ΑΝΤΙΒΙΟΤΙΚΑ: Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗΣ
Η κατάχρηση αντιβιοτικών έχει οδηγήσει εδώ και χρόνια στην εξάπλωση μιας σιωπηρής πανδημίας: αυτής των ανθεκτικών μικροβίων. Ποιες είναι οι συνέπειές της; Υπάρχει τρόπος να τις περιορίσουμε;
«Ο κύριος Χ έχει πονόλαιμο. Αγοράζει και λαμβάνει πενικιλίνη, όχι όμως στη σωστή δόση για να σκοτώσει τους παθογόνους στρεπτόκοκκους, αλλά σε ικανή δόση για να τους κάνει ανθεκτικούς. Στη συνέχεια “κολλάει” τη σύζυγό του. Η κυρία Χ παθαίνει πνευμονία και της χορηγείται θεραπεία με πενικιλίνη. Καθώς οι στρεπτόκοκκοι είναι τώρα ανθεκτικοί στην πενικιλίνη, η θεραπεία αποτυγχάνει. Η κυρία Χ πεθαίνει».
Αυτή την προειδοποίηση περιέλαβε ο Αλεξάντερ Φλέμινγκ (πατέρας της πενικιλίνης, του πρώτου αντιβιοτικού), στη διάλεξη που έδωσε το 1945, όταν κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Ιατρικής και Φυσιολογίας.
Χρησιμοποιούμε τα αντιβιοτικά πάνω από μισό αιώνα και πραγματικά έχουν αλλάξει τη ροή της ανθρώπινης ιστορίας. Για δεκαετίες αποτέλεσαν θαυματουργά φάρμακα, που μπορούσαν να θεραπεύσουν έναν μεγάλο αριθμό λοιμώξεων, από τη στρεπτοκοκκική αμυγδαλίτιδα μέχρι τις ουρολοιμώξεις. Χάρη σε αυτά, είναι εφικτή η επέμβαση ανοιχτής καρδιάς και η χημειοθεραπεία. Χάρη σε αυτά το προσδόκιμο ζωής έχει αυξηθεί και η ποιότητα της ζωής μας έχει βελτιωθεί δραματικά.
Όπως δείχνουν τα πράγματα, όμως, ο «χρυσός αιώνας» των αντιβιοτικών οδεύει προς το τέλος του και η προειδοποίηση του Φλέμινγκ έγινε πραγματικότητα.
«Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις δύο χρόνια μετά την ανακάλυψη της πενικιλίνης περιγράφηκαν οι τρεις πρώτες β-λακταμάσες, ένζυμα που αδρανοποιούσαν την πενικιλίνη», γράφουν σε επιστημονική τους δημοσίευση οι λοιμωξιολόγοι Γεώργιος Δαΐκος και Ελένη Γιαμαρέλλου, καθηγητές στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δυστυχώς, χρειάστηκε να περάσει πολύς χρόνος για να συνειδητοποιήσουν κυβερνήσεις, ευρύ κοινό, ακόμα και γιατροί το μέγεθος της καταστροφής που επρόκειτο να έρθει.
Τι είναι η μικροβιακή αντοχή
Τα αντιμικροβιακά φάρμακα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται αντιβιοτικά, αντιικά, αντιμυκητιασικά και αντιπαρασιτικά σκευάσματα, χρησιμοποιούνται στην πρόληψη και θεραπεία λοιμώξεων σε ανθρώπους, ζώα και φυτά. Τα αντιβιοτικά χορηγούνται για την αντιμετώπιση λοιμώξεων που οφείλονται σε μικρόβια.
Η αντιμικροβιακή αντοχή εμφανίζεται όταν τα βακτήρια, οι ιοί, οι μύκητες και τα παράσιτα προσαρμόζονται με την πάροδο του χρόνου και δεν ανταποκρίνονται πλέον στα φάρμακα αυτά. Μάλιστα, οι μικροοργανισμοί που αναπτύσσουν αντοχή χαρακτηρίζονται ως «superbugs» (υπερβακτήρια).
Πού οφείλεται η αντοχή στα αντιβιοτικά
Το φαινόμενο της μικροβιακή αντοχής χτίζεται σταδιακά και οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Ας ξεκινήσουμε φέρνοντας στο μυαλό μας τον Δαρβίνο και την θεωρία της εξέλιξης. Όλα τα βακτήρια μπορούν να αναπτύξουν μηχανισμούς αντοχής (όχι μόνο αυτά που μας αρρωσταίνουν), κι αυτό γιατί εξελίσσονται και προσαρμόζονται στις συνθήκες που βιώνουν, προκειμένου να επιβιώσουν από τον εχθρό τους.
Η ανάπτυξη αντοχής είναι ένα φυσικό φαινόμενο, που συμβαίνει είτε ως αποτέλεσμα μιας μετάλλαξης στο DNA του βακτηρίου, είτε με την απόκτηση ενός γονιδίου ανθεκτικότητας από άλλα βακτήρια, που βρίσκονται στους ανθρώπους, τα ζώα, το περιβάλλον.
Όταν τα βακτήρια εκτίθενται σε ένα αντιβιοτικό, όσα είναι ευαίσθητα θα πεθάνουν, αλλά τα ανθεκτικά θα επιβιώσουν και θα πολλαπλασιαστούν. Η έκθεσή τους σε μικρή ποσότητα φαρμάκων –ή η επανειλημμένη έκθεσή τους σε αυτά– επιταχύνει την επιλογή των ανθεκτικών βακτηρίων, που μπορούν να περάσουν στο περιβάλλον (όταν π.χ. δεν υπάρχουν οι κατάλληλες εγκαταστάσεις υγιεινής).
Στη δεύτερη περίπτωση, η ανεξέλεγκτη συνταγογράφηση και λήψη αντιβιοτικών παίζει σημαντικό ρόλο. Αν και τις περισσότερες φορές σκεφτόμαστε τη μικροβιακή αντοχή από την πλευρά των ανθρώπων που κάνουν αλόγιστη χρήση αντιβιοτικών, το πρόβλημα στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετο: περιλαμβάνει την υγεία των ζώων, την κατάσταση του περιβάλλοντος, την έλλειψη πρόσβασης σε ποιοτικά και προσιτά φάρμακα, την έλλειψη πρόσβασης σε καθαρό νερό και σε κατάλληλες εγκαταστάσεις αποχέτευσης και υγιεινής.
Για παράδειγμα, σημαντική πηγή μικροβιακής αντοχής είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία. Πολλά από τα βακτήρια που υπάρχουν στα ζώα μπορούν να βλάψουν τους ανθρώπους και πολλά αντιβιοτικά που χορηγούνται στα ζώα, ιδιαίτερα σε όσα προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση, είναι σημαντικά και για τη δική μας υγεία. Έτσι, οι ανθεκτικοί μικροοργανισμοί μπορεί να μεταδοθούν από τα ζώα στον άνθρωπο μέσω της άμεσης επαφής, της τροφικής αλυσίδας και του περιβάλλοντος. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, την κοπριά που χρησιμοποιούμε για λίπανση, η οποία στη συνέχεια παρασύρεται από το νερό και περνάει στο υδάτινο σύστημα.
Ο ρόλος των νοσοκομείων είναι επίσης σημαντικός, καθώς αποτελούν «δεξαμενές» αλλά και «θερμοκοιτίδες» ανθεκτικών μικροβίων. Ακόμα και αν τα μικρόβια έχουν έρθει από την κοινότητα (δηλαδή δεν είναι ενδονοσοκομειακά), το νοσοκομειακό περιβάλλον ευνοεί τη διάδοσή τους (π.χ. οι άνθρωποι είναι ήδη άρρωστοι και συχνά χορηγούνται αντιβιοτικά «τελευταίας γραμμής»).
ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΙ ΜΙΚΡΟΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΕΤΑΔΩΘΟΥΝ ΑΠΟ ΤΑ ΖΩΑ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΛΥΣΙΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ.
«Στοιχεία υποδηλώνουν ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορεί να έχουν εξίσου σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση της αντοχής στα αντιβιοτικά», γράφουν ο David Graham, Καθηγητής Μηχανικής των Οικοσυστημάτων στο Πανεπιστήμιο του Newcastle, και ο Peter Collignon, Καθηγητής Λοιμωδών Νοσημάτων και Μικροβιολογίας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Αυστραλίας. Όπως αναφέρουν, σχεδόν κάθε είδους περιβαλλοντική ρύπανση (π.χ. βαρέα μέταλλα, φυτοφάρμακα) μπορεί να ενισχύσει την αντοχή των βακτηρίων.
Η μικροβιακή αντοχή σήμερα
Το πραγματικό μέγεθος της αντιμικροβιακής αντοχής στους ανθρώπους δεν είναι πλήρως γνωστό, σύμφωνα με έκθεση της Διεθνούς Συντονιστικής Ομάδας για την Αντιμικροβιακή Αντοχή, η οποία συγκλήθηκε από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ. Εκτιμήσεις δείχνουν ότι οι ανθεκτικές λοιμώξεις προκαλούν ήδη τουλάχιστον 700.000 θανάτους ετησίως, ενώ το ακραίο σενάριο της Παγκόσμιας Τράπεζας αναφέρει ότι ο αριθμός θα μπορούσε να ανέλθει στα 10 εκατομμύρια έως το 2050, εάν δεν ληφθούν μέτρα.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κατέταξε τη μικροβιακή αντοχή στη λίστα με τις 10 μεγαλύτερες απειλές για τη δημόσια υγεία που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα. Τον Ιανουάριο του 2020, δημοσίευσε επίσης μια λίστα με τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουμε στον χώρο της υγείας τα επόμενα 10 χρόνια. Ανάμεσα σε αυτές είναι η «προστασία των φαρμάκων που μας προστατεύουν», με τη χαρακτηριστική επισήμανση ότι η μικροβιακή αντοχή απειλεί να στείλει τη σύγχρονη ιατρική δεκαετίες πίσω, στην «προ-αντιβιοτικών» εποχή.
Η χρήση αντιβιοτικών στην Ελλάδα
Όσο για την κατάσταση στην Ελλάδα; Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ και του Κέντρου Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων, έχουμε τα πρωτεία: Στη χώρα μας, όχι μόνο καταναλώνουμε περισσότερα αντιβιοτικά από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, αλλά έχουμε και τα υψηλότερα ποσοστά ανθεκτικότητας μικροβίων στα αντιβιοτικά.
Το πρόβλημα κρατάει καιρό, αφού ελληνική έρευνα στο περιοδικό BMC Family Practice ανέφερε ήδη από το 2010 ότι, παρά την πρόσβαση στις υπηρεσίες πρωτοβάθμιας περίθαλψης, ένα μεγάλο ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού της χώρας χρησιμοποιεί αντιβιοτικά χωρίς ιατρική συνταγή, κυρίως για την αντιμετώπιση του πυρετού και του κοινού κρυολογήματος.
Ποιες είναι οι συνέπειες;
Η ανάπτυξη αντιβιοτικών και αντιικών φαρμάκων είναι από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της σύγχρονης ιατρικής. Τώρα, ο χρόνος για αυτά τα φάρμακα τελειώνει. Η αντιμετώπιση κάθε επόμενου επεισοδίου μικροβιακής λοίμωξης γίνεται δυσκολότερη, απαιτεί τη λήψη πιο «ισχυρών» αντιβιοτικών και αυξάνει τον κίνδυνο εξάπλωσης ασθενειών, τη σοβαρότητα ασθενειών και την πιθανότητα θανάτου.
Ας σκεφτούμε την περίπτωση της φυματίωσης, μιας ασθένειας που προσβάλλει περίπου 10 εκατομμύρια ανθρώπους κάθε χρόνο, προκαλώντας 1,5 εκατομμύρια θανάτους. Το 2017, περίπου 600.000 περιπτώσεις ήταν ανθεκτικές στο πιο αποτελεσματικό φάρμακο πρώτης γραμμής, με το 82% αυτών των ασθενών να έχουν πολυανθεκτική φυματίωση.
Η αδυναμία πρόληψης λοιμώξεων μπορεί να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο τα επιτεύγματα της σύγχρονης ιατρικής. Μεταμοσχεύσεις οργάνων, χειρουργικές επεμβάσεις (όπως η καισαρική) και διαδικασίες (όπως η χημειοθεραπεία) θα είναι πολύ πιο επικίνδυνες. Τα νοσοκομεία θα γεμίσουν ασθενείς.
Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΛΟΙΜΩΞΕΩΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΕΣΕΙ ΣΕ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΑ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ.
Από την εποχή της κυκλοφορίας της πενικιλίνης, τη δεκαετία του 1940, η ανάπτυξη νέων αντιβιοτικών ακολουθήθηκε στενά από την ανακάλυψη βακτηρίων ανθεκτικών σε αυτά. «Ενώ η ανάπτυξη νέων μορίων γίνεται όλο και πιο αργή, η ανάπτυξη βακτηριακής αντίστασης είναι όλο και πιο γρήγορη. Είναι ένας αγώνας ενάντια στον χρόνο. Αυτό το πρόβλημα θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε μια μετα-αντιβιοτική εποχή, όπου ο παραμικρός τραυματισμός ή χειρουργική επέμβαση θα αποτελούσε σημαντικό κίνδυνο μόλυνσης», γράφει σε δημοσίευσή του ο Martin Chenal, Δρ Μικροβιολογίας στο Εθνικό Ινστιτούτο Επιστημονικής Έρευνας στο Κεμπέκ. Όπως αναφέρει, το 2018 περίπου το 26% των λοιμώξεων ήταν ανθεκτικές στα φάρμακα που χρησιμοποιούνταν για τη θεραπεία τους, ποσοστό που μπορεί να φτάσει το 41% έως το 2050.
Το 2016, ο βρετανός οικονομολόγος Jim O'Neill και η ομάδα του δημοσίευσαν μια έκθεση που ανέφερε ότι, εάν δεν αντιμετωπίσουμε την αυξανόμενη απειλή της μικροβιακής ανοχής, μέχρι το 2050 θα πεθάνουν περισσότεροι άνθρωποι από λοιμώξεις ανθεκτικές σε φάρμακα, παρά από καρκίνο.
Ένα δυστοπικό μέλλον για τον Καναδά (αλλά, γιατί όχι, και για τον υπόλοιπο πλανήτη), περιγράφει σε άρθρο του ο Gerry Wright, Καθηγητής Βιοχημείας και Βιοϊατρικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο McMaster, βασιζόμενος σε έκθεση του Συμβούλιο Καναδικών Ακαδημιών.
«Το κόστος υγειονομικής περίθαλψης θα αυξηθεί. Η παραγωγικότητα και το βιοτικό επίπεδο θα πέσουν, καθώς οι ασθένειες και ο θάνατος θα θερίζουν τον πληθυσμό. Ο κοινωνικός ιστός μπορεί να αποδυναμωθεί, εξαιτίας των διακρίσεων σε βάρος των ατόμων με ανθεκτικές λοιμώξεις, της μειωμένης κοινωνικής συνοχής, του περιορισμού των μετακινήσεων, της απαίτησης για κλείσιμο συνόρων. Η ανισότητα, που ήδη καθιστά τις περιθωριοποιημένες ομάδες πιο ευάλωτες στις ασθένειες, θα επιδεινωθεί, καθώς θα απομονωθούν όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα, ενισχύοντας τον φόβο και τη δυσπιστία. Καθώς οι λοιμώξεις αυξάνονται, οι ελευθερίες των πολιτών μπορεί να περιορίζονται μέσω καραντίνας. Η εμπιστοσύνη στα νοσοκομεία και την υγειονομική περίθαλψη θα κλονιστεί».
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΟΒΙΑΚΗΣ ΑΝΤΟΧΗΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΚΑΙ ΩΣ ΤΕΤΟΙΟ ΠΡΠΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΤΕΙ.
Το μέλλον των αντιβιοτικών
Τα τελευταία 25 χρόνια δεν έχουν κυκλοφορήσει στην πραγματικότητα καινούργια αντιβιοτικά και ο τομέας έρευνας και ανάπτυξης είναι ουσιαστικά στάσιμος (σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας του μικρού περιθωρίου κέρδους των φαρμακοβιομηχανιών). Η ανάπτυξη νέων φαρμάκων απαιτεί χρόνο, προσπάθεια, έρευνα και χρήματα.
Όπως αναφέρει ο οργανισμός Pew Charitable Trusts, «ιστορικά, μόνο 1 στα 5 φάρμακα για μολυσματικές ασθένειες που φτάνουν στην αρχική φάση των δοκιμών σε ανθρώπους θα λάβει έγκριση από την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων». Εκτιμά, μάλιστα, ότι τα 43 νέα αντιβιοτικά που βρίσκονται στο στάδιο της ανάπτυξης θα μπορούσαν ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν πολλά, αλλά όχι όλα τα ανθεκτικά βακτήρια. Με δεδομένο ότι κάποια δεν θα λάβουν έγκριση και ότι τελικά θα αναπτυχθεί αντοχή σε εκείνα που θα λάβουν, είναι σαφές ότι θα είναι λίγα τα φάρμακα που θα διαθέτουμε για να καλύψουμε τρέχουσες και μελλοντικές ανάγκες.
Γι’ αυτό, είναι σημαντικό να σκεφτούμε εναλλακτικές προσεγγίσεις αντιμετώπισης του προβλήματος, πέρα από τον σχεδιασμό νέων αντιβιοτικών και τη βελτίωση των ήδη υπαρχόντων, όπως τα εμβόλια και οι βακτηριοφάγοι (φυσικοί εχθροί των βακτηρίων).
Ωστόσο, οι επιστήμονες από μόνοι τους δεν είναι σε θέση να περιορίσουν την επικείμενη καταστροφή. Κυβερνήσεις, φαρμακοβιομηχανία, γιατροί, αγροτικός τομέας και πολίτες είναι απαραίτητο να συνεργαστούν, ώστε να μπορέσουν όλοι μαζί, αν όχι να σταματήσουν τη νέα πανδημία, τουλάχιστον να περιορίσουν τις καταστροφικές της συνέπειες. Καθώς μάλιστα άνθρωποι, ζώα και τρόφιμα μετακινούμαστε πλέον παντού, το ζήτημα της μικροβιακής αντοχής δεν είναι τοπικό, αλλά παγκόσμιο και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Τι μπορεί να κάνει καθένας μας
1. Σταματάμε την άσκοπη χρήση αντιβιοτικών. Έτσι, τα μικρόβια δεν «απειλούνται» πια, δεν ξοδεύουν ενέργεια για τη διατήρηση των μηχανισμών αντοχής τους και γίνονται ξανά ευαίσθητα στα αντιβιοτικά.
2. Θυμόμαστε ότι τα αντιβιοτικά δεν σκοτώνουν ιούς, αλλά χορηγούνται για μικροβιακές λοιμώξεις. Επομένως, δεν τα λαμβάνουμε για τη γρίπη και το κρυολόγημα.
3. Δεν διακόπτουμε την θεραπεία μας, εκτός αν υπάρχει σοβαρός ιατρικός λόγος (π.χ. παρενέργεια).
4. Λαμβάνουμε τη δοσολογία που πρέπει, για το χρονικό διάστημα που πρέπει. Δεν παραλείπουμε δόσεις ούτε υπερβαίνουμε τη δοσολογία που έχει ορίσει ο γιατρός μας.
ΤΑ ΑΝΤΙΒΙΟΤΙΚΑ ΔΕΝ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ ΙΟΥΣ. ΕΠΟΜΕΝΩΣ, ΔΕΝ ΤΑ ΛΑΜΒΑΝΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΓΡΙΠΗ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΥΟΛΟΓΗΜΑ.
5. Δεν αγοράζουμε αντιβιοτικά χωρίς συνταγή γιατρού, δεν τα κρατάμε στο σπίτι για «ώρα ανάγκης» και δεν συμβουλευόμαστε συγγενείς και φίλους, ή τον «Δόκτορα Google». Σύμφωνα με τον ΕΟΦ, το 10-20% των πολιτών αγοράζει αντιβιοτικά χωρίς ιατρική συνταγή (κάτι που απαγορεύεται από το νόμο) και το 30% των πολιτών φυλάει αντιβιοτικά στο σπίτι και τα χρησιμοποιεί χωρίς τη συμβουλή γιατρού.
6. Τηρούμε τους κανόνες υγιεινής: πλένουμε συχνά τα χέρια μας (το απλό σαπούνι αρκεί, δεν χρειάζεται κάποιο αντιβακτηριδιακό προϊόν), αποφεύγουμε τον συνωστισμό σε κλειστούς χώρους (ιδιαίτερα σε περιόδους έξαρσης ιώσεων), όταν βήχουμε ή φτερνιζόμαστε καλύπτουμε τη μύτη και το στόμα με τον αγκώνα ή χρησιμοποιούμε χαρτομάντιλο.
7. Δεν παραλείπουμε να κάνουμε εμβόλια.
8. Επιλέγουμε προσεκτικά τις τροφές που καταναλώνουμε, ώστε να μην είναι επιβαρυμένες με αντιβιοτικά.
Ας μην ξεχνάμε ότι τα μικρόβια υπερέχουν αριθμητικά – οι άνθρωποι είμαστε μόλις μερικά δισεκατομμύρια και ένας μέσος άνθρωπος έχει στο σώμα του μερικά τρισεκατομμύρια βακτήρια! Επιπλέον, η παρουσίας τους στη Γη ξεπερνάει κατά πολύ τη δική μας. Ας τα αντιμετωπίσουμε με την προσοχή που τους πρέπει.