Η ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΠΟΥ ΚΡΑΤΑ ΜΑΚΡΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΑ
Δεν είχες φανταστεί ποτέ πως μία απλή συνήθεια της καθημερινής σου υγιεινής μπορεί να παίξει τόσο καθοριστικό ρόλο στο αν θα εμφανίσεις στο μέλλον άνοια.
Έχουμε ακούσει αμέτρητες φορές τους ειδικούς να επαναλαμβάνουν πως οι καθημερινές μας συνήθειες έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν την ευεξία όχι μόνο του σώματος μα και του εγκεφάλου μας. Ξέρουμε τι εννοούν: Να τρεφόμαστε με όσο το δυνατόν περισσότερα λαχανικά και όσπρια, να κοιμόμαστε ποιοτικά και να παραμένουμε δραστήριοι με συστηματική άσκηση. Αυτό που δεν θα σκεφτόμασταν ποτέ είναι ότι η νοητική μας εγρήγορση μπορεί κάπως να συνδέεται με την… υγιεινή των δοντιών μας.
Κι όμως, σειρά μελετών σε βάθος χρόνων έχει εστιάσει στην αλληλεπίδραση στόματος και εγκεφάλου: Μεγάλες πληθυσμιακές μελέτες, για παράδειγμα, έχουν βρει ότι το άτομα με πάσχουν από περιοδοντική νόσο (η οποία μπορεί να περιλαμβάνει οίδημα στα ούλα αλλά και απώλεια δοντιών) είναι πιο πιθανό να διαγνωστούν με Αλτσχάιμερ ή να εμφανίσουν συμπτώματα ήπιας γνωστικής εξασθένησης ή άνοιας συγκριτικά με όσους δεν έχουν προβλήματα στοματικής υγείας.
Άλλες μελέτες μαγνητικής απεικόνισης έχουν βρει ότι άτομα με διάφορα στάδια ουλίτιδας έχουν περισσότερα στοιχεία στον εγκέφαλό τους που σχετίζονται με τον κίνδυνο άνοιας.
Φυσικά, όπως λέει σε άρθρο ο καθηγητής Οδοντιατρικής στο Κολέγιο Οδοντιατρικής του Πανεπιστημίου Κολούμπια Πάνος Παπαπάνου, υπάρχει και το ενδεχόμενο να συμβαίνει το αντίστροφο, δηλαδή ένα άτομο με προβλήματα μνήμης να μη διατηρεί στα επιθυμητά επίπεδα τη στοματική του υγεία. Σε γενικές γραμμές όμως, προσθέτει, «αυτό που φαίνεται να ισχύει είναι πως οι πιο σοβαρές ασθένειες των ούλων συνδέονται με πιο ανησυχητικά ευρήματα σε μαγνητικές εγκεφάλου».
Με ποιο τρόπο η κακή στοματική υγεία αυξάνει τον κίνδυνο άνοιας
Παρόλο που πολλοί έχουμε την εντύπωση ότι τα δόντια μας αποτελούν έναν οργανικό κόσμο ξεχωριστό από το υπόλοιπο σώμα μας (γι’ αυτό άλλωστε τα ελέγχει ο οδοντίατρος και όχι ένας γενικός γιατρός), η πραγματικότητα δεν είναι καθόλου έτσι. Το στόμα μας αποτελεί μια πύλη εισόδου του οργανισμού, συνεπώς αν κάτι δεν λειτουργεί σωστά εκεί, μπορεί να έχει επίδραση σε όλο μας το σώμα, συμπεριλαμβανομένου και του εγκεφάλου.
Ένας κίνδυνος, για παράδειγμα, μπορεί να είναι τα βακτήρια που ναι μεν υπάρχουν φυσικά στο στόμα του καθενός μας, όμως συσσωρεύονται διαφορετικά σε άτομα που αναπτύσσουν ουλίτιδα. Αν υπάρξει μια διαταραχή στην ισορροπία των βακτηριδίων, π.χ. ένας ερεθισμός ή αιμορραγικά έλκη στα ούλα, μπορεί τα βακτήρια να εισέλθουν στην κυκλοφορία του αίματος και έτσι να βρεθούν οπουδήποτε στο σώμα.
«Υπάρχουν ενδείξεις ότι ορισμένα βακτήρια δύνανται να διαπεράσουν ακόμα και τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό (μια ασπίδα κυττάρων που υπάρχει για να κρατά τους εισβολείς μακριά από τον εγκέφαλο)», λέει στο ίδιο άρθρο η πρόεδρος του τμήματος περιοδοντολογίας της Οδοντιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Tufts, Natalie Jeong. Και εξηγεί ότι αν τα βακτήρια αυτά είναι άμεσα τοξικά, μπορούν να παρεμποδίσουν τη γνωστική λειτουργία, ενώ άλλα μπορεί να προκαλέσουν ανοσολογική απόκριση στην προσπάθεια του νευρικού συστήματος να τα πολεμήσει. Σε βάθος χρόνου, τα χημικά που θα εκλύσει η απόκριση αυτή μπορεί να συμβάλλουν στη συσσώρευση πλακών ή μη φυσιολογικών συστάδων πρωτεΐνης στον εγκέφαλο, οι οποίες παρατηρούνται σε άτομα με άνοια.
Οι κίνδυνοι δεν σταματούν εκεί. Ο Cyprien Rivier, συνεργάτης ερευνητής στο Falcone Lab, στο Τμήμα Νευρολογίας του Πανεπιστημίου Yale, επισημαίνει πως ένα άλλο υποπροϊόν της νόσου των ούλων είναι διάφοροι φλεγμονώδεις μεσολαβητές, τους οποίους το σώμα απελευθερώνει ως ανοσολογική απόκριση στη συσσώρευση βακτηρίων και μπορεί να έχουν ακόμα χειρότερη επίδραση στην εγκέφαλο. Όπως λέει, «γνωρίζουμε από καρδιαγγειακές μελέτες ότι αυτή η φλεγμονή μπορεί να ταξιδέψει μέσω της κυκλοφορίας του αίματος και να φτάσει στην καρδιά. Υποθέτουμε, λοιπόν, ότι από εκεί μπορεί επίσης να προκαλέσει νευροφλεγμονή (φλεγμονώδη απόκριση στον εγκέφαλο)».
Πράγματι, όπως έχουμε αναφέρει σε παλαιότερο άρθρο, σε μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Scientific Reports ερευνητές που εξέτασαν τη σχέση μεταξύ της συχνότητας βουρτσίσματος των δοντιών και του κινδύνου καρδιαγγειακών παθήσεων σε ασθενείς ηλικίας 20 ετών και άνω βρήκαν το εξής: Άτομα που βουρτσίζουν τα δόντια τους δύο φορές την ημέρα και άτομα που τα βουρτσίζουν μόνο μία φορά, το βράδυ, έχουν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά επιβίωσης σε σχέση με τα άτομα που τα βουρτσίζουν μόνο το πρωί, μετά το ξύπνημα, ή καθόλου.
Συμπερασματικά, αν και ορισμένοι άνθρωποι μπορεί να είναι γενετικά προδιατεθειμένοι να βασανίζονται από προβλήματα στοματικής υγιεινής περισσότερο από άλλους, είναι σε μεγάλο βαθμό στο χέρι τους να τα αντιμετωπίσουν. Η στοματική υγιεινή με βούρτσισμα δύο φορές (επί δύο λεπτά) την ημέρα, η τακτική χρήση νήματος και η επίσκεψη στον οδοντίατρο δύο φορές τον χρόνο τουλάχιστον για έλεγχο και καθαρισμό είναι η καλύτερη πρόληψη για τη συνολική μας υγεία.