ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΗΓΑΖΕΙ Η ΑΡΝΗΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΕΜΒΟΛΙΑ;
Οι ρίζες της άρνησης μερικών ανθρώπων να εμβολιαστούν φαίνεται πως βρίσκονται στα παιδικά τους χρόνια, υποστηρίζουν ερευνητές.
Ποιος ή τι ευθύνεται για τη δυσπιστία, ακόμα και την άρνηση, αρκετών ανθρώπων να κάνουν τα εμβόλια ενάντια στην COVID-19; Ο καθένας έχει την δική του ερμηνεία, μελέτη όμως υποστηρίζει ότι η πραγματική αιτία είναι πιο βαθιά από ό,τι πιστεύουμε.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Duke αναφέρουν ότι η έντονη (έως και ακραία) αντίθεση ορισμένων απέναντι στους εμβολιασμούς και σε πολιτικές, όπως η χρήση μάσκας, μπορεί να έχει τις ρίζες της στην παιδική τους ηλικία και στο περιβάλλον δυσπιστίας μέσα στο οποίο μεγάλωσαν.
Για να ελέγξουν τη θεωρία τους, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από τη Διεπιστημονική Μελέτη Υγείας και Ανάπτυξης Dunedin. Η μελέτη αυτή παρακολουθεί σχεδόν όσους πολίτες γεννήθηκαν μεταξύ 1972 και 1973 σε μια μόνο πόλη της Νέας Ζηλανδίας. Περιλαμβάνει περίπου 1000 άτομα και μεταξύ άλλων μελετά παράγοντες σχετικούς με την υγεία και την κοινωνική και ψυχολογική τους ευεξία.
Η πηγή της άρνησης για τα εμβόλια
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι ερωτηθέντες που τώρα επιδεικνύουν άρνηση απέναντι στα εμβόλια ή είναι διστακτικοί είχαν βιώσει περισσότερες αρνητικές εμπειρίες ως παιδιά, όπως για παράδειγμα περιστατικά κακοποίησης ή παραμέλησης και φτώχεια.
«Έμαθαν από τρυφερή ηλικία να μην εμπιστεύονται τους μεγάλους. Αν κάποιος με εξουσία τους πλησιάσει είναι γιατί κάτι θέλει να πάρει, δεν νοιάζεται για εκείνους. Αυτό που έμαθαν ως παιδιά τους άφησε ένα είδος κληρονομιάς, μια δυσπιστία και είναι τόσο βαθιά ριζωμένη που προκαλεί αυτόματα ακραία συναισθήματα», εξηγεί ο βασικός συγγραφέας της μελέτης και Καθηγητής Ψυχολογίας και Νευροεπιστημών, Terrie Moffitt.
«Η δυσπιστία αυτή δεν κατευθύνεται μόνο προς θεσμούς και ανθρώπους με επιρροή, αλλά και προς την οικογένεια, τους φίλους και τους συναδέλφους», γράφουν οι ερευνητές.
Τα συμπεράσματα των ειδικών
Μάλιστα, μεταξύ 13 και 15 ετών, τα άτομα αυτά ήταν πιο πιθανό να πιστεύουν ότι η κατάσταση της υγεία τους ήταν κάτι που δεν μπορούσαν να ελέγξουν οι ίδιοι. Μέχρι την ηλικία των 18 είχαν περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν αδυναμία διαχείρισης στρεσογόνων καταστάσεων. Η αδυναμία αυτή τους οδηγούσε στην απομόνωση και την επιθετικότητα. Οι έφηβοι αυτοί εξελίχθηκαν σε ενήλικες με άρνηση απέναντι στα εμβόλια και ήταν επίσης πιο πιθανό να βάζουν την προσωπική τους ελευθερία πάνω από τους άλλους και να απαξιώνουν τους κοινωνικούς κανόνες.
Η ομάδα διαπίστωσε ακόμα ότι τα άτομα αυτά είχαν χαμηλότερη βαθμολογία σε τεστ που αξιολογούσαν την ταχύτητα επεξεργασίας (ο χρόνος που χρειαζόμαστε για να εκτελέσουμε μια νοητική εργασία), το επίπεδο αναγνωστικής ικανότητας και τη λεκτική ικανότητα κατά την παιδική ηλικία.
Επιπλέον, πριν από την COVID-19 (όταν οι συμμετέχοντες ήταν 45 ετών), όσοι αντιμετώπιζαν με δυσπιστία τους εμβολιασμούς είχαν λιγότερες γνώσεις σχετικά με καθημερινά θέματα και πρακτικές υγείας.
Τα αποτελέσματα προέρχονται, ωστόσο, από μία συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων. Επίσης, προκύπτουν με βάση όσα δηλώνουν οι ίδιοι σχετικά με τις προθέσεις τους, ξεκαθαρίζει ο Moffitt. Χρειάζεται, επομένως, να μελετηθεί μεγαλύτερη ομάδα πληθυσμού από πολλές χώρες.
Η πορεία μπορεί να αλλάξει
«Η προετοιμασία για την επόμενη πανδημία πρέπει να ξεκινήσει με τα σημερινά παιδιά», λέει ο Avshalom Caspi, μέλος της συγγραφικής ομάδας. «Δεν μπορείς να καταπολεμήσεις τη διστακτικότητα και την απροθυμία με ενήλικες που έχουν μεγαλώσει με τον τρόπο αυτόν».
«Η καλύτερη επένδυση είναι να χτίσουμε την εμπιστοσύνη των παιδιών και να δημιουργήσουμε σταθερά περιβάλλοντα, ώστε να διασφαλίσουμε πως αν ο φροντιστής αποτύχει, η κοινωνία θα μπορέσει να φροντίσει τα παιδιά αυτά», συμπληρώνει η Stacy Wood, ένα ακόμα από τα μέλη της ομάδας.