Ο ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΜΕ ΒΟΗΘΗΣΕ ΝΑ ΞΕΠΕΡΑΣΩ ΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ
Όταν έχασα τη μητέρα μου, το τελευταίο μέλος της άμεσης οικογένειάς μου που ήταν εν ζωή, ο διαλογισμός έγινε για μένα μια σανίδα σωτηρίας.
Για να πω με ποιον τρόπο μπήκε ο διαλογισμός στη ζωή μου, θα επιχειρήσω να κάνω μια τεράστια ιστορία μικρή. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω πώς το «όλα είναι στο μυαλό» είναι ένα από τα πιο εκνευριστικά κλισέ της ιστορίας – και συνάμα μια από τις μεγαλύτερες αλήθειες της ζωής.
Θα σε γυρίσω στο 1998, όταν ήμουν 23 χρόνων και πέθανε η μητέρα μου. Ήταν το τελευταίο εν ζωή μέλος της άμεσης οικογένειας μου. Και έμεινα μόνη. Με την απόλυτη έννοια της λέξεως, αφού όταν χάνεις τον άνθρωπο που σε έφερε σε αυτήν τη γη, καταλαβαίνεις τι εστί πραγματική μοναξιά. Μου τα έλεγαν, δεν τα πίστευα. Ώσπου τα έζησα και διαπίστωσα την πραγματικότητα.
Εν πάση περιπτώσει, μένω, που λες, μόνη και αρνούμαι πεισματικά να επιστρέψω στο σπίτι όπου ζούσα με τη μητέρα μου. Είχαμε μετακομίσει εκεί μετά τον θάνατο του αδελφού μου και του πατέρα μου. Κι εγώ δεν θέλω να γυρίσω, όχι πριν να το ανακαινίσω. Για την ακρίβεια, αν μπορούσα να γκρεμίσω –ιδανικά μόνη– όλους τους τοίχους, θα το έκανα. Αλλά δεν με άφησαν οι ψυχραιμότεροι (a.k.a. φίλοι και συγγενείς).
Πριν έρθει ο διαλογισμός, ήρθε η κατάρρευση
Κάπου, όμως, έπρεπε να μείνω. Κατόπιν σύσκεψης (των ψυχραιμότερων, που λέγαμε), πήγα στο σπίτι μιας φιλικής οικογένειας, με τα παιδιά της οποίας είχα μεγαλώσει μαζί. Δυο μέλη της φαμίλιας ήταν γιατροί. Το ένα ήταν από τις πρώτες βελονίστριες στην Ελλάδα – με σχετικές σπουδές στην Ασία, όταν στην Ελλάδα ο βελονισμός θεωρείτο αστεία περίπτωση, ακόμα και ως θέμα προς συζήτηση. Κράτα το αυτό.
Η μετακόμιση έγινε ανήμερα της κηδείας, μετά τα διαδικαστικά που τελέστηκαν στο σπίτι μου, που ένιωθα να μου «κλέβει» τον αέρα που ανέπνεα. Κάπου στις 10 το βράδυ και ενώ ήμουν στους φίλους των γονιών μου, αισθάνθηκα μια αδυναμία. Ώσπου έζησα αυτό που μέχρι τότε άκουγα να περιγράφουν ως «χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου».
Η επαφή μου με το περιβάλλον ελαχιστοποιήθηκε, οι αισθήσεις μου με εγκατέλειψαν και δυσκολεύουν ακόμα και να αναπνεύσω. Το SOS που εξέπεμψα έγινε άμεσα αντιληπτό, με τη μητέρα της οικογενείας να προσπαθεί να με επαναφέρει με βελονισμό. Τριάντα λεπτά αργότερα, αισθανόμουν και πάλι ζωντανή.
Σανίδα σωτηρίας
Πέρασε το βράδυ, ξημέρωσε η επόμενη μέρα και έζησα το repeat. Αυτή τη φορά, και η μητέρα αλλά και η κόρη (επίσης βελονίστρια) με υπέβαλαν σε μια συνδυαστική διαδικασία. Δεν μου είπαν πολλά, γιατί και να μου έλεγαν δεν θα καταλάβαινα κάτι. Ήμουν σε άλλο «πλανήτη» ψυχικά και πνευματικά, αφού είχε τεθεί σε λειτουργία το ένστικτο επιβίωσης.
Με πήγαν στο ιατρείο, με έβαλαν να ξαπλώσω στο ειδικό κρεβάτι και άρχισαν να μου τοποθετούν βελόνες στα σημεία που έκριναν πως χρειάζονται «βοήθεια», για να με βοηθήσουν να «βγάλω» κι εκείνη τη μέρα. Όταν ολοκλήρωσαν αυτή τη φάση, περάσαμε στην επόμενη.
Το μυαλό μου ήταν σκορπισμένο σε πενήντα διαφορετικά «σημεία», προσπαθώντας να αποφύγει το ένα που πονούσε όσο τίποτα άλλο. Η κόρη ξάπλωσε στο διπλανό κρεβάτι και μου είπε: «Έλα να κάνουμε κάτι, μαζί». Ακινητοποιημένη όπως ήμουν, δεν είχα καν τη δύναμη να προβάλω αντίσταση. Οπότε συναίνεσα. Και άρχισα να κάνω ό,τι μου έλεγε.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να φανταστώ ότι η αντίστροφη μέτρηση, από το 10 έως το 1 μπορεί να κρατήσει μισή ώρα.
Διαλογισμός από το 10 έως το 1
Ο διαλογισμός για μένα ξεκίνησε από το task που διάβασες από πάνω (το να μετρήσω αντίστροφα από το 10 έως το 1). Το λες και ό,τι απλούστερο υπάρχει. Είναι, όταν δεν έχεις τρικυμία εν κρανίω.
Μου εξήγησε πως αυτό που έχω να κάνω είναι να βλέπω μπροστά μου κάθε αριθμό με τη σειρά –αρχής γενομένης από το 10– σε πρώτο «πλάνο» και να το παρακολουθώ να οπισθοχωρεί έως ότου εξαφανιστεί, πριν εμφανιστεί μπροστά μου το επόμενο νούμερο. Κι ενώ τα κάνω όλα αυτά, να δίνω σημασία και στην αναπνοή μου. Χωρίς να κάνω διάλειμμα, έως ότου φτάσω στο 0.
Μπορείς να καταλάβεις πόσες φορές έγιναν παρεμβολές των πιο άσχετων και σχετικών σκέψεων σε αυτήν την αντίστροφη μέτρηση – και, ως εκ τούτου, πόσες φορές το «πήρα» από την αρχή. Δεν παραιτήθηκα, χάριν του ψυχαναγκασμού που είχα «αναπτύξει» –ασυναίσθητα– για να έχω έναν λόγο να ζω.
ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΗ ΧΑΡΑ ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ ΚΑΙ, ΟΤΑΝ ΕΙΧΑ, ΤΗ ΦΟΒΟΜΟΥΝ.
Ενώ το μυαλό μου ήθελε να παρατήσω κάθε προσπάθεια για να ζήσω, το σώμα μου με «υποχρέωνε» να κάνω μια σειρά από πράγματα (π.χ. να ακολουθήσω αλληλουχία ίδιων κινήσεων όπως ντυνόμουν, ή να «περάσω» 10 φορές με την πετσέτα κάθε πιάτο που είχα πλύνει) που μου πρόσφεραν αγαλλίαση. Πρόσκαιρη μεν, αλλά αγαλλίαση.
Όταν, λοιπόν, έφτασα από το 10 στο 1, η φίλη μου με «πήρε» μαζί της στην εξοχή και μου ζήτησε να «πάω» όπου αισθανόμουν χαρούμενη. I have got news for you: Έως τότε δεν είχα μάθει να εκτιμώ πράγματα και καταστάσεις που είχα ζήσει. Η by default λειτουργία μου ήταν η δυστυχία, δεν είχα ιδιαίτερη επαφή με τη χαρά τις πρώτες δεκαετίες της ζωής μου και, όταν είχα, τη φοβόμουν.
Ένα ταξίδι προς την ηρεμία
Η φίλη μου κατάλαβε πως κάτι δεν πάει καλά και μου πρότεινε ιδέες. Αν ήθελα δηλαδή, να «πάω» στη θάλασσα ή σε κάποιο βουνό, ή αν προτιμούσα ένα δάσος. Διάλεξα το δάσος.
Έκλεισα τα μάτια και με «είδα» μέσα σε κάποιο δάσος με πολλά δέντρα, στα φύλλα των οποίων αντανακλούσε ο ήλιος. Θυμάμαι να «είδα» και πουλιά να «τραγουδούν». Όπως «περπατούσα» στο δάσος δεν «είδα» άγρια ζώα – δεν ένιωσα, δηλαδή, να απειλούμαι.
Κάποια στιγμή, «έφτασα» σε ένα ποτάμι και πήγα προς την όχθη για να βουτήξω τα χέρια μου στο νερό. Όταν το έκανα και αυτό, η φίλη μου μού ζήτησε να «ξαπλώσω». Το έκανα κι αυτό, και τότε άρχισε να μου ζητάει να φανταστώ πως μια σφαίρα συγκεκριμένου χρώματος «έλουζε» με φως το κεφάλι μου. Συνέχισε με σφαίρα άλλου χρώματος στο πρόσωπο και σιγά σιγά φτάσαμε έως τα πόδια.
Δεν θυμάμαι πώς τελείωσε αυτό το «ταξίδι». Θυμάμαι ότι μετά αισθανόμουν πως ήμουν πιο ήρεμη από ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. Σε πλήρη ειρήνη με τον εαυτό μου, το μυαλό μου, το σώμα μου και το περιβάλλον. Προφανώς δεν διήρκεσε για πολύ (είπαμε, η «πλημμύρα» ήταν μεγάλη – και ακόμα μεγαλύτερος ο πόνος). Παρ’ όλα αυτά, η φίλη μου δέχτηκε να με καθοδηγεί σε ανάλογα «ταξίδια» κάθε μέρα, για όσο καιρό το χρειαζόμουν. Ο διαλογισμός είχε μπει στη ζωή μου.
Δεν είναι υπερβολή να πω ότι χρωστώ σ' αυτή τη φίλη μου πολλά. Όπως χρωστώ και στην ψυχολόγο στην οποία απευθύνθηκα, μόλις ολοκλήρωσα την επιστροφή μου στην πραγματικότητα.