iStock

ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΝΑ ΖΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ

Την εποχή που βγαίναμε από την καραντίνα, πήρα με την οικογένειά μου τη μεγάλη απόφαση να φύγουμε από την Αθήνα και να εγκατασταθούμε στο νησί της Σύρου. Αν αναρωτιέστε πώς είναι να φεύγεις για την επαρχία έχοντας ζήσει μια ολόκληρη ζωή σαν αυθεντικό «παιδί» της μεγάλης πόλης, μετά από δυόμισι χρόνια μακριά της μπορώ να απαντήσω.

Μεγάλωσα στους Αμπελόκηπους. Εκεί πήγα σχολείο, όταν ήρθαμε με τους γονείς μου από την Αμερική (στα έξι μου). Στα παγκάκια των Εξαρχείων ερωτεύτηκα, στην Κηφισίας έμαθα να οδηγώ, το κέντρο ήταν η παλάμη μου σε όλα τα φοιτητικά μου χρόνια, τα club της παραλιακής στέγασαν τις εξόδους μου, τα γραφεία του Αμαρουσίου και της Μιχαλακοπούλου φιλοξένησαν τη σταδιοδρομία μου (και περιόρισαν τη φαντασία μου). Τα καλοκαίρια στα χωριά με τις γιαγιάδες ήταν η μόνη μου επαφή με την επαρχία και ήταν αρκετά για να παίρνω κάθε φορά μία δόση φύσης κι εξερεύνησης, τόση ώστε να ρίχνομαι κάθε Σεπτέμβριο με ακόμη μεγαλύτερη λαχτάρα στην αγκαλιά της πόλης. Ώσπου εκείνη άρχισε να μου γίνεται αβάσταχτη.

Η βία στα μέσα μαζικής μεταφοράς και στον δρόμο, οι απρόσωπες ή, στην καλύτερη περίπτωση, επιφανειακές συναναστροφές που μέχρι κάποια ηλικία πίστευα ότι με κάλυπταν, ο φόβος πίσω από τις κλειδαμπαρωμένες πόρτες, όλα απέκτησαν ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα με τον περιορισμό της πανδημίας και τον ελεγχόμενο προαυλισμό μας μέσω μηνυμάτων.

Η μετάβασή μας στο νησί ήταν ήδη ένα όνειρο ζωής, που όμως είχα θέσει μέσα μου χρονικά στη φάση της συνταξιοδότησής μου. Βλέποντας όμως γύρω μου όλο και περισσότερους ανθρώπους να φτάνουν στα χρόνια της «σύνταξης» με ήδη βεβαρυμμένο νευρικό σύστημα και οργανισμό, άρχισε να γίνεται επιτακτική ανάγκη.

Στης Σύρας τα στενά

Ιούνιο του 2021 γέμισα το αυτοκίνητό μου με όσα χωρούσε και τον μικρό μου γιο στο πίσω κάθισμα, αγκαλιά με το κλουβί μεταφοράς του γάτου, και μπήκα στο καράβι για Σύρο. Η δουλειά μου γίνεται από το σπίτι, οπότε η απόφαση είχε να κάνει με όλα τα υπόλοιπα logistics εκτός από αυτό.

Πώς είναι να φεύγεις από την Αθήνα και να ζεις στην επαρχία
iStock

Μέσα στους επόμενους μήνες ήρθαν σταδιακά όλα μας τα πράγματα, ενώ η οικογένειά μας για αρκετό διάστημα μοιράστηκε στα δύο. Από τον πρώτο κιόλας καιρό οι διαφορές της ζωής στην επαρχία ήταν έντονες και οι λόγοι για τους οποίους είχα αφήσει πίσω μου τη ζωή στην πόλη όλο και πιο προφανείς στο μυαλό μου. Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα που ανέφερα σε όποιον με ρωτούσε ήδη από τότε ποιες είναι οι διαφορές ανάμεσα στην Αθήνα και την επαρχία, ήταν τα εξής:

  • Όταν ακούω κορνάρισμα στο δρόμο, ποτέ δεν έχει να κάνει με κάτι αρνητικό. Τον πρώτο καιρό, καθώς πήγαινα τον γιο μου στο σχολείο με τα πόδια, άκουγα «μπιπ» και γύριζα με ύφος να αγριοκοιτάξω, χωρίς όμως να μπορέσω να εντοπίσω τον υπαίτιο ή την αφορμή. Αργότερα μέσα στην ημέρα, όλο και κάποιος θα βρισκόταν να μου πει «σου κόρναρα το πρωί για καλημέρα, δε με κατάλαβες;». Και το πολιτισμικό μου σοκ δεν τελείωνε εκεί. Όταν οδηγώ και μου κορνάρουν, ναι, είναι πάλι αντί χαιρετισμού, οπότε γυρίζω πια να ψάξω τον «υπαίτιο» με ένα χαμόγελο προσμονής. Όταν, δε, ξυπνάει μέσα μου η Αθηναία και κάνω «μαγκιές», όπως επιτόπιες αναστροφές που σταματάνε την κυκλοφορία, κανείς δεν κορνάρει, κανείς δεν αγριεύει, παρά μόνο μου κουνάνε το κεφάλι όταν κάνω νεύμα για ευχαριστώ. Να σημειώσω εδώ ότι δεν υπάρχει περίπτωση να περάσεις από διάβαση και να μην κοκαλώσουν όλα τα διερχόμενα αμάξια/μηχανάκια για να περάσεις, bonus χαμόγελο και νεύμα. Οι μοναδικές φορές που, συνηθισμένοι, περάσαμε αμέριμνοι και παραλίγο να πέσουμε πάνω σε καπό, είναι όταν οι πινακίδες είναι αθηναϊκές...
  • Στο σούπερ μάρκετ, οι περισσότεροι σου δίνουν τη σειρά τους στην ουρά. Το ίδιο και στο λεωφορείο ή στο σινεμά και το θέατρο. Στην αρχή, μαθημένη στις ύπουλες τεχνικές κλεψίματος ουράς της αθηναϊκής μου ζωής (όλο και κάποιος θα προφασιζόταν ότι βιάζεται ή ότι δεν κατάλαβε πώς βρέθηκαν στο καλάθι του τριάντα προϊόντα ενώ στέκεται στην ουρά για το ταμείο express-για εώς δέκα τεμάχια), έφτανα αγχωμένη στο ταμείο, για να λάβω την αντίδραση: «Βιάζεσαι, κοπέλα μου; Πέρνα μπροστά, μη μου σκας». Τώρα πια είμαι ήρεμη και χαλαρή, και φυσικά δίνω τη θέση μου σε όποιον την έχει ανάγκη. Σιγά, δεν χάλασε κι ο κόσμος…
  • Η επαφή μου με τη φύση είναι τόσο αβίαστη, που δεν τη σκέφτομαι καν. Μόνο όταν οι άνθρωποί μου στην Αθήνα μου επισημαίνουν ότι είμαι όλο τον χρόνο μαυρισμένη. Τα καθημερινά ψώνια γίνονται με τα πόδια, κατά μήκος του λιμανιού, με τη θάλασσα κάθε πρωί να μου δείχνει ένα νέο πρόσωπο. Τα οπωροκηπευτικά μας τα προμηθευόμαστε από παραγωγούς με κτήμα σε ένα μαγευτικό χωριό, όπου διοργανώνονται παράλληλα περιβαλλοντικές δράσεις για μαθητές και αναγνώσεις παραμυθιού για τα παιδιά, ή ανοιχτές κουζίνες για όλους. Η κυριακάτικη βόλτα πολλές φορές καταλήγει σε μπάνιο στη θάλασσα, ακόμα και τώρα τον χειμώνα. Ναι, η ζωή στην επαρχία με έχει κάνει πολύ πιο active, και η χειμερινή κολύμβηση, το τρέξιμο, έχουν μπει στο πρόγραμμά μου εύκολα.

Πώς είναι να φεύγεις από την Αθήνα και να ζεις στην επαρχία

  • Το άγχος στην επαρχία εξαφανίζεται. Όταν ξέρεις με ακρίβεια δευτερολέπτου πόση ώρα χρειάζεσαι για να φτάσεις στην προπόνησή σου στο γυμναστήριο, όταν το να βρεθείς με ένα φίλο είναι ένα απλό κανόνισμα της στιγμής χωρίς τις εξισώσεις της κίνησης και των τεράστιων τελικά αποστάσεων της Αθήνας, όλα είναι ελεγχόμενα – και άρα, απλά. Ως αποτέλεσμα, ένα control freak σαν και μένα καταφέρνει να κάνει μέσα στην ίδια ημέρα πολλαπλάσια πράγματα και να έχει τον χρόνο να χαλαρώσει.
  • Ο κόσμος εδώ είναι πράγματι μικρός. Αυτό που λέω συχνά για να εξηγήσω την πολύτιμη αξία της αναγνωρισιμότητας που σου προσφέρει η επαρχί, είναι πως «όλοι εδώ είμαστε ο Σάκης Ρουβάς». Είμαστε γνωστοί και τσεκαρισμένοι, άμα τη εμφανίσει. Με αποτέλεσμα να υπάρχει αυτό που λένε face value. Δεν έχω μαζί μου χρήματα και θέλω να πάρω ένα κιλό ντομάτες; «Δεν πειράζει, δε χανόμαστε, την άλλη φορά». Έχω χάσει το γιο μου; «Πριν από πέντε λεπτά πέρασε από δω να μας χαιρετήσει και είπε ότι πάει στην πλατεία». Και, το αγαπημένο μου: «Είδα τον άντρα σου να τρέχει το πρωί, πάλι προς τον Μέγα Γιαλό πήγαινε». Την πρώτη φορά που μπήκα σε μία από τις τράπεζες της Ερμούπολης, ο διευθυντής με είδε, με φώναξε και ζήτησε την ταυτότητά μου. «Για να δούμε, ποια είσαι, λοιπόν;» με ρώτησε. «Η Ελένη που μένει στο λιμάνι», του απάντησα χαριτολογώντας. «Λοιπόν, Ελένη που μένεις στο λιμάνι, μην ξαναδείξεις ταυτότητα, θα σε θυμάμαι». Συνήθως βέβαια, είμαι η «Ελένη η μαμά του Τζίμη», ακόμη κι όταν καλώ για να κλείσω τραπέζι σε κάποιο εστιατόριο.

Πώς είναι να φεύγεις από την Αθήνα και να ζεις στην επαρχία
iStock

  • Οι πόρτες εδώ είναι ξεκλείδωτες, τα αμάξια ανοιχτά στο πάρκινγκ του σούπερ μάρκετ, όποτε βγαίνεις να περπατήσεις μαζεύεις δέκα καλημέρες. Δεν υπάρχει μοναξιά, ούτε και για όσους ζουν εδώ μόνοι τους. Μπορεί αυτό σε άλλη φάση της ζωής μου να ήταν αρνητικό, τώρα όμως το θέλω και το επιζητώ.
  • Οι Κυριακές και οι γιορτές εδώ σημαίνουν ότι θα δεις στο δρόμο οικογένειες ντυμένες με τα «καλά τους» να πηγαίνουν για καφέ ή φαγητό, και το μεσημέρι σημαίνει σιέστα και άρα μαγαζιά κλειστά. Υπάρχει κάτι πολύ ανακουφιστικό στο να ζω ξανά συνήθειες που θυμάμαι να εφαρμόζονται πριν από δεκαετίες στην Αθήνα.

Μια νέα κατάκτηση στην επαρχία

Όταν πρωτοήρθαμε, αντιμετωπίσαμε και δυσκολίες. Πέρα από την ξαφνική αλλαγή περιβάλλοντος και τρόπου ζωής, είχαμε να βρούμε και τη θέση μας στην τοπική κοινωνία. Οι περισσότεροι δεν καταλάβαιναν γιατί αφήσαμε μία στρωμένη ζωή στην Αθήνα για να έρθουμε στο νησί, και για πολύ καιρό τα παιδιά στο σχολείο του γιου μου δυσκολεύτηκαν να τον ενσωματώσουν στις παρέες τους. Τα περισσότερα γνωρίζονται από μωρά, ενώ πολλά από αυτά έχουν σχέσεις συγγένειας. Το παιδάκι από την Αθήνα έμοιαζε σαν ούφο που προσγειώθηκε στις ζωές τους, ένα ούφο που δεν καλούσαν καν στα πάρτι.

Σύρος

Με αγάπη, καλέσματα στο σπίτι μας για παιχνίδι, αλλά, κυρίως, την πληθωρική προσωπικότητα του Τζίμη, έγινε το αγαπημένο τους ούφο, τόσο που όταν ανέθεσε η δασκάλα να γράψουν έκθεση για τον καλύτερό τους φίλο, πολλά από τα παιδιά έγραψαν για εκείνον. Δεν υπάρχει πιο ωραίο συναίσθημα από την κατάκτηση που βίωσε σε τόσο μικρή ηλικία.

Αλλά κι εγώ, ενώ στην αρχή ήμουν σαν το ψάρι έξω από το νερό και οι γειτόνισσες με πλησίαζαν με προσοχή, κάποια στιγμή πήρα το χρίσμα, όταν το νησί γέμισε κόσμο με αφορμή το Πάσχα, και η γηραιότερη του στενού με έπιασε και μου είπε συνωμοτικά: «Γεμίσαμε πάλι!» Αυτό ήταν. Από εκείνη τη μέρα είμαι επίτιμη συριανή.

Σύρος

«Ναι, αλλά τώρα το χειμώνα αδειάζει το νησί», λένε πολλοί. Δεν είναι κακό αυτό, αντιθέτως. Μετά από ένα καλοκαίρι γεμάτο κόσμο κι ερεθίσματα, ο τόπος έχει ανάγκη από ανασυγκρότηση κι ενδοσκόπηση. Τα βράδια είναι σκοτεινά, «σαν σκηνικό από το Twilight», όπως μου είχε πει η Μαρία, βέρο τέκνο του νησιού, όταν πήγαινε ακόμα γυμνάσιο. Και η ησυχία είναι απόλυτη. Τόσο που η Ερμούπολη μετονομάζεται «χαϊδευτικά» σε Ερημούπολη.

Δεν είναι λίγες οι φορές που, συνειδητοποιώντας την αξία της μετάβασης που κάναμε, κοιταζόμαστε οικογενειακώς μεταξύ μας και λέμε: «Σύρος…» Αν μας λείψει η Αθήνα, μπαίνουμε στο καράβι και πάμε. Είναι τέλειο να νιώθω τουρίστας στο κάποτε σπίτι μου. Μέσα σε ένα τριήμερο, μπορώ να πάω σε όσες παραστάσεις και καινούργια εστιατόρια αντέχει η ψυχή μου και το πορτοφόλι μου. Το φλερτ μου με την πόλη δεν προλαβαίνει να γίνει σχέση, εγώ δεν προλαβαίνω να μεταλλαχθώ στον αθηναϊκό εαυτό μου. Αντιθέτως, δεν είναι λίγες οι φορές που με βλέπω μέσα από τα μάτια των άλλων σαν αθώα επαρχιώτισσα, με έναν γιο που, την τελευταία φορά που επιβιβαστήκαμε στο μετρό από Πειραιά για Πανόρμου, θεώρησε φυσικό να πιάσει κουβέντα με όλο το βαγόνι, να δώσει ραπόρτο που πάμε και τι θα κάνουμε, και να καληνυχτίσει τον καθένα ξεχωριστά.

SLOW MONDAY NEWSLETTER

Θέλεις να αλλάξεις τη ζωή σου; Μπες στη λογική του NOW. SLOW. FLOW.
Κάθε Δευτέρα θα βρίσκεις στο inbox σου ό,τι αξίζει να ανακαλύψεις.