ΑΡΝΙΟΜΟΥΝ ΤΗΝ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΟΤΑΝ ΤΗΝ ΕΙΧΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΝΑΓΚΗ
Κανείς δεν κάθισε στην πολυθρόνα του ψυχολόγου, αν δεν το θέλησε πρώτα ο ίδιος. Μήπως, όμως, συχνά αντιστεκόμαστε σε αυτό που έχουμε περισσότερο ανάγκη;
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν πιστεύουν στην ψυχοθεραπεία. Δεν είμαι από αυτούς. Θεωρητικά, θα δοκίμαζα να πάω σε ψυχολόγο μόνο και μόνο για να με κατανοήσω καλύτερα. Να εξηγήσω σκέψεις και συναισθήματά μου που μοιάζουν αδικαιολόγητα. Να μπορέσω να βάζω εύκολα όρια στους άλλους. Να αυξήσω τις στιγμές της εσωτερικής ηρεμίας και να μειώσω εκείνες του στρες.
Είμαι από τους ανθρώπους που θεωρούν την ψυχοθεραπεία (και) μέσο αυτογνωσίας και αυτοβελτίωσης. Για ορισμένους, ένα θύμα της τάσης «όλοι χρειαζόμαστε ψυχολόγο».
Στην πράξη, βέβαια, όσες φορές αποφάσισα να απευθυνθώ σε ειδικό, το έκανα γιατί υπήρχε όντως κάποιο πρόβλημα. Και οφείλω να αναγνωρίσω ότι τη φορά που χρειαζόμουν ψυχολογική στήριξη περισσότερο από ποτέ, την αρνιόμουν πεισματικά.
Ίσως να βλέπατε έναν ψυχολόγο...
Μετά από μια δύσκολη εγκυμοσύνη, μια ακόμη δυσκολότερη λοχεία (με ένα μωρό να κινδυνεύει στη μονάδα εντατικής νοσηλείας) και ένα εξαιρετικά στρεσογόνο πρώτο-διάστημα-με-ένα-υπερευαίσθητο-μωρό-στο-σπίτι, τα ψυχικά αναχώματά μου έπεφταν σαν ντόμινο. Όταν η συνοριακή γραμμή για την απέναντι όχθη μοιάζει με λεπτή κλωστή, αποκλείεται να μην το νιώσεις. Κι εγώ το ένιωθα για μεγάλο διάστημα. Το μωρό μου δεν είχε διαφύγει τον κίνδυνο σημαντικών επιπλοκών. Όσο το τοπίο δεν ξεκαθάριζε, οι σκέψεις μου έκαναν βουτιές στο κενό και επέστρεφαν βαμμένες στα μαύρα.
Μερικοί προσπάθησαν να μου το πουν. «Περνάς επιλόχειο κατάθλιψη, με σοβαρούς λόγους», μου ανέφερε μια μαία. «Ίσως να βλέπατε κάποιον ψυχολόγο για τη δική σας στήριξη», μια παιδο-ειδικός από αυτές που αναγκαζόμασταν να βλέπουμε τότε συχνά. «Βίωσες πένθος», μου έλεγε διακριτικά μια φίλη. Θύμωνα. Καθετί που ένιωθα –ήμουν σίγουρη– θα εξαφανιζόταν, μόλις οι γιατροί με διαβεβαίωναν ότι τα πράγματα είναι εντελώς καλά. Αλλά τα πράγματα δεν ήταν ποτέ εντελώς καλά. Και νομίζω ότι τα πράγματα δεν είναι ποτέ εντελώς καλά. Άλλοτε, μαζί με ένα καλό νέο, έρχεται και ένα κακό. Μια συνέπεια του παλιού τραύματος ή κάτι που ξεπηδάει από τις αναμνήσεις. Από το μαύρο δεν βγαίνεις μια κι έξω.
Όσες φορές αναρωτήθηκα αν όντως χρειαζόμουν ψυχολόγο, από μέσα μου ξεπηδούσε μια ξεκάθαρη απάντηση: Όχι. Εκείνο που χρειάζομαι είναι περισσότερη χαρά. Περισσότερες ώρες με τις φίλες μου. Περισσότερες βόλτες. Περισσότερο «έξω» από ένα σπίτι που με πονούσε. Δεν μπορεί να είχα κατάθλιψη. Αφού ήθελα να κάνω πράγματα. Αφού είχα όρεξη. Όρεξη είχα, ναι. Αλλά για φυγή. Αναμενόμενο ή όχι, μικρή σημασία είχε.
Από το μαύρο στο γκρι
Καθώς τα χρόνια περνούσαν, τα καλά νέα υπερτερούσαν των άσχημων. Απομακρύνθηκα από εκείνη τη λεπτή, συνοριακή γραμμή. Το μαύρο ξεθώριασε. Θέλησα να βρω διέξοδο στη δημιουργικότητα. Nα βοηθήσω άλλους με παρόμοια βιώματα. Έφτιαξα ένα blog. Οι μέρες κυλούσαν φαινομενικά στο γκρι κι άλλοτε στο μπλε, αλλά ποτέ στο πράσινο.
Υπήρχε κάτι που δεν πήγαινε καλά. Η καθημερινότητα. Ήταν δυσλειτουργική. Ανησυχίες μετατρέπονταν σε παράλογους φόβους. Εντάσεις μετατρέπονταν σε βαθιές ρήξεις. Αναμνήσεις μετατρέπονταν σε αναφιλητά. Και το άγχος σε μικρές κρίσεις πανικού και μεγάλους σωματικούς πόνους. Έφτανε το παραμικρό για να ξεχειλίσει όλο αυτό που επιμελώς είχα κρύψει. Το κάθε μικρό πρόβλημα έμοιαζε με πετραδάκι που τρύπωνε στα γρανάζια των μηχανισμών μου και τα σταματούσε. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι χρειάζομαι βοήθεια. Την αναζήτησα μόνη μου, χωρίς να μου το υποδείξει κανείς.
ΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΑΝΑΡΩΤΗΘΗΚΑ ΑΝ ΟΝΤΩΣ ΧΡΕΙΑΖΟΜΟΥΝ ΨΥΧΟΛΟΓΟ, ΚΑΤΙ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΕΛΕΓΕ: «ΟΧΙ. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ ΧΑΡΑ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ».
Αντίσταση στο «καλό»
Πέρασαν έξι ολόκληρα χρόνια από την εποχή που αντιστεκόμουν μέχρι την ώρα που χτύπησα την πόρτα της ψυχοθεραπεύτριας και είπα: «Δεν είμαι καλά. Και νομίζω ότι κανείς γύρω μου δεν είναι, ίσως και εξαιτίας μου». Από τότε, όταν ακούω κάποιον να θυμώνει και να αντιδρά έντονα στην πρόταση να ζητήσει ψυχολογική υποστήριξη, τείνω να πιστέψω ότι πράγματι τη χρειάζεται.
Αν είχα πάει νωρίτερα για ψυχοθεραπεία; Υποθέτω ότι δεν θα είχα ταλαιπωρήσει τόσο το παιδί μου. Πλην, όμως, κανείς δεν κάθισε στο ντιβάνι, αν δεν το θέλησε πρώτα ο ίδιος. Εκείνο που αναρωτιέμαι είναι το εξής. Μήπως έχουμε την τάση να αρνιόμαστε αυτό που χρειαζόμαστε περισσότερο; Μήπως οι ανθρώπινες δυνάμεις μας αγαπούν να μας κρατούν σε μέρη γνώριμα ακόμη κι αν πονάμε; Λέω… μήπως.