ΤΙ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΣΕ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ Η ΠΑΙΓΝΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
Το παιχνίδι είναι ο μόνος τρόπος για να πει ένα παιδί τι έχει, τι του συμβαίνει, πώς βιώνει μια κατάσταση, χωρίς να χρειάζεται να μιλήσει. Και η παιγνιοθεραπεία υπάρχει για να το ακούσει.
Όταν το παιδί σου δεν νιώθει καλά, συνήθως δεν θα σου πει «έλα να μιλήσουμε». Θα σου «πει έλα να παίξουμε», με τον ίδιο τρόπο που πολλοί ενήλικες αναζητούν διέξοδο από όσα τους βασανίζουν στον αθλητισμό ή στην Τέχνη. Η παιγνιοθεραπεία, όπως μαρτυρά και το όνομά της, είναι μια μορφή συμβουλευτικής ή ψυχοθεραπείας, που αξιοποιεί το παιχνίδι ως μέσο για να εκφράσει ένα παιδί τα συναισθήματά του. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να εφαρμοστεί και σε ενήλικες, αρκεί να είναι πρόθυμοι να θυμηθούν πόση χαρά μπορεί να φέρει το παιχνίδι στη ζωή τους.
Η παιδαγωγός-play therapist Κατερίνα Ανδρικοπούλου περιγράφει στο OW με ποιον τρόπο μπορεί το παιχνίδι να λειτουργήσει ως θεραπεία, εξηγεί ποιες καταστάσεις αντιμετωπίζει αποτελεσματικά και συμβουλεύει τους γονείς τι να προσέχουν όταν παρατηρούν το δικό τους παιδί να παίζει.
– Διάβαζα πρόσφατα σε άρθρο ενός γνωστού ερευνητή ψυχολογίας ότι ο άνθρωπος είναι καταρχήν φτιαγμένος για να παίζει. Αυτή η φυσική ροπή φαίνεται από τα πρώτα παιδικά χρόνια, πριν το άτομο μπει στη μέγγενη της εκπαίδευσης και αργότερα της δουλειάς. Γιατί σταματάμε μεγαλώνοντας να παίζουμε;
Είναι πάρα πολλά τα βιβλία που έχουν γραφτεί για το παιχνίδι και την σπουδαιότητά του και πολλοί έχουν μιλήσει για την αξία του παιχνιδιού ακόμα και για τους ενήλικες. Δυστυχώς όμως, σταματάμε να παίζουμε πολύ νωρίς, ακόμα και τα μικρά παιδιά τα σταματάμε να παίζουν, γιατί το θεωρούμε χάσιμο χρόνου. Τα μικρά παιδιά στους παιδικούς σταθμούς θα έπρεπε μόνο να παίζουν. Μέσα από το παιχνίδι τα παιδάκια, μαθαίνουν τα πάντα, δοκιμάζουν, δεν χρειάζεται ούτε κατασκευές να κάνουν, ούτε μαθήματα, γιατί δεν είναι έτοιμα να ανταπεξέλθουν. Ακούω γονείς που λένε: «Σιγά τι κάνει; Παίζει». Μα αυτό είναι το πιο σημαντικό: να παίξει όπως θέλει εκείνο για να χορτάσει, να ανακαλύψει τον κόσμο.
Όσο για εμάς, τους μεγάλους, χρειαζόμαστε κι εμείς το παιχνίδι στη ζωή μας για αποφόρτιση. Τυχεροί όσοι βρίσκονται σε ομάδες ποδοσφαίρου, παίζουν μπάσκετ ή βόλει ερασιτεχνικά, γιατί εκτονώνονται, αλληλεπιδρούν, τους φεύγει το άγχος μέσα από τη χαρά του παιχνιδιού. Το παιχνίδι είναι η καλύτερη συνήθεια στην ευτυχία – να γελάς και να παίζεις κάθε μέρα.
– Πώς φτάσαμε από το παιχνίδι στην παιγνιοθεραπεία;
Tο παιχνίδι ήταν πάντοτε μέσο θεραπείας. Ξεκινάει να χρησιμοποιείται επίσημα ως θεραπευτικό εργαλείο όταν η Αυστριακή ψυχαναλύτρια Μέλανι Κλάιν (1882-1960) παρατηρεί πως το παιχνίδι του παιδιού αναπαριστά τις φαντασιώσεις και τα άγχη του, και με την προσέγγισή της φωτίζει τον ασυνείδητο κόσμο του παιδιού.
Η Άννα Φρόιντ, κόρη του Ζίγκμουντ Φρόιντ και εισηγήτρια της παιδοψυχανάλυσης, θεωρούσε το παιχνίδι ως προσαρμογή του παιδιού στη πραγματικότητα. Άλλοι σπουδαίοι πρωτοπόροι ψυχαναλυτές, όπως ο Ρότζερς, μίλησαν για το παιχνίδι ως θεραπευτικό εργαλείο. Το παιχνίδι είναι πραγματικά ο μόνος τρόπος για να μας πει ένα παιδί τι έχει, τι του συμβαίνει, πώς καταλαβαίνει το ίδιο μια κατάσταση και πώς τη βιώνει, χωρίς να πρέπει να εξηγήσει τίποτα λεκτικά.
– Σε ποιες περιπτώσεις αποδεικνύεται σωτήρια η παιγνιοθεραπεία; Ποιες καταστάσεις έρχεται να αντιμετωπίσει;
Η παιγνιοθεραπεία βοηθάει ιδιαίτερα παιδιά από 4 έως 12 ετών. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε μεγαλύτερες ηλικίες, σε εφήβους με μεγάλη επιτυχία και σε ενήλικες. Βοηθάει ακόμα:
- Παιδιά που έχουν δεχτεί κάποια μορφή κακοποίησης, συναισθηματική, σωματική, σεξουαλική.
- Παιδιά διαγνωσμένα με ΔΕΠ-Υ (βοηθάει στην συγκέντρωση και στην οριοθέτηση).
- Παιδιά με έντονα ξεσπάσματα θυμού, καθώς τα καθοδηγεί στο να αυτορρυθμίζονται και να διαχειρίζονται καλύτερα τον θυμό τους. Παράλληλα, φωτίζεται η αιτία που προκαλεί αυτές τις έντονες αντιδράσεις και το παιδί μαθαίνει να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του καλύτερα.
- Παιδιά με θέματα συναισθηματικού δεσμού, κυρίως με δυσκολίες στη σχέση με γονείς και φροντιστές.
Με την παιγνιοθεραπεία μπορούν ακόμα να αντιμετωπιστούν:
- Προβλήματα συμπεριφοράς στο σχολείο ή στην καθημερινότητα που δυσχεραίνουν την ζωή της οικογένειας και τη ζωή του παιδιού στο σχολείο.
- Η διαχείριση του πένθους κατά την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, όταν το παιδί σημειώνει μεγάλη δυσκολία στην αποδοχή της νέας συνθήκης.
- Ο σχολικός εκφοβισμός.
- Προβλήματα επικοινωνίας στο σχολείο με συμμαθητές ή φίλους.
- Η αναπτυξιακή καθυστέρηση
- Οι εφιάλτες, οι δυσκολίες στον ύπνο, η νυχτερινή ενούρηση.
- Οι φτωχές σχολικές επιδόσεις που δεν οφείλονται σε μαθησιακές δυσκολίες.
- Ένα διαζύγιο ή ο χωρισμός των γονέων, όταν το παιδί δυσκολεύεται με τα νέα δεδομένα.
- Η κοινωνική περιθωριοποίηση και η δυσκολία στη δημιουργία φιλικών σχέσεων.
- Κάποιο ψυχικό τραύμα.
- Η χαμηλή απόδοση, η σχολειοφοβία, η σχολική άρνηση.
Στόχος είναι με την παιγνιοθεραπεία να καλυτερεύσει η καθημερινότητα για το παιδί και την οικογένειά του, και να είναι σε θέση να αυτορυθμίζεται. Η ευκαιρία για παιχνίδι και δημιουργικότητα επιτρέπει στο παιδί και γενικότερα στο άτομο να διερευνήσει τον εαυτό του σε συνειδητό και ασυνείδητο επίπεδο.
– Τι προσόντα χρειάζεται να έχει ένας παιγνιοθεραπευτής;
Να έχει αποκτήσει πτυχίο ανθρωπιστικών σπουδών, να έχει δίπλωμα παιγνιοθεραπείας από επίσημο φορέα (π.χ. ΕΔΠΕ, PTI), να κάνει εποπτείες συστηματικά, να παρακολουθεί διαρκώς σεμινάρια για να εξελίσσεται επαγγελματικά και να διαβάζει συνεχώς, ώστε να μη μένει πίσω. Να βρίσκεται σε δική του ψυχοθεραπεία συστηματικά, ώστε να αναγνωρίζει και να αντιμετωπίζει τραύματα που μπορεί να ξυπνούν από τα περιστατικά που βλέπει.
Χρειάζεται επίσης υπομονή, δύναμη, αντοχή, χιούμορ, διάθεση για παιχνίδι και χαρά, μια διάχυτη διάθεση για ζωή. Ειλικρίνεια, ευελιξία, προσαρμοστικότητα, ενσυναίσθηση και συνέπεια.
– Αποκάλυψέ μου ένα «μυστικό του επαγγέλματος», ένα παιχνίδι-εργαλείο για τη διαχείριση μιας δύσκολης κατάστασης που οι περισσότεροι γονείς δεν γνωρίζουν.
Το σπουδαιότερο εργαλείο της παιγνιοθεραπείας, το οποίο μπορούν να αξιοποιήσουν και οι γονείς, είναι η στάση PACE που βγαίνει από τα αρχικά των λέξεων Playfulness (να έχεις διάθεση για παιχνίδι), Αcceptance (να δείχνεις στο παιδί αποδοχή), Curiosity (να δείχνεις περιέργεια για όσα λέει και κάνει το παιδί σου), Empathy (να έχεις ενσυναίσθηση). Ως «εργαλεία» μέσα στην αίθουσα χρησιμοποιούμε την άμμο, τις γαντόκουκλες, τα μουσικά όργανα, τον πηλό, τις θεραπευτικές ιστορίες, τον δημιουργικό οραματισμό, παιχνίδια ρόλων και μεταμφιέσεων, αλλά και την κίνηση, τη ζωγραφική και δημιουργικά υλικά.
Αναφορικά με την αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων, ωστόσο, η συμβουλή μου είναι οι εξής: Όταν προκύπτει μια τέτοια κατάσταση, π.χ. ένα παιδί που επιμένει έντονα σε κάτι που έχεις αρνηθεί, τότε το πιο έξυπνο πράγμα που μπορείς να κάνεις είναι να απομακρυνθείς εσύ, ο ενήλικας. Όταν βλέπεις πως η κατάσταση πάει να ξεφύγει, φεύγεις εσύ από το δωμάτιο, δεν φεύγει το παιδί. Βγαίνεις στο μπαλκόνι, παίρνεις ανάσες, λες εκεί όλα τα αυτά που σου έρχονται στο μυαλό να πεις πάνω στα νεύρα σου αλλά θα μετανιώσεις μετά, και επιστρέφεις στον χώρο μόνο αφού έχεις ηρεμήσει.
Στη συνέχεια, επικοινωνείς με το παιδί σύντομα, στοχευμένα και ξεκάθαρα, π.χ. «Καταλαβαίνω πως θέλεις να κάνεις το τάδε, αλλά αυτό δεν γίνεται». Δίνεις τότε μια εναλλακτική. Θέτεις όρια και έχεις συνέπεια.
Μην ξεχνάς, όταν το παιδί βρίσκεται σε ένταση ή κρίση δεν ακούει τι του λες. Δεν ωφελεί να κάνεις συζήτηση ή να εξηγήσεις την άσχημη συμπεριφορά την ώρα που συμβαίνει.
Κάνε στο παιδί έπειτα από κάθε διαμάχη μια αγκαλιά, πες του πως το αγαπάς, βρείτε μαζί πώς θα λύσετε το πρόβλημα καλύτερα την επόμενη φορά. Τόνιζε τα θετικά του κάθε μέρα και όχι τα αρνητικά του. Και αν υπάρχουν μέρες που δεν τα θυμάσαι ή δυσκολεύεσαι γιατί έχεις θυμώσει, γράψε κάπου όλα τα θετικά του και κοίταζέ τα για να τα θυμάσαι. Επιπλέον, ρώτα το πού χρειάζεσαι και εσύ βελτίωση.
Και κάτι ακόμα: προσπάθησε να παίζεις έστω για 10 λεπτά την ημέρα κάτι που αρέσει σε σένα και στο παιδί σου. Αυτό θα χτίσει τον πύργο της σχέσης σας και δεν θα μπορέσει ποτέ κανείς να τον ρίξει ή να τον αμφισβητήσει.
– Παρακολουθείς ένα παιδί να παίζει. Πότε καταλαβαίνεις ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά;
Μπορείς να δεις πολλά όταν παρακολουθείς ένα παιδί να παίζει. Παρατηρείς το σώμα του, τα χέρια του, αρχικά αν παίζει ή δεν παίζει, αν έχει βλεμματική επαφή, αν ανταποκρίνεται ή όχι σ’ αυτά που του λες, αν χτυπάει τα παιχνίδια, αν τα σπάει, αν θέλει να καταστρέψει, αν δεν πιάνει τίποτα, αν βγάζει ήχους, αν μιμείται ανθρώπους ή ζώα, αν αναπαριστά καθημερινές καταστάσεις. Αν ζωγραφίζει και πώς, αν χρησιμοποιεί άλλα υλικά. Αν δημιουργεί χαμό, αν βγάζει επιθετικότητα. Αν έχει όρια, αν διαχειρίζεται τον χρόνο του καλά, αν του είναι εύκολο να τελειώσει κάτι, πώς αποχωρίζεται τον συνοδό του. Γενικά δεν μπορείς να βγάλεις συμπεράσματα από μια μόνο φορά που θα δεις ένα παιδί να παίζει. Σε συνδυασμό, όμως, με το ιστορικό που παίρνεις από τους γονείς μπορείς να αντλήσεις σημαντικές πληροφορίες.
– Κατερίνα, είσαι εκπαιδευτικός, έχεις μεταπτυχιακό στην εκπαιδευτική ψυχολογία, είσαι παιγνιοθεραπεύτρια και μαμά. Αν υπάρχει μία συμβουλή διαπαιδαγώγησης που έχεις να δώσεις στους νέους γονείς σήμερα, ποια θα ήταν; Τι παρατηρείς να γίνεται κατά κόρον που δεν θα έπρεπε και τι λείπει;
Θεωρώ πως δεν ακολουθούμε το ένστικτό μας και γεμίζουμε με ενοχές και οδηγίες από εκατοντάδες καλοθελητές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Επίσης, αμφισβητούμε και μειώνουμε το επάγγελμα του δασκάλου, νομίζοντας ότι ξέρουμε τις δουλειές των άλλων, καλύτερα από τη δική μας. Τα παιδιά έχουν ανάγκη από γονείς που τα αφήνουν να εξερευνήσουν τον έξω κόσμο, τα καλοδέχονται όταν επιστρέφουν και δεν φοβούνται να επιβληθούν όταν χρειάζεται. Που δεν δίνουν κινητά για να ηρεμήσουν τα πλήθη. Γονείς που δεν φοβούνται να πουν όχι. Που δεν αγοράζουν 100 παιχνίδια γιατί νιώθουν ανεπαρκείς. Γονείς που δεν φοβούνται να θέσουν μια συνέπεια. Γονείς συμμάχους των εκπαιδευτικών, όχι αντίπαλους.
Πρέπει να είμαστε πάντα οι σοφοί, οι δυνατοί, οι ευγενικοί. Είμαστε φίλοι με τα παιδιά μας, αλλά όχι φιλαράκια. Νιώθω πως οι γονείς σήμερα για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο έστω και για λίγο δεν επιβάλλονται καθόλου στα παιδιά τους, με αποτέλεσμα αυτά να γίνονται δυνάστες. Κατά βάθος, αυτό προκαλεί μεγάλη ανασφάλεια στο παιδί, καθώς έχει ανάγκη από όρια και ρουτίνες.
Νομίζω ότι όταν έχεις μια ισορροπημένη σχέση με το παιδί σου, όταν θέλεις να γυρίσεις από τη δουλειά για να το δεις γιατί σου έλειψε, όταν θες να το αγκαλιάσεις, να παίξεις μαζί του για 10 λεπτά, να πείτε κάποιο αστείο να γελάσετε, όταν το ακούς κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, όταν του μιλάς για τα πάντα, όταν δεν το νιώθεις σαν βάρος, το παιδί το αισθάνεται και πράττει ανάλογα και στον έξω κόσμο. Δεν έχει ανάγκη την άσχημη συμπεριφορά για να σου πει «κοίταξέ με, εδώ είμαι». Τα παιδιά μας είναι οι καθρέφτες μας. Θέλει κι εμείς να δουλεύουμε τις αδυναμίες μας για να σπάμε τα παιδικά μας τραύματα ή αυτά που έχουμε μάθει ως σωστά. Το θετικό της υπόθεσης είναι ότι μπορούμε ανά πάσα στιγμή να φτιάξουμε τις σχέσεις με τα παιδιά μας, και τα παιδιά μας το έχουν ανάγκη αυτό όσο κι εμείς.