ΠΩΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Ο ψυχίατρος Νίκος Σιδέρης εξηγεί πώς μπορούμε να μάθουμε στα παιδιά κάτι με το παράδειγμά μας. Εν προκειμένω, πώς να ζητάνε κάτι λαμβάνοντας υπόψη και τον άλλο.
Δεν ξέρω αν οι γονείς θα συμφωνήσουν μαζί μου, αλλά νομίζω ότι οι περισσότεροι έχουμε ένα κοινό ελάττωμα: είμαστε ανυπόμονοι. Θέλουμε τα παιδιά μας να κάνουν όσα τους μαθαίνουμε, αλλά και όσα αναπτυξιακά και κοινωνικά άλματα επιτάσσει η ζωή στις κοινωνίες μας, άμεσα, εδώ και τώρα.
Πόσες φορές έχουμε ακούσει ότι ο μόνος τρόπος για να μάθει ένα παιδί είναι μέσα από το παράδειγμά μας; Και πόσες φορές δεν έχουμε αδιαφορήσει για τη συμβουλή αυτή στην πράξη, νουθετώντας ξανά και ξανά και επιβάλλοντας λεκτικά τον δήθεν σωστό τρόπο για να γίνει κάτι;
Ο ψυχίατρος, ψυχαναλυτής και οικογενειακός θεραπευτής Νίκος Σιδέρης, στο βιβλίο του Πώς το παιδί μαθαίνει να ζητά λαμβάνοντας υπόψη και τον άλλον, εξηγεί τη μεγάλη σημασία του παραδείγματος για να μην μείνει καμία απορία.
Το παράδειγμα παίζει ρόλο ακόμη και πριν τη γέννηση
Το παράδειγμα είναι κάτι που μπορεί να παρέχεται στο παιδί ακόμη και πριν γεννηθεί και οπωσδήποτε από την πρώτη στιγμή της έλευσής του στον κόσμο, της οπτικής και ακουστικής επαφής με τους γονείς του. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά το αίτημα του «παρακαλώ», το να έχουν μάθει πρώτα οι γονείς να ζητάνε κάτι από τους άλλους χρησιμοποιώντας τη φόρμα «Θέλω αυτό. Μπορείς;» είναι μια πολύτιμη παρακαταθήκη για το παιδί.
Ας δούμε πώς λειτουργεί η επικοινωνία και πώς αυτή η λεκτική φόρμα χρησιμεύει στο να μάθει ένα παιδί διά του παραδείγματος όχι μόνο να ζητάει ευγενικά, αλλά και να κατανοεί ότι ο άλλος δεν είναι υποχρεωμένος να του προσφέρει συνεχώς και αδιακρίτως.
Πώς πραγματοποιείται η επικοινωνία
Η επικοινωνία δεν πραγματώνεται μόνο μέσω των λέξεων, αλλά και στο πεδίο μιας προφανούς πραγματικότητας, εκείνο της εξωλεκτικής επικοινωνίας, την οποία θεωρούμε τόσο αυτονόητη ώστε συχνά παραβλέπουμε. Η στάση και η κίνηση του σώματος, η μιμική και η έκφραση του προσώπου, η απόσταση και ο τόνος της φωνής, όλα αυτά είναι στοιχεία της εξωλεκτικής επικοινωνίας.
Τα μη λεκτικά αυτά στοιχεία παίζουν σημαντικό ρόλο ακόμη και στο πεδίο της γλωσσικής επικοινωνίας, τόσο μεγάλο που σχεδόν καθορίζουν το νόημα μιας φράσης. Ένα παράδειγμα: η Α συζητά με τον Β και του λέει: «Βεβαίως, σε πιστεύω». Ακόμη κι αν το πρόσωπό της παραμένει ανέκφραστο –πράγμα αδύνατο–, είναι ο τόνος της εκφοράς που θα προσδώσει στη λεκτική πρόταση το νόημά της. Η φράση θα μπορούσε όντως να σημαίνει «σε πιστεύω» ή ακόμη και το αντίθετό της, να είναι ειρωνική. Από την εκφορά θα καταλάβει κανείς τη σημασία της.
Αν μάλιστα προστεθούν και εκφραστικές ενέργειες των ματιών, του προσώπου, της κεφαλής, των χεριών, του κορμού, τότε εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι η λεκτική κατασκευή «βεβαίως, σε πιστεύω» δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Το νόημά της ορίζεται από όσα δεν λένε οι λέξεις.
Πώς το παιδί μαθαίνει να ρωτάει «Μπορείς;»
Το παιδί που ακούει τους γονείς του να ζητάνε κάτι με το «Μπορείς;» στην πραγματικότητα εσωτερικεύει τρόπους, στάσεις και συμπεριφορές. Επειδή αυτό το «Μπορείςς» συνοδεύεται από πλήθος εξωλεκτικών πληροφοριών. Δύσκολο να φανταστούμε τον μπαμπά να ζητάει λέγοντας «Μπορείς...;» και το πρόσωπό του να είναι ανέκφραστο, βλοσυρό ή επιθετικό.
Αυτό λοιπόν το λεκτικό αίτημα των γονέων εσωτερικεύεται από το παιδί ασυνείδητα ως στάση και στη συνέχεια «ντύνεται» με τις λέξεις. Με άλλα λόγια, το «Μπορείς;» γίνεται βασικό συστατικό της επικοινωνίας του παιδιού και έχει συνδεθεί με θετικά στοιχεία. Έχει ενσωματωθεί οργανικά στην ψυχή, τον λόγο και τη συμπεριφορά του.
Η επιλογή της λεκτικής φόρμας ασυνείδητα ενεργοποιεί εξωλεκτικές στάσεις, οι οποίες εκπέμπουν μηνύματα διαφορετικά. Αν λοιπόν θέλουμε τα παιδιά μας να κατακτήσουν το έντεχνο αίτημα, να ζητάνε δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη και τον άλλον, πρέπει να λειτουργήσουμε ως αυτός ο «άλλος» με το παράδειγμά μας. Ενσωματώνοντας το «Μπορείς;» στη στάση και τον λόγο μας, όταν ζητάμε κάτι από τον άλλον. Και αυτό βέβαια ισχύει για κάθε συμπεριφορά που θέλουμε να διδάξουμε στα παιδιά, αλλά βιαζόμαστε να τη δούμε υλοποιημένη!