ΠΩΣ Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΜΟΥ ΜΑΤΩΝΕΙ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Διόλου θρήσκα, αν και όχι άθεη, κάθε χρόνο τη Μεγάλη Παρασκευή γίνομαι χάλια. Το παθαίνετε κι εσείς;
Δεν το έχω σκοπό να τα βάψω μαύρα, αλλά καθώς η Μεγάλη Εβδομάδα προχωράει και το θείο δράμα κορυφώνεται, εντείνεται η θλίψη μου. Μια θλίψη απροσδιόριστη, διόλου συνδεδεμένη με τον χριστιανισμό και την ορθοδοξία, αλλά ξαφνικά τόσο ταιριαστή με το τελετουργικό του Επιταφίου και τη συννεφιασμένη –μεταφυσικά– Μεγάλη Παρασκευή.
Γυρίζω πίσω τον χρόνο και εντοπίζω εκείνη την πρώτη μεγαλοπαρασκευιάτικη στενοχώρια. Ήταν ένας παράφορα ανοιξιάτικος Απρίλης και μια νύχτα απρόσμενα ζεστή, όταν βγήκε στολισμένος με βιολέτες, πασχαλιές και ρόδα ο επιτάφιος της Αγίας Ζώνης στα στενά της Κυψέλης, της τότε γειτονιάς μου. (Στην περιφορά, αν ήσουν τυχερή έβλεπες και κανέναν συμμαθητή της αρεσκείας σου υποφωτισμένο από τα κεριά ή, αν ήσουν άτυχη, έκαιγες τα μαλλιά της μπροστινής σου).
Τίποτα συνταρακτικό δεν μοιάζει να συμβαίνει. Οι γονείς μου τραγουδούν το «ω γλυκύ μου έαρ» ακολουθώντας τη μελωδία μιας προπορευόμενης μπάντας κι εγώ βαδίζω στο πλάι τους αργά και πένθιμα, αταίριαστα με την ορμή της ηλικίας μου: Είμαι στον ανθό της εφηβείας και αυτός ο θάνατος που τραγουδιέται μού φέρνει δάκρυα στα μάτια. «Συγκινήθηκες;» με ρώτησε η μητέρα μου.
Το λένε κατάνυξη, θρησκευτικότητα – το λέω θλίψη. Βγαίνει από τα εσώψυχά μου κάθε Μεγάλη Παρασκευή, εκεί που συναντιέται το τέλος με μια νέα αρχή. Όταν θρηνούσα για τον Μάξιμο, τον παιδικό μου φίλο που χάθηκε πρόωρα, και πολλά χρόνια αργότερα για τον θάνατο του πατέρα μου, ένας κόμπος στον λαιμό σχεδόν με έπνιγε στο «Αι γενεαί πάσαι». Αλλά και οι χωρισμοί από τις μεγάλες αγάπες –απώλειες κι αυτοί– είχαν την «τιμητική» τους στον Επιτάφιο. Μια στροφή αρκούσε για να σπάσω: «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;»
Μεγάλωσα τώρα. Δεν σκαρφαλώνω στο ξέφρενο άτι της εφηβείας, δεν σπαράζω πια σε χωρισμούς, μόνο σε αποχωρισμούς. Και δεν υπάρχουν λόγια σαν αυτά που έχει το τροπάρι που μιλάει για ένα αγόρι που χάνεται. Ή μάλλον υπάρχουν και τα έχει γράψει ο Ρίτσος στον δικό του Επιτάφιο: «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω, Άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω».
Κι αν δεν είχα αυτή την υγρασία να θαμπώνει τα μάτια μου, θα σας αράδιαζα κι άλλους στίχους. Είναι άνοιξη, οι βιολέτες μοσχοβολάνε και ο πόνος μας βρίσκει άοπλους απέναντί του. Γιατί μάλλον είναι δύσκολο να δεχτείς ένα τέλος, όταν γύρω σου βλέπεις τη χαρά της ζωής. Μελαγχολήσατε κι εσείς στο μινόρε της Μεγάλης Παρασκευής;