ΟΛΟΙ ΕΧΟΥΜΕ ΕΚΤΗ ΑΙΣΘΗΣΗ – ΚΑΙ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ
Η έκτη αίσθηση δεν έχει να κάνει με κάτι υπερφυσικό. Έρχεται μέσα από το ίδιο σου το σώμα, ονομάζεται ενδοδεκτικότητα και είναι σημαντική και για την ψυχική σου υγεία.
Μεγαλώνοντας μαθαίνουμε ότι ο αριθμός των αισθήσεων που έχουμε είναι 5: αφή, ακοή, όραση, γεύση, όσφρηση. Ο αριθμός είχε προσδιοριστεί από τον Αριστοτέλη και διαχρονικά αμφισβητείται από επιστήμονες. Κάποιοι έχουν υπολογίσει πως είναι από 14 έως 21, με την πείνα, τη δίψα, τη φαγούρα και την πίεση να είναι μεταξύ αυτών.
Ανάλυση που δημοσιεύτηκε στο Science Direct αναφέρει πως όλες οι υπόλοιπες αισθήσεις, πέραν των πέντε βασικών, συνιστούν την έκτη αίσθηση. Που όλοι έχουμε. Αλλά λίγοι της δίνουμε σημασία. Λέγεται ενδοδεκτικότητα.
Ενδοδεκτικότητα είναι η ευαισθησία ως προς τα εσωτερικά ερεθίσματα. Είναι η αίσθηση της εσωτερικής κατάστασης του σώματός μας και μας βοηθά να νιώθουμε και να ερμηνεύουμε εσωτερικά σήματα που ρυθμίζουν ζωτικές λειτουργίες, όπως είναι η πείνα, η δίψα, η θερμοκρασία και ο καρδιακός ρυθμός.
Γιατί η ενδοδεκτικότητα έχει σημασία
Μολονότι δεν δίνουμε στην ενδοδεκτικότητα μεγάλη σημασία, είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς διασφαλίζει ότι το κάθε σύστημα του σώματός μας λειτουργεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Μας ειδοποιεί για το πότε το σώμα μας μπορεί να έχει χάσει την ισορροπία του. Είναι αυτή που μας κάνει να πιούμε ένα ποτήρι νερό, γιατί αισθανόμαστε διψασμένοι. Ή να βγάλουμε το πουλόβερ, γιατί ζεσταινόμαστε.
Η ενδοδεκτικότητα είναι σημαντική και για τη ψυχική μας υγεία, καθώς συμβάλλει σε πολλές ψυχολογικές διαδικασίες – όπως η λήψη αποφάσεων, η ικανότητα μας στο socializing και η συναισθηματική ευημερία. Διαταραχές αυτής της αίσθησης αναφέρονται και σε παθήσεις όπως η κατάθλιψη, το άγχος και οι διατροφικές διαταραχές. Επίσης, μπορεί να εξηγήσει γιατί πολλές παθήσεις ψυχικής υγείας έχουν παρόμοια συμπτώματα, π.χ. κόπωση.
Οι διαφορές σε άντρες και γυναίκες
Παρότι είναι αίσθηση πολύ σημαντική για την υγεία μας, δεν είναι ευρέως γνωστό ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ των γυναικών και των αντρών ως προς την ακρίβεια με την οποία αντιλαμβάνονται τα «μηνύματα» που δίνει το σώμα.
Η ανάλυση που δημοσιεύτηκε αφορούσε τη μελέτη 93 ερευνών που εξέτασαν το θέμα, σε σειρά διαφορετικών εργασιών αντρών και γυναικών. Διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες είναι σημαντικά λιγότερο ακριβείς σε δουλειές που εστιάζονται στην καρδιά (και σε κάποιον βαθμό σε αυτές που έχουν επίκεντρο του πνεύμονες), συγκριτικά με τους άνδρες. Οι διαφορές αυτές δεν φαίνεται να μπορούν να εξηγηθούν από άλλους παράγοντες – όπως το πόσο σκληρά προσπάθησαν οι μετέχοντες στη μελέτη, το σωματικό βάρος ή την αρτηριακή πίεση.
Οι μελέτες υποδεικνύουν, επίσης, ότι οι άντρες ενδέχεται να χρησιμοποιούν ενδοδεκτικά σήματα –για παράδειγμα, από την καρδιά τους– περισσότερο από τις γυναίκες, όταν επεξεργάζονται τα συναισθήματά τους.
Όπως εξήγησαν στο Conversation οι Jennifer Murphy (λέκτορας ψυχολογίας στο University of London) και Freya Prentice (υποψήφια διδάκτωρ στο University College London), οι οποίες πήραν μέρος στην ανάλυση, «τα ευρήματά μας ενδέχεται να είναι σημαντικά ως προς την κατανόηση του λόγου που κοινές παθήσεις ψυχικής υγείας –άγχος και κατάθλιψη– είναι πιο διαδεδομένες στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες από την εφηβεία και μετά. Αυτό συμβαίνει επειδή οι δυσκολίες με την ενδοδεκτικότητα μπορούν να επηρεάσουν πολλούς τομείς, συμπεριλαμβανομένης της συναισθηματικής, κοινωνικής και γνωστικής λειτουργίας – γνωστοί παράγοντες κινδύνου για πολλές καταστάσεις ψυχικής υγείας. Η κατανόηση των διαφορών στον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι γυναίκες και οι άνδρες τα “σήματα” του σώματος, μπορεί να είναι σημαντική και για τη θεραπεία ψυχικών ασθενειών».
Κατέληξαν στο ότι ξέρουν πως υπάρχουν διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, εντούτοις δεν ξέρουν ακόμα τι τις προκαλεί. Υπάρχουν θεωρίες («όπως είναι οι διακριτές φυσιολογικές και ορμονικές αλλαγές, ο αριθμός αντρών και γυναικών που διδάσκονται να δίνουν σημασία στα συναισθήματά τους, ή ενδοδεκτικά σήματα, όπως είναι ο πόνος») που θα μελετηθούν «καθώς η καλύτερη κατανόηση μπορεί να είναι σημαντική, για την ανάπτυξη καλύτερων θεραπειών, για πολλά θέματα ψυχικής υγείας».