια επισκεπτόμουν τα επείγοντα συχνά, με αφορμή διάφορα παράξενα συμπτώματα. Μια ήταν το έντερο, άλλες φορές το στομάχι, κάποιες η μέση μου, δύσπνοιες που δεν είχαν εξήγηση, πονοκέφαλοι που επέμεναν.
Κάθε φορά που με ρωτούσαν οι γιατροί γιατί ήμουν εκεί, με έπιανε μια αγωνία να μπορέσω να τους περιγράψω με κάθε λεπτομέρεια τα συμπτώματά μου, προκειμένου να μην κάνουν λάθος στη διάγνωση. Τις περισσότερες φορές. όμως, αν ήθελα να είμαι ειλικρινής, η μόνη αληθινή απάντηση στην ερώτηση του εφημερεύοντα «Τι έχετε, δεσποινίς;» θα ήταν το «Γιατρέ, είμαι πολύ, πολύ λυπημένη».
Τι κρύβεται πίσω από την υποχονδρία;
Θυμάμαι την τελευταία φορά από εκείνο το σερί των απανωτών επισκέψεων στον παθολόγο, τους μήνες μετά την απώλεια του μπαμπά μου. Είχα φτιάξει μια θεωρία ότι έχω θρόμβους στα πόδια επειδή πρήζονταν που και που. Είχε προηγηθεί μια –ευτυχώς αποτυχημένη– προσπάθειά μου να κάνω τρίπλεξ ποδιών χωρίς την έγκριση του γιατρού μου, έτσι, επειδή μου μπήκε η ιδέα. Ήθελα άμεσα, με ένα ραντεβού το ίδιο απόγευμα, να τη διασκεδάσω. Είχα πάρει τηλέφωνο στο διαγνωστικό κέντρο για να το κανονίσω, «θα ήθελα να κάνω ένα τρίπλεξ ποδιών», είπα στην κοπέλα. «Φλεβών ή αρτηριών;» Δεν την περίμενα αυτή την ερώτηση.
«Δεν είμαι σίγουρη», τραύλισα. «Πάρτε τον γιατρό που σας το σύστησε να το διευκρινίσει», μου είπε, αλλά φυσικά δεν μπορούσα να της πω ότι κανένας γιατρός δεν μου το σύστησε, ότι είναι το χόμπι μου να πετάω λεφτά σε άχρηστες εξετάσεις κι έτσι της είπα «Αχ, δεν μπορώ να τον βρω, ποιο είναι το πιο συνηθισμένο;» Λογικά με είχε περάσει ήδη για τρελή, αλλά συνέχισε υπομονετικά «Είναι για διαφορετικό πράγμα το καθένα, καλύτερα να μιλήσετε με τον γιατρό σας». «Κι αν κάνω και τα δύο;» Εκεί σιγουρεύτηκε ότι είμαι τρελή. Αλλά ταυτόχρονα, νομίζω, με λυπήθηκε. «Κοστίζει 120 ευρώ το καθένα, είναι κρίμα, μιλήστε με τον γιατρό σας», μου είπε γλυκά.
Κάπως έτσι έφτασα για άλλη μια φορά στο ιατρείο του. Αφού με εξέτασε, περάσαμε στο γραφείο. Κάθισε απέναντί μου. «Κοιμάσαι τα βράδια;» με ρώτησε. «Τα καταφέρνω», απάντησα διστακτικά. «Τρως; Έχεις διάθεση να βγεις με τους φίλους σου; Πόσος καιρός είναι που έχασες τον μπαμπά;» Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή και έμοιαζαν εντελώς άσχετες με το πρόβλημά μου. «Μα, τι σχέση έχουν όλα αυτά, γιατρέ; Τι έχω;» τον διέκοψα. Κάθισε πίσω στην καρέκλα του. «Κορίτσι μου», ξεκίνησε, «δεν έχεις απολύτως τίποτα. Τουλάχιστον παθολογικά. Είσαι μια νέα, υγιέστατη γυναίκα. Ξέρω πως έως τώρα ο μπαμπάς σου ήταν ο αποδέκτης των φόβων σου. Ήταν ένας κώδικας επικοινωνίας μεταξύ σας. Τώρα έφυγε και η ταπεινή μου γνώμη είναι πως ο φόβος για την υγεία σου είναι ο τρόπος σου να τον ζητάς».
Τον κοιτούσα αποσβολωμένη. «Θέλω να μου υποσχεθείς ότι δεν θα κάνεις καμία άλλη εξέταση χωρίς να με συμβουλευτείς. Κι όταν νιώθεις τον φόβο να σε παραλύει, ό,τι ώρα ή μέρα κι αν είναι, να με παίρνεις τηλέφωνο. Κι εγώ θα σε ακούω κι αν υπάρχει πραγματικά λόγος, θα σου πω τι να κάνεις». Σταμάτησε για λίγο. «Ξέρω ότι κανείς δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον ρόλο του μπαμπά σου. Θέλω όμως να μου επιτρέψεις να πάρω τη θέση του ως γιατρός».
Να κάτι που δεν θα έλεγε ποτέ το Google.