Ο ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΤΗΣ ΜΑΚΡΟΒΙΟΤΕΡΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΠΩΣ ΘΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΤΗΣΟΥΜΕ
Πόση ευτυχία φέρνουν τα χρήματα; Τι ρόλο παίζουν οι σχέσεις; Ο επικεφαλής της μακροβιότερης επιστημονικής μελέτης για την ευτυχία μάς δίνει εξαιρετικά μαθήματα ζωής.
Τι φέρνει την ευτυχία; Τι χρειαζόμαστε ώστε να νιώσουμε πως ζούμε μια καλή ζωή; Ο Δρ Robert Waldinger, Κλινικός Καθηγητής Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Harvard και Διευθυντής της Μελέτης Ανάπτυξης Ενηλίκων του ίδιου πανεπιστημίου, αφιέρωσε την καριέρα του στην αναζήτηση των απαντήσεων γι' αυτά τα ερωτήματα.
Σε σεμινάριο που έκανε στη σχολή του, μίλησε για το βιβλίο του The Good Life, στο οποίο έγραψε τα «συμπεράσματα που βγήκαν από τη μακροβιότερη επιστημονική μελέτη για την ευτυχία των ενηλίκων». Πρόκειται για τη Μελέτη Για την Ενήλικη Ζωή και έχει συμπληρώσει τα 85 χρόνια.
Αρχικά, ρώτησε τους Millennials τι πιστεύουν πως συνθέτει μια καλή ζωή, με πρόσφατα τα ευρήματα έρευνας που τους ήθελε να πιστεύουν πως η φήμη (σε ποσοστό 50%), η περιουσία (σε ποσοστό 80%) και τα υψηλά επιτεύγματα στην καριέρα (σε ποσοστό 50%), είναι βασικά στοιχεία. Υπενθύμισε πως πολλές μελέτες που έχουν γίνει σε χώρες της Δύσης, έχουν δείξει ότι το υψηλότερο εισόδημα δεν εγγυάται την ευτυχία, αφού δεν αλλάζει το επίπεδό της σε σημαντικό βαθμό. «Ο λόγος που πολλοί πιστεύουν λανθασμένα πως τα χρήματα έχουν τη δύναμη να αυξήσουν τα επίπεδα της ευτυχίας, είναι επειδή η καλή ζωή ορίζεται για εμάς. Όχι από εμάς», λέει ο Δρ Waldinger.
«Αυτό είναι αποτέλεσμα της ψηφιακής επανάστασης, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, των μη ρεαλιστικών προτύπων και της πανταχού παρούσας διαφήμισης. Οι διαφημίσεις μάς λένε ότι η κατανάλωση πρέπει να μας κάνει χαρούμενους, πως πρέπει να κοιτάζουμε και να ενεργούμε με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Κρίνουμε την καθημερινότητά μας σε σχέση με τις επιμελημένες ζωές των άλλων και οι σημερινοί νέοι, που ασχολούνται με τα ψηφιακά μέσα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη γενιά προ αυτών, είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι σε αυτή τη συνεχή σύγκριση του εαυτού μας. Όπως μου είχε πει κάποτε ένας μέντοράς μου, πάντα συγκρίνουμε τον εσωτερικό μας κόσμο με τον εξωτερικό κόσμο των άλλων ανθρώπων», δήλωσε ο ίδιος.
Τι αποκαλύπτει η μακροβιότερη μελέτη για την ευτυχία
Η μελέτη που «τρέχει» έως σήμερα και είναι η μακροβιότερη στην ιστορία της αναζήτησης της ευτυχίας των ενηλίκων, άρχισε το 1938. Οι μελετητές ακολούθησαν μία ομάδα 19χρονων φοιτητών του Harvard και μια άλλη μια ομάδα ανήλικων παραβατών. Και οι δυο ομάδες συγκροτούνταν αποκλειστικά από λευκούς άνδρες που ζούσαν στη Βοστώνη. Όταν συνδυάστηκαν, προέκυψε μια ομάδα 725 ανδρών (μεταξύ τους κάποια στιγμή υπήρχε και ο JF Kennedy), ενώ στη συνέχεια προστέθηκαν γυναίκες και παιδιά.
Οι ερευνητές μελετούσαν τη σωματική, την ψυχική και τη συναισθηματική υγεία των συμμετεχόντων. Στο υλικό υπήρχαν φωτογραφίες, βίντεο και ηχητικά, μαζί με εξετάσεις αίματος, εγκεφάλου και DNA.
Η μελέτη αυτή έδειξε ότι τα άτομα που παρέμειναν μεγαλώνοντας πιο υγιή και έζησαν περισσότερο, ήταν αυτά που είχαν πιο ισχυρές σχέσεις με τους άλλους.
«Η ζεστασιά αυτών των συνδέσεων είχε άμεσο θετικό αντίκτυπο στην υγεία και την ευημερία τους. Οι καλές σχέσεις σήμαιναν ότι οι συμμετέχοντες είχαν λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρδιακή νόσο, διαβήτη ή αρθρίτιδα», εξηγεί ο Δρ Waldinger.
Εν τω μεταξύ, τα κοινωνικά δίκτυα και η ευρύτερη κοινωνική δραστηριότητα οδήγησαν σε μεταγενέστερη έναρξη και βραδύτερους ρυθμούς γνωστικής έκπτωσης.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι οι παντρεμένοι ζούσαν περισσότερο. Κατά μέσο όρο 5-12 χρόνια οι γυναίκες και 7-17 χρόνια οι άνδρες.
Τα καλύτερα έρχονται στη μέση ηλικία
Ένα από τα ευρήματα που εξέπληξαν τους ερευνητές ήταν πως οι συμμετέχοντες έγιναν πιο ευτυχισμένοι καθώς γερνούσαν.
«ΟΤΑΝ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΣΤΕ ΟΤΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΟΣ, Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΥΗΜΕΡΙΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ».
Από τη μέση ηλικία και μετά, οι συμμετέχοντες έδειχναν περισσότερη προσοχή στις θετικές πληροφορίες παρά στις αρνητικές, θυμούνταν με θετικό πρόσημο το παρελθόν και έγιναν πιο επιλεκτικοί ως προς το πώς περνούσαν τον χρόνο τους και με ποιους. Επίσης, απολάμβαναν όλο και περισσότερο το τώρα.
Η εξήγηση του Δρ Waldinger γι' όλα αυτά ήταν πως «όταν αισθανόμαστε ότι ο χρόνος είναι περιορισμένος, η συναισθηματική ευημερία γίνεται προτεραιότητα».
Υπάρχει εν τούτοις, ένα μειονέκτημα: οι εγκέφαλοι των μεγαλύτερων σε ηλικία ανθρώπων ανταποκρίνονται περισσότερο σε θετικές πληροφορίες και τείνουν να αγνοούν τις αρνητικές, καθιστώντας τους πιο επιρρεπείς σε απάτες.
Τι θα άλλαζες στη ζωή σου;
Την εποχή που οι πρώτοι συμμετέχοντες έφτασαν τα 80 έτη, οι ερευνητές τούς ρώτησαν τι ήθελαν να είχαν κάνει διαφορετικά στη ζωή τους, όπως και για τι ένιωθαν περισσότερο υπερήφανοι.
Οι άνδρες απάντησαν ότι θα ήθελαν να μην είχαν περάσει τόσο πολύ χρόνο στη δουλειά, θα προτιμούσαν να τον περάσουν με ανθρώπους που τους νοιάζονταν.
Οι γυναίκες είπαν πως θα ήθελαν να μην ασχολούνται με το τι σκέφτονται οι άλλοι για εκείνες και να μην ανησυχούν γι' αυτό.
«Τα καλύτερα πράγματα στη ζωή, δεν είναι πράγματα»
Σε ό,τι αφορά τη συνθήκη που τους έκανε πιο περήφανους στη ζωή τους, και τα δυο φύλα ανέφεραν τις σχέσεις τους (με τα παιδιά, με συντρόφους, με φίλους κ.ά.).
«Οι άνθρωποι χρειάζονται αρκετά χρήματα για να είναι οικονομικά ασφαλείς, να συντηρούν τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους. Εκείνοι όμως, που θυσιάζουν τα πάντα για τη δουλειά καταλήγουν να νιώθουν ότι έχουν θυσιάσει πάρα πολλά στη ζωή τους», εξηγεί ο καθηγητής και συνεχίζει: «Μπορεί να είναι δελεαστικό να εστιάσουμε σε χρήματα ή επιτεύγματα, επειδή είναι μετρήσιμα και τείνουμε να δίνουμε προτεραιότητα σε αυτά που μπορούμε να μετρήσουμε. Την ίδια ώρα, οι σχέσεις αλλάζουν συνεχώς και δεν μπορούν να μετρηθούν με τον ίδιο τρόπο. Αυτό δεν τις καθιστά, όμως, λιγότερο σημαντικές».
Σε ό,τι αφορά τη δαπάνη χρημάτων για την ευτυχία, ο Δρ Waldinger συνέστησε να πληρώνουμε για εμπειρίες και όχι για υλικά πράγματα. Η ατάκα που χρησιμοποίησε («Τα καλύτερα πράγματα στη ζωή, δεν είναι πράγματα») κυκλοφορεί πια σε όλες τις χώρες και σε όλες τις γλώσσες.
«Τα υλικά αγαθά επιδέχονται συγκρίσεις. Αλλά οι εμπειρίες είτε ενισχύουν τις προϋπάρχουσες σχέσεις με ανθρώπους είτε μας βοηθούν να γνωρίσουμε νέους ανθρώπους», καταλήγει.
Τι έδειξε η μελέτη για την ευτυχία για τη μοναξιά
Οι ισχυρές κοινωνικές συνδέσεις είναι, λοιπόν, ο μεγαλύτερος προγνωστικός παράγοντας μιας ευτυχισμένης και υγιούς ζωής. Η μακροβιότερη μελέτη ήταν από τις πρώτες που έδειξε πόσο επιζήμια είναι η μοναξιά. Πλέον ξέρουμε πως κάνει μεγαλύτερο κακό από το κάπνισμα ή την εκτεταμένη κατανάλωση αλκοόλ.
Ο Δρ Waldinger ξεκαθάρισε ότι δεν αρκεί να έχουμε απλά μια σχέση. Χρειάζεται να είναι καλή και υποστηρικτική αυτή η σχέση για να είναι ωφέλιμη. Χαρακτηριστικά, οι άνθρωποι σε ευτυχισμένους γάμους ανέφεραν καλύτερη διάθεση, ακόμη και σε ημέρες με σωματικό πόνο. Αντίθετα, οι δυστυχισμένες σχέσεις φάνηκε να ενισχύουν τον συναισθηματικό και σωματικό πόνο.
Επιπροσθέτως, οι ασφαλείς σχέσεις εμπιστοσύνης στα 80 δείχνουν να βοηθούν στη διατήρηση της μνήμης και της γνωστικής λειτουργίας.
Πώς μπορούμε να δομήσουμε τέτοιου είδους σχέσεις;
«Ένας δάσκαλος του Ζεν, ο John Tarrant έχει πει πως «η προσοχή είναι η πιο βασική μορφή αγάπης. Η αμέριστη προσοχή είναι το πολυτιμότερο πράγμα που πρέπει να δώσουμε ο ένας στον άλλον. Είναι επίσης το πιο δύσκολο πράγμα, αυτές τις μέρες, γιατί οι οθόνες είναι τόσο προγραμματισμένες να μας απομακρύνουν μεταξύ μας. Το μονοπάτι της ελάχιστης αντίστασης, φαίνεται να μας οδηγεί προς την αυξανόμενη κοινωνική απομόνωση. Επομένως, πρέπει να δίνουμε βάση στη δομή της ζωής μας, στο σπίτι και στην εργασία, για να αντιμετωπίσουμε αυτή την τάση».
«Η ΑΜΕΡΙΣΤΗ ΠΡΟΣΟΧΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΤΕΡΟ ΠΡΑΓΜΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΩΣΟΥΜΕ Ο ΕΝΑΣ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟΝ».
Φυσικά, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη, όπως το πού βρίσκεται ένα άτομο στην κλίμακα της εσωστρέφειας-εξωστρέφειας. Οι εσωστρεφείς μπορεί να χρειάζονται μόνο λίγες σχέσεις και να αγχώνονται όταν βρίσκονται με πάρα πολύ κόσμο, ενώ οι εξωστρεφείς χρειάζονται έναν ευρύτερο κύκλο.
«Η κουλτούρα μας τείνει να δοξάζει τους εξωστρεφείς, κάτι που είναι ανόητο. Άλλοι πολιτισμοί δοξάζουν μια πιο στοχαστική προσέγγιση της ζωής».
Περίπου το 50% της ευτυχίας προέρχεται από γενετικά βασισμένους, ιδιοσυγκρασιακούς παράγοντες, περίπου το 10% από συνθήκες ζωής και περίπου το 40% από παράγοντες που μπορούν να αλλάξουν». Άρα, πολλά τελικά είναι στο χέρι μας. Και δη οι σχέσεις μας.