ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΡΝΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ; 5 ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΖΗΤΟΥΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Η αμφισβήτηση της επιστήμης είναι στα φόρτε της τα τελευταία δύο χρόνια. Ειδικά η πανδημία έβαλε τη λέξη «αρνητές» στην καθημερινότητά μας. Πού οφείλεται αυτή η έξαρση και τι μπορούμε να κάνουμε για να τη διαχειριστούμε;
Αν κάτι χαρακτηρίζει τα τελευταία δύο χρόνια, είναι η αμφισβήτηση. Η αμφισβήτηση των προσωπικών μας επιλογών, των σχέσεών μας, της πολιτικής κατάστασης, της σύγχρονης οικονομίας. Κυρίως, όμως, της επιστήμης. Από τις δηλώσεις του πρώην πλανητάρχη Ντόναλντ Τραμπ περί κλιματικής αλλαγής κι αυτές του Μπόρις Τζόνσον περί ανοσίας της αγέλης μέχρι τους αρνητές εμβολίων ή όσους πιστεύουν ότι η Γη είναι... επίπεδη, η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα καλείται συχνά να υπερασπιστεί την εγκυρότητά της και να διαχειριστεί την αμφισβήτηση που δέχεται.
Την τάση να αρνούμαστε επιστημονικά δεδομένα αναλύουν οι καθηγήτριες ψυχολογίας Barbara Hofer και Gale Sinatra, στο βιβλίο τους «Science Denial, Why It Happens and What to Do About It», εξηγώντας τις 5 ψυχολογικές προκλήσεις που κρύβονται πίσω από αυτήν και προτείνοντας τρόπους διαχείρισής τους.
«Ο καθένας μπορεί να παρασυρθεί και να καταλήξει να αρνείται, να αμφιβάλλει και να αντιστέκεται σε όσα λέει η επιστήμη», γράφουν. «Η επίγνωση αυτών των προκλήσεων είναι το πρώτο βήμα για την αντιμετώπισή τους».
Πρόκληση #1: Οι αρνητές και ο ρόλος της κοινωνικής ταυτότητας
«Όμοιος ομοίω αεί πελάζει», έγραφε ο Πλάτων στο «Συμπόσιον». Που σημαίνει ότι καθένας μας έχει την τάση να δημιουργεί συμμαχίες με άτομα με τα οποία μοιράζεται παρόμοιες πεποιθήσεις και αξίες. Κατ’ επέκταση, καθένας μας μπορεί να έχει την τάση να αμφισβητεί ιδέες που έρχονται σε αντίθεση με εκείνες της «συμμαχίας» του, ανεξάρτητα από την επιστημονική τους βάση. Έτσι, όταν ο κύκλος μας (φίλοι, πολιτικό κόμμα κ.λπ.) ασπάζεται λανθασμένες πληροφορίες, είναι πιο πιθανό να τις δεχτούμε και να τις μεταδώσουμε σε άλλους.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενισχύουν αυτή την εσωστρέφεια, αφού βάσει των σχετικών αλγόριθμων η ροή μας γεμίζει με αναρτήσεις και ειδήσεις που ταιριάζουν περισσότερο στα… γούστα τα δικά μας και του κύκλου μας. Η πρόσβαση σε διαφορετικές απόψεις περιορίζεται.
Η απάντηση
Κάθε άτομο έχει περισσότερες από μία κοινωνικές ταυτότητες. Μπορεί, για παράδειγμα, κάποιος να αμφισβητεί την κλιματική αλλαγή, αλλά ταυτόχρονα να είναι γονιός που ανησυχεί για το μέλλον των παιδιών του. Είναι σημαντικό να ακούμε τις ανησυχίες του άλλου και να προσπαθούμε να βρούμε κοινά σημεία, γιατί τότε είναι πιο πιθανό να τον πείσουμε. Όταν μια κοινωνική ταυτότητα εμποδίζει την αποδοχή της επιστημονικής γνώσης, μπορούμε να καταφύγουμε σε μια άλλη για να χτίσουμε γέφυρες επικοινωνίας.
Πρόκληση #2: Ο τρόπος που σκεφτόμαστε
Ο βραβευμένος με Νόμπελ ψυχολόγος Daniel Kahneman αναφέρει ότι οι άνθρωποι έχουν δύο συστήματα σκέψης. Το «Σύστημα 1» είναι έμφυτο. Αντιπροσωπεύει τον διαισθητικό τρόπο συλλογισμού και σκέψης. Είναι γρήγορο και απαιτεί ελάχιστη προσπάθεια, γι’ αυτό και το χρησιμοποιούμε συχνότερα. Επειδή, όμως, στηρίζεται σε νοητικές παρακάμψεις (νοητικές διαδικασίες που μας επιτρέπουν να λαμβάνουμε αποφάσεις όταν η διεξοδική έρευνα δεν είναι εφικτή), είναι επιρρεπές σε προκαταλήψεις και γνωσιακά λάθη. Από την άλλη, υπάρχει το «Σύστημα 2», που αντιπροσωπεύει τον ενσυνείδητο αναλυτικό τρόπο σκέψης. Είναι πιο αργό, απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια και θεωρείται λιγότερο επιρρεπές σε λάθη.
Όταν μοιραζόμαστε με τους φίλους μας ειδήσεις χωρίς ουσιαστικά να τις διαβάζουμε και να ελέγχουμε την ορθότητά τους, απλώς επειδή κάτι μας έκανε «κλικ» στον τίτλο, τότε χρησιμοποιούμε το πρώτο σύστημα σκέψης.
Η απάντηση
Αντί να μοιραζόμαστε ασυναίσθητα ό,τι μας τραβήξει την προσοχή, καλό είναι να μάθουμε να ελέγχουμε το «Σύστημα 1» και να ενεργοποιούμε το «Σύστημα 2». Ας κάνουμε στον εαυτό μας δυο απλές ερωτήσεις:
- Πώς ξέρω ότι αυτό που διαβάζω είναι αλήθεια;
- Γιατί νομίζω ότι είναι αλήθεια;
Στη συνέχεια, ας ελέγξουμε τις πληροφορίες, τις πηγές. Έχουμε την τάση να δίνουμε έμφαση σε πληροφορίες που στηρίζουν τα πιστεύω μας και ασυνείδητα να αγνοούμε ή να απορρίπτουμε εκείνες που τα αντικρούουν.
Πρόκληση #3: Η επιστημονική αβεβαιότητα
Καθένας από εμάς έχει την άποψή του για το ποιον μπορεί να εμπιστευτεί, τι σημαίνει γνώση και από πού μπορεί αυτή να προέρχεται. Υπάρχουν άνθρωποι που σκέφτονται δυαδικά. Γι’ αυτούς υπάρχει μόνο σωστό και λάθος. Όμως, βασικό γνώρισμα της επιστήμης είναι η αβεβαιότητα, η παροδικότητα, η διαρκής γέννηση ερωτημάτων και απαντήσεων. Μερικοί άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται ότι οι επιστημονικοί ισχυρισμοί ενδέχεται να αλλάξουν, όσο αυξάνονται τα διαθέσιμα στοιχεία. Έτσι, είναι π.χ. δύσπιστοι απέναντι στη αλλαγή στάσης γύρω από την διαχείριση της COVID-19.
Μάλιστα, ακόμα και η λογική του «παρουσιάζω τις διαφορετικές πλευρές ενός ζητήματος» μπορεί να ενισχύσει την πεποίθηση ότι η επιστημονική αβεβαιότητα είναι μεγαλύτερη από ό,τι στην πραγματικότητα.
Η απάντηση
Πολλοί μπορεί να λειτουργούν με λανθασμένες εντυπώσεις για την επιστήμη – ακόμα κι εμείς οι ίδιοι. Ας υιοθετήσουμε, επομένως, μια πιο ανοιχτή στάση απέναντι στα πράγματα. Ας είμαστε πιο δεκτικοί σε νέα στοιχεία και πιο πρόθυμοι να αλλάξουμε γνώμη. Άλλωστε, πόσοι είναι εκείνοι που με σιγουριά μπορούν να βασιστούν σε μια μόνο πηγή γνώσης και εμπειρίας;
ΕΑΝ Η ΣΤΑΣΗ ΜΑΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΕ ΕΝΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΘΕΜΑ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΜΑΣ, ΑΣ ΔΩΣΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ ΧΡΟΝΟ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΝΙΩΣΕΙ.
Πρόκληση #4: Οι υποκειμενικές ερμηνείες
Μπορεί ο τρόπος που ερμηνεύουμε ένα απλό γράφημα να επηρεαστεί από τις πολιτικές μας πεποιθήσεις; Συμμετέχοντες σε έρευνα κλήθηκαν να μελετήσουν και στη συνέχεια να ερμηνεύσουν τα ίδια διαγράμματα, που απεικόνιζαν είτε το κόστος στέγασης είτε την αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα με την πάροδο του χρόνου. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι ερμηνείες διέφεραν ανάλογα με την πολιτική θέση των συμμετεχόντων. Οι συντηρητικοί είχαν περισσότερες πιθανότητες σε σχέση με τους προοδευτικούς να παρερμηνεύσουν το γράφημα με την αύξηση του CO2 από ό,τι το γράφημα με το κόστος στέγασης. Όταν σκεφτόμαστε όχι μόνο εξετάζοντας τα στοιχεία, αλλά με μια ασυνείδητη προκατάληψη ώστε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα που προτιμάμε, τότε η συλλογιστική μας θα είναι λανθασμένη.
Η απάντηση
Τι μπορούμε να κάνουμε; Να εξετάσουμε τα στοιχεία. Να μελετήσουμε τα υπέρ και τα κατά. Να αξιολογήσουμε τις πηγές των πληροφοριών. Να είμαστε ανοιχτοί σε στοιχεία που κλίνουν προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Να δώσουμε στον εαυτό μας χρόνο να σκεφτεί.
Πρόκληση #5: Τα συναισθήματα και οι συμπεριφορές μας
Τα συναισθήματα συνδέονται με τη στάση μας απέναντι στα πράγματα. Για παράδειγμα, οι αντιδράσεις στο άκουσμα ότι ο άνθρωπος επηρεάζει το κλίμα μπορεί να περιλαμβάνουν τον θυμό (αν δεν πιστεύουμε στην ανθρωπογενή υπερθέρμανση του πλανήτη), την απογοήτευση (αν ανησυχούμε για τις αλλαγές που ίσως χρειαστεί να κάνουμε στον τρόπο ζωής μας), το άγχος και την απελπισία (αν αποδεχτούμε ότι συμβαίνει, αλλά πιστεύουμε ότι είναι αργά για δράση). Το πώς αισθανόμαστε για την κλιματική αλλαγή θα επηρεάσει το αν θα είμαστε υπέρ ή κατά των όποιων δεδομένων και πολιτικών.
Η απάντηση
Αναγνωρίζουμε τον ρόλο των συναισθημάτων στη λήψη αποφάσεων σχετικά με την επιστήμη. Εάν αντιδράμε έντονα σε μια νέα θεραπεία, μήπως αυτό σχετίζεται με το ότι ένας δικός μας άνθρωπος βρίσκεται στα αρχικά στάδια της νόσου; Τα συναισθήματα δεν πρέπει (και δεν μπορούν) να τοποθετούνται σε ένα κουτί ξεχωριστό από το πώς σκεφτόμαστε. Αντίθετα, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι αποτελούν τρόπους σκέψης και μάθησης. Εάν η στάση μας απέναντι σε ένα επιστημονικό θέμα βασίζεται στα συναισθήματά μας, ας δώσουμε στον εαυτό μας λίγο χρόνο να σκεφτεί και να νιώσει.
Γιατί είναι προτιμότερο να μιλάμε στους αρνητές
Και, σε περίπτωση που συναντήσουμε κάποιον «αρνητή», τι μπορούμε να κάνουμε; Μήπως είναι προτιμότερο να μην κάνουμε τίποτα; Στα ερωτήματα αυτά απαντά άρθρο στο επιστημονικό περιοδικό Nature Human Behaviour, που εξέτασε την αποτελεσματικότητα διαφορετικών στρατηγικών όσον αφορά τη διαχείριση της επιστημονικής αμφισβήτησης σε συζητήσεις για τον εμβολιασμό και την κλιματική αλλαγή.
Ένα από τα εύρημα που προέκυψαν είναι ότι η απουσία αντίδρασης κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. Οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι η αρνητική επίδραση στο κοινό ήταν μεγαλύτερη, όταν δεν υπήρχε κάποιος να αντικρούσει τους ισχυρισμούς είτε παρουσιάζοντας επιστημονικά γεγονότα είτε εκθέτοντας τα λογικά σφάλματα των «επιχειρημάτων».