ΕΙΣΑΙ TALKAHOLIC; ΜΑΘΕ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΙ ΤΟ ΝΑ ΜΙΛΑΣ ΛΙΓΟΤΕΡΟ
Ανάμεσα μας υπάρχουν αμέτρητοι talkaholics. Άνδρες και γυναίκες, όχι με την ίδια αναλογία. Ενδεχομένως να είμαστε κι εμείς. Δεν έχουμε κάνει κάτι λάθος. Το θέμα είναι γενετικό. Αλλά «τακτοποιείται» και τα κέρδη είναι θαυμαστά.
Ζούμε σε κοινωνία που όχι μόνο μας ωθεί, αλλά μας ενθαρρύνει να είμαστε υπερομιλητικοί. Δηλαδή, να εκφραζόμαστε συνεχώς για τα πάντα. Έτσι κερδίζουμε likes στο Facebook, followers στο Twitter και στο Instagram. Έτσι επικοινωνούμε στα πάσης φύσεως chats που χρησιμοποιούμε.
Για να αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις, γινόμαστε υπεραναλυτικοί και τελικά overtalkers, όπως έγραψε ο Dan Lyons στο βιβλίο του με τίτλο «STFU: The power of keeping your mouth shut in an endlessly noisy world».
Σε προδημοσίευση στο περιοδικού Time ο αυτοαποκαλούμενος talkaholic γράφει για το πώς διαπίστωσε το «θέμα» του και πώς το έλυσε.
Προσπάθησε να εξηγήσει γιατί είναι δύσκολο να μη μιλάμε, αλλά και πώς μπορούμε να διορθώσουμε αυτή την αδυναμία, εφόσον μας ενοχλεί ή μπαίνει στο δρόμο μας ενώ προσπαθούμε να επιτύχουμε πράγματα.
«Έχουμε κατακλυστεί από το YouTube, τα social media, τις εφαρμογές συνομιλίας και τις υπηρεσίες ροής. Γνωρίζατε ότι υπάρχουν περισσότερα από 2 εκατομμύρια podcasts, τα οποία έχουν ανεβάσει 48 εκατομμύρια επεισόδια; Ή ότι κάθε χρόνο γίνονται περισσότερες από 3.000 εκδηλώσεις TEDx; Ή ότι οι Αμερικανοί συμμετέχουν σε περισσότερες από ένα δισεκατομμύριο συναντήσεις το χρόνο, αλλά πιστεύουν ότι οι μισές είναι εντελώς χάσιμο χρόνου; Ως εκ τούτου, μιλάμε για να μιλάμε».
Όχι γιατί απαραίτητα έχουμε κάτι να πούμε. Ακολουθούμε το «μιλάμε, άρα υπάρχουμε».
Ο κανόνας των δυο Μισισίπι
Την ίδια ώρα, αναφέρει ο Lyons, «πολλοί από τους πιο ισχυρούς και επιτυχημένους ανθρώπους κάνουν το ακριβώς αντίθετο: αντί να αναζητήσουν την προσοχή, συγκρατούνται. Όταν μιλούν, προσέχουν τι λένε».
Ανέφερε το παράδειγμα «της αείμνηστης δικηγόρου και δικαστή Ruth Bader Ginsburg, η οποία διάλεγε τα λόγια της τόσο προσεκτικά και έκανε τόσο οδυνηρές μεγάλες παύσεις, που οι γραμματείς της ανέπτυξαν τη συνήθεια που ονόμασαν “Κανόνας των δύο Μισισίπι”: όταν τελείωναν αυτό που έλεγαν, μετρούσαν “Ένα Μισισίπι, δύο Μισισίπι” πριν ξαναμιλήσουν».
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, πρωταθλητές του overtalking είναι οι άνδρες. «Είμαστε μπουλντόζες. Κάνουμε “κατάληψη” του χώρου, εξηγούμε, διακόπτουμε, ξεχυνόμαστε σε μονολόγους. Ως παγιωμένος overtalker έχω να πω ότι η συνήθεια αυτή μου έχει στοιχίσει ακριβά. Το θέμα δεν είναι μόνο ότι μιλώ πάρα πολύ. Είναι ότι ουδέποτε κατάφερα να αντισταθώ στο να ξεστομίζω ανάρμοστα πράγματα ή να κρατώ τις απόψεις μου για τον εαυτό μου. Μια φορά, αυτό μου στοίχισε τη δουλειά μου – και εκατομμύρια δολάρια.
»Ακόμη χειρότερα, η έλλειψη ελέγχου της παρόρμησης αυτής, οδήγησε στο χωρισμό από τη γυναίκα μου και σχεδόν μου κόστισε τον γάμο μου. Τότε, ζώντας μόνος σε ένα νοικιασμένο σπίτι, μακριά από τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, έκανα αυτό που τα μέλη των Ανώνυμων Αλκοολικών αποκαλούν “αναζήτηση και ατρόμητη ηθική απογραφή” του εαυτού μου. Αναγνώρισα ότι με μεγάλους και μικρούς τρόπους η υπεροψία μου παρενέβαινε στη ζωή μου. Αυτό με οδήγησε στην αναζήτηση απαντήσεων, σε δυο ερωτήσεις: α) γιατί μερικοί άνθρωποι μιλάνε ψυχαναγκαστικά; και β) πώς μπορούμε να το διορθώσουμε;»
Τι σημαίνει να είσαι talkaholic
Στα αρχικά στάδια αυτής της προσπάθειας, ο Lyons ανακάλυψe πως υπήρχε μια λέξη που μπορούσε να περιγράψει το πρόβλημα του: talkaholism, σαν να λέμε εθισμός στην ομιλία. Όπως εξηγεί, ο όρος επινοήθηκε από ένα ζευγάρι ερευνητών επικοινωνιακών μελετών, που ήθελε να περιγράψει μια μορφή ακραίας υπέρβασης. Δημιούργησαν ένα ερωτηματολόγιο αυτοβαθμολόγησης, ώστε να εντοπίσουν άτομα που πάσχουν από την πάθηση.
Ο ίδιος γράφει: «Έκανα το τεστ και πήρα 50 βαθμούς. Δηλαδή, την υψηλότερη δυνατή βαθμολογία που υπήρχε στην κλίμακα talkaholic».
Οι άνθρωποι που δημιούργησαν το τεστ το 1993, η Virginia P. Richmond, καθηγήτρια επικοινωνίας, και ο James C. McCroskey, αείμνηστος καθηγητής επικοινωνιακών σπουδών, είχαν επισημάνει ότι μια τέτοια επίδοση συνιστά λόγο ανησυχίας.
Περιέγραψαν το talkaholism ως εθισμό και πρόσθεσαν ότι μολονότι ένας talkaholic είναι ευλογημένος με τη χρήση των λέξεων, στον βαθμό που μπορεί να εξελιχθεί στην καριέρα του, η αδυναμία του να βάλει «χαλινάρι» μπορεί να οδηγήσει σε προσωπικές και επαγγελματικές δυσκολίες.
«Τα είχα ζήσει όλα αυτά», λέει ο Lyons. «Οι talkaholics δεν μπορούν να ξυπνήσουν μια μέρα, να πουν “θα μιλώ λιγότερο” και να το κάνουν. Μιλούν ψυχαναγκαστικά. Δεν μιλούν απλά λίγο περισσότερο από όλους τους άλλους. Μιλούν πολύ περισσότερο. Και το κάνουν όλη την ώρα, σε κάθε περιβάλλον, όποιο κι αν είναι το θέμα. Ακόμα και όταν ξέρουν πως οι άλλοι πιστεύουν πως μιλούν πολύ. Το χειρότερο όλων είναι ότι ένας talkaholic συνεχίζει να μιλά ακόμα και όταν ξέρει πως αυτό που πρόκειται να πει μπορεί να του κάνει κακό. Απλά δεν μπορεί να σταματήσει».
ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΜΕ ΔΕΚΑΔΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ, Ο LYONS ΕΜΑΘΕ ΟΤΙ Η ΣΙΩΠΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΒΟΗΘΗΣΕΙ ΝΑ ΑΝΑΠΤΥΞΟΥΜΕ ΝΕΑ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΑ ΚΥΤΤΑΡΑ.
Talkaholic γεννιέσαι, δεν γίνεσαι
Η προσπάθεια του να βρει απαντήσεις και τη λύση στο πρόβλημα του τον οδήγησε στον Michael Beatty, καθηγητή επικοινωνίας και σύμβουλο marketing. Του είπε πως ο εθισμός του «είναι θέμα βιολογίας. Εξαρτάται από τη φύση, όχι τον τρόπο που μεγαλώνουμε. Αρχίζει να αναπτύσσεται προγεννητικά».
Ο Beatty είχε πρωτοστατήσει προ 20ετίας στον τομέα που λέγεται communibiology, από τις λέξεις communication και biology, και μελετά την επικοινωνία ως βιολογικό φαινόμενο. Αντί να διδάσκει μαθήματα δημοσιογραφίας και δημόσιας ομιλίας (ό,τι γίνεται συνήθως στα τμήματα επικοινωνίας των πανεπιστημίων), συνεργάστηκε με νευροεπιστήμονες. Έκανε στους συμμετέχοντες ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα, ώστε να μετρούν τα εγκεφαλικά τους κύματα και να μπορούν να βλέπουν στη λειτουργική απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού τον εγκέφαλό τους να φωτίζεται ενώ κοιτούσαν φωτογραφίες. ή άκουγαν ηχογραφήσεις.
Αν και πολλοί αμφισβήτησαν τη μέθοδο του, ο Beatty επέμενε –και τελικά δικαιώθηκε από τα αποτελέσματα– πως «ο τρόπος που επικοινωνούμε σχετίζεται με τον εγκέφαλο». Δεν ήταν όμως γνωστό το πώς. Αυτό έγινε το επόμενο task του.
Το 2010, μαζί με τους συνεργάτες του ανακάλυψε ότι η ομιλία συνδέεται με ανισορροπίες των εγκεφαλικών κυμάτων. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την ισορροπία μεταξύ της δραστηριότητας των νευρώνων στον αριστερό και τον δεξιό λοβό, στην πρόσθια περιοχή του προμετωπιαίου φλοιού.
Στην ιδανική περίπτωση, ο αριστερός και ο δεξιός λοβός πρέπει να έχουν περίπου την ίδια νευρωνική δραστηριότητα, όταν ένα άτομο είναι σε ηρεμία. Όταν υπάρχει ασυμμετρία, εάν π.χ. η αριστερή πλευρά είναι πιο ενεργή από τη δεξιά, είναι πιθανό να είμαστε ντροπαλοί. Εάν η δεξιά πλευρά είναι πιο ενεργή, είναι πιθανό να είμαστε ομιλητικοί.
Όσο μεγαλύτερη είναι η ανισορροπία, τόσο «απλώνεται» η ομιλητικότητα. Ο δεξιός λοβός ενός talkaholic ενεργοποιείται, ενώ ο αριστερή πλευρά ίσα που δείχνει σημάδια δραστηριότητας.
Όταν σταματάς να μιλάς, αρχίζεις να ακούς
Ο Lyons αρνήθηκε να υποταχθεί στη φύση του και έπειτα από συνεντεύξεις με δεκάδες επιστήμονες (ιστορικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς), ψυχολόγους και διευθυντές στελεχών έμαθε ότι «η σιωπή μπορεί να μας βοηθήσει να αναπτύξουμε νέα εγκεφαλικά κύτταρα».
Έκανε ένα σχετικό διαδικτυακό μάθημα, στο οποίο διδάχθηκε τεχνικές για να κρατά το στόμα του κλειστό. Για την ακρίβεια, είδε τις τεχνικές που διδάσκονται σε κρατούμενους, ώστε να μη μιλούν εντός του δικαστηρίου όταν κρίνεται η αποφυλάκιση τους υπό όρους.
Το επόμενο βήμα του δημοσιογράφου ήταν να βγει από τον κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ενώ το τρίτο βήμα είναι να κρατά το στόμα του κλειστό, ακόμα και όταν τον έπνιγαν οι σιωπές.
Με τη βοήθεια ρολογιού που του έδειχνε τους καρδιακούς του παλμούς, έπαιρνε βαθιές ανάσες όταν έπρεπε να ρίξει την ενέργειά του και να σημειώνει όσα θα ήθελε να πει, όταν θα ερχόταν η ώρα. 'Η όταν θα δινόταν η ευκαιρία.
Έγραψε σε ένα χαρτί 60 οδηγίες για τις online συζητήσεις του, του τύπου «ήσυχα», «άκου» ή «τελείωνε».
Μέσω όλων αυτών, έμαθε να ακούει. Λίγο αργότερα διαπίστωσε ότι άρχισε να νιώθει καλύτερα, συναισθηματικά και σωματικά. «Πιο ήρεμος, λιγότερο ανήσυχος, ενώ ένιωθα και ότι έχω περισσότερο έλεγχο. Άρα έκανα λιγότερες υπερβάσεις».
Για τους περισσότερους από εμάς, η ομιλία είναι σαν να αναπνέουμε. Δεν το σκέφτεσαι. Απλά το κάνεις. Αλλά όταν αρχίζεις να προσέχεις τον τρόπο που μιλάς, αυτό σε οδηγεί στο να σκέφτεσαι γιατί μιλάς όπως μιλάς.
«Αναγκάζεις τον εαυτό σου να συνειδητοποιήσει κάτι που συνήθως συμβαίνει ασυνείδητα», έγραψε ο Lyons. «Και μετά στρέφεις την προσοχή προς τα μέσα, ώσπου ανακαλύπτεις ποιος είσαι».
Ακόμα πιο υπερήφανος αισθάνθηκε όταν είδε την επίδραση της αλλαγής του στους ανθρώπους γύρω του: «Ο γάμος μου έγινε πιο δυνατός, καθόμαστε με την κόρη μου και συζητάμε για ώρα, απολαμβάνοντας αμφότεροι τη διαδικασία. Μου εξομολογείται περισσότερα και αντί να προσπαθώ να λύσω τα προβλήματα της, απλά την ακούω και τη διαβεβαιώνω πως ξέρω ότι θα βρει την άκρη. Ακούω πια όλους τους ανθρώπους που έχω στη ζωή μου και έχουν μεγάλη σημασία για εμένα. Μιλάω όταν είναι έτοιμοι να με ακούσουν».