ΜΑΡΤΥΡΙΑ: «ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΜΕΤΑ ΤΗ ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ»
Πόσα καλοκαίρια σάς έχουν μείνει αξέχαστα; Για την Ιωάννα Κ., cancer survivor, το καλοκαίρι που ποτέ δεν ξεχνά είναι εκείνο το πρώτο μετά τις θεραπείες της για τον καρκίνο του μαστού. Ελεύθερη και φοβισμένη μαζί.
Ήμουν 27 χρονών, ήμουν ερωτευμένη και είχα καρκίνο στον μαστό. Αυτό άλλαξε όχι μόνο το πρώτο μου καλοκαίρι αλλά και τον πρώτο χειμώνα και την πρώτη μου άνοιξη… «Είναι για τη μητέρα σας;», θυμάμαι με είχε ρωτήσει ένας γιατρός του ΙΚΑ όταν πήγα για να μου γράψουν κάποια φάρμακα. Φαινόταν σε όλους απίστευτο. Αλλά σ’ εμένα ήταν πιστευτό: έμπαινα στο χειρουργείο.
Ακολούθησαν οι χημειοθεραπείες και οι ακτινοβολίες. Έγιναν όλα πολύ γρήγορα, γιατί ήμουν πολύ νέα για να υπάρξουν καθυστερήσεις. Θυμάμαι, είχε πια μεγαλώσει η μέρα όταν είχα το τελευταίο μου ραντεβού για ακτινοβολίες. Έμπαινε το καλοκαίρι του 1995.
Το καλοκαίρι που δεν χάρηκα
Με τον Βασίλη ήμασταν τρία χρόνια μαζί όταν έγιναν όλα αυτά. Δεν μπορούσε να κάνει πίσω, ακόμη κι αν το ήθελε. Οπότε κανονίσαμε τις διακοπές μας σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Αλλά συνέβαινε. Γι’ αυτό και προτίμησα να είμαστε μαζί με φίλους και όχι οι δυο μας. Και φύγαμε για Σίφνο με παρέα.
Από την πρώτη στιγμή ένιωθα βαρίδι για τους άλλους. Ούτε τη βαλίτσα μου δεν μπορούσα να σηκώσω λόγω του χειρουργείου. Θυμάμαι ακόμη τη σκηνή στο πλοίο: στεκόμουν στην πλώρη κι έβλεπα τον Πειραιά να ξεμακραίνει, όπως κάθε καλοκαίρι που ταξίδευα για τα νησιά και μ’ έπιασαν τα κλάματα. Δεν ήμουν πια ξέγνοιαστη.
Φορούσα μαντήλι – τα μαλλιά μου μόλις που είχαν ξεκινήσει να βγαίνουν, είχα ουλή στο στήθος μου, αν και μικρή, γιατί είχα κάνει ογκεκτομή και όχι μαστεκτομή και κυρίως είχα χάσει το κέφι μου. Τι σόι διακοπές θα έκανα χωρίς ήλιο; Οι γιατροί ήταν κατηγορηματικοί: Ούτε στιγμή δεν έπρεπε να βρίσκομαι στην παραλία και το απόγευμα μόνο με αντηλιακό υψηλού δείκτη προστασίας και κάτω από την ομπρέλα.
Ξυπνούσα πρωί, όταν όλοι ακόμη κοιμόντουσαν και πήγαινα για μια βουτιά στα γρήγορα παίζοντας κρυφτό με τον ήλιο. Οι μόνοι που έκαναν μπάνιο εκείνη την ώρα ήταν μία παρέα ηλικιωμένων που με κοιτούσε με οίκτο. Θα έλεγαν από μέσα τους: «Νέο κορίτσι…». Κι εγώ έλεγα από μέσα μου: «Γιατί μου συνέβη τώρα αυτό;». Έβγαινα από τη θάλασσα κι έτρεχα σαν κυνηγημένη πίσω στα ενοικιαζόμενα δωμάτια που είχαμε κλείσει με την παρέα, κουκουλωμένη με πετσέτες και μαντήλια. Τηρούσα ευλαβικά κάθε συμβουλή των γιατρών. Ένιωθα ασφαλής ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες τους.
Οι φίλοι ξυπνούσαν αργά. Ό,τι θα έκανα κι εγώ δηλαδή αν ακολουθούσα το πρόγραμμα του νέου που σφύζει από υγεία. Ανταλλάσσαμε καλημέρες και μετά χωρίζαμε: Εκείνοι πήγαιναν για μπάνιο. Ο φίλος μου κοντοστεκόταν με αμηχανία, του έλεγα «καλή βουτιά» ή κάτι τέτοιο, του έδινα ένα πεταχτό φιλί και εξαφανιζόταν. Είχε τέτοια ανάγκη να ξεφύγει από την κατάσταση που περιγράφεται στη φράση «η κοπέλα μου έχει καρκίνο», που μούλιαζε στο νερό.
Μετά οι φίλοι ξυπνούσαν, έφευγαν για την παραλία κι εγώ ξέμενα πίσω διαβάζοντας –θυμάμαι– το «Εκκρεμές του Φουκώ» του Ουμπέρτο Έκο. Χίλιες σελίδες μου έκαναν παρέα εκείνο το μοναχικό δεκαήμερο.
Το καλοκαίρι της μοναξιάς
Όταν έμενα μόνη, έβγαζα για λίγο το μαντήλι, κοιτούσα τα μαλλιά μου που ξανάβγαιναν, αφηνόμουν σε μια σύντομη χαρά, αλλά μετά σκεφτόμουν το ίδιο και το ίδιο: «γιατί σ’ εμένα, γιατί τώρα;». Το αίσθημα της αδικίας με έπνιγε από εκείνη την πρώτη στιγμή της διάγνωσης και με ακολουθούσε παντού. Και στη Σίφνο. Πώς να ξεχνιόμουν άλλωστε; Ήμουν διαρκώς μόνη. Είχα αποκοπεί από τους υπόλοιπους, που είχαν το δικό τους ξέγνοιαστο καλοκαιρινό πρόγραμμα, γιατί έπρεπε να μείνω προφυλαγμένη από τον ήλιο, όχι μόνο στην παραλία, αλλά και οπουδήποτε αλλού.
Ο Βασίλης είχε ανακαλύψει το ψάρεμα κι έφερνε ψάρια που δίναμε στις ταβέρνες για ψήσιμο. Έλειπε ώρες αλλά δεν με πείραζε. Περίμενα να φτάσει πέντε το απόγευμα, να πασαλειφθώ από την κορφή ως τα νύχια με αντηλιακό, να βάλω το καπέλο μου και να τρέξω για μια βουτιά, πιο απολαυστική από την πρωινή. Η παραλία είχε πια κόσμο κι εγώ φοβόμουν λιγότερο τον ήλιο. Διάβαζα κάτω από την ομπρέλα και σκεφτόμουν: «Του χρόνου θα είμαι καλύτερα».
Το ερωτικό κομμάτι είχε βγει από τη ζωή μου. Δεν άντεχα να βλέπω το στήθος μου, πόσω μάλλον να το βλέπουν. Δεν είχα καμία σεξουαλική επιθυμία. Τα μαλλιά μου δεν είχαν καλύψει το γυμνό μου κεφάλι και κοιμόμουν με το μαντήλι και με το άγχος ότι μπορεί μέσα στη νύχτα αυτό να φύγει από τη θέση του.
Τι έχει μείνει από τότε;
Ο φόβος μήπως ο αέρας σού πάρει το μαντήλι μπορεί να ακούγεται αστείο και μικρό μπροστά στο σοβαρό και μεγάλο της διάγνωσης και της περιπέτειας που την ακολούθησε, αλλά δεν είναι. Ο παλιός σου εαυτός δεν ξεχνιέται και θέλεις γρήγορα να τον ξαναβρεις στον καθρέφτη. Το επόμενο καλοκαίρι τα μαλλιά μου ανέμιζαν στο μελτεμάκι, το μαντήλι είχε μείνει σπίτι και η ερωτική διάθεση είχε επιστρέψει.
Τι είχε μείνει από τις μέρες της Σίφνου; Ο φόβος μήπως κάτι συμβεί και ταράξει τα ήρεμα πια νερά της ζωής μου – κι ένα μπολ για σαλάτα από εκείνα τα παραδοσιακά πήλινα του νησιού. Τον ήλιο τον αποχωρίστηκα δια παντός αλλά δεν με πειράζει. Μικρό το κακό: Βουτάω ξέγνοιαστη στα δροσερά νερά του πρωινού ή κολυμπάω στο τέλος της ημέρας. Έχω το δικό μου πρόγραμμα και δεν νιώθω βάρος σε κανέναν άλλο. (Παρόλο που παραμένω βαθιά ενοχική).
Να ρίξω και μια σταγόνα ματαιοδοξίας στην ιστορία; Τα ανήλιαγα καλοκαίρια της ζωής μου, αρχής γενομένης από εκείνο το καλοκαίρι στη Σίφνο είναι ο λόγος που το δέρμα μου είναι, όπως μου είπε η δερματολόγος, νεότερο από εμένα. Έτσι είναι: κάτι κερδίζεις ακόμη και στις χειρότερες μέρες σου.