ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΔΙΔΑΞΕΙ Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΠΙΜΕΛΕΙΑ;
Πολύ πριν θεσμοθετηθεί στην Ελλάδα, η συνεπιμέλεια ίσχυε νομοθετικά σε άλλες χώρες του κόσμου. Η μακροχρόνια εμπειρία τους στην από κοινού άσκηση γονικής μέριμνας ίσως έχει να μας δώσει σημαντικά μαθήματα.
Φανταστείτε ένα διαμέρισμα όπου διαμένουν μόνιμα δυο ανήλικα παιδιά και κάθε εβδομάδα εναλλάσσεται ο κηδεμόνας τους. Τη μια εβδομάδα στο σπίτι εγκαθίσταται η μητέρα και την επόμενη ο πατέρας τους. Τα παιδιά παραμένουν οι βασικοί ένοικοι, που υποδέχονται εναλλάξ τους χωρισμένους γονείς τους.
Πρόκειται για το σενάριο ενός γαλλικού φιλμ που θέλησε να ρίξει μια λοξή ματιά στον γαλλικό νόμο περί συνεπιμέλειας –για την ακρίβεια, στην «εναλλασσόμενη διαμονή των τέκνων»– αντιστρέφοντας τις θέσεις. Οι κινηματογραφιστές, ένα διαζευγμένο ζευγάρι με παιδιά στην πραγματική ζωή, επιχείρησαν μέσα από την ταινία τους να καταδείξουν την περιπλοκότητα του να βρίσκεσαι κάθε εβδομάδα με μια βαλίτσα στο χέρι, μοιρασμένος ανάμεσα σε δυο κατοικίες.
Τελικά, το νομοσχέδιο της συνεπιμέλειας είναι ένα νομοσχέδιο για το καλό των παιδιών, ή καθαρά ένα νομοσχέδιο που υπηρετεί τα συμφέροντα των ενηλίκων; Tι συμβαίνει στις άλλες χώρες και τι μπορεί να μας διδάξει η μακροχρόνια εμπειρία τους στην από κοινή άσκηση γονικής μέριμνας;
Η συνεπιμέλεια στην Ελλάδα
Διατρέχοντας τον χάρτη παρατηρούμε πως όσο μεταβάλλεται το μοντέλο συμβίωσης, τόσο μεταβάλλεται και το μοντέλο χωρισμού. Στο γύρισμα της υδρογείου σφαίρας, προτού περιηγηθούμε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ας ακουμπήσουμε πρώτα τον δείκτη στην Ελλάδα. Στη χώρα μας, ο νόμος τέθηκε σε ισχύ από τα μέσα του περασμένου Σεπτεμβρίου και έχουμε ήδη τις πρώτες αποφάσεις για τον κοινό τρόπο επιμέλειας ανηλίκων.
Να υπενθυμίσουμε πως ανάμεσα στους στόχους του νομοσχεδίου μεταρρύθμισης του Οικογενειακού Δικαίου ήταν η δίκαιη αντιμετώπιση των πατέρων, μέσα στις νέες κοινωνικές πραγματικότητες των ολοένα και περισσότερων ανασυγκροτημένων οικογενειών με παιδιά από διαφορετικό πατέρα και μητέρα.
Οι αντιδράσεις στις αλλαγές του οικογενειακού δικαίου
Η τροποποίηση του οικογενειακού δικαίου –έπειτα από περίπου 38 χρόνια– επανέφερε θεμελιώδη ζητήματα σε σχέση με τη λειτουργική σύσταση μιας οικογένεια. Το νομοσχέδιο εδράζεται στην αρχή της μη διάκρισης μεταξύ των γονέων και εισήγαγε εναλλακτικές μεθόδους επίλυσης των οικογενειακών διαφορών, με τον θεσμό του οικογενειακού διαμεσολαβητή. Παρ’ όλα αυτά, προκάλεσε μεγάλη κοινωνική ένταση, η οποία μεταφέρθηκε και στη Βουλή.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής έσπευσε να υπογραμμίσει σε σχετική έκθεσή της ότι χρήζουν αποσαφήνισης δύο βασικά ζητήματα:
– Ο όρος «εξίσου» στην άσκηση γονικής μέριμνας.
– Ο χρόνος επικοινωνίας του παιδιού με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει, που ορίστηκε στο 1/3 του συνολικού χρόνου, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε εναλλασσόμενη κατοικία.
Κάποια άρθρα καταψηφίστηκαν ακόμα και από βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος, αλλά το νομοσχέδιο τελικά πέρασε.
Είναι εξαιρετικά νωρίς για να γνωρίζουμε αν αυτή η νομική μεταρρύθμιση μπορεί να έχει «παρενέργειες». Ίσως όμως μπορούμε να αποφύγουμε κάποιες, μαθαίνοντας από το παράδειγμα χωρών με πολυετή εμπειρία στη συνεπιμέλεια και στην εφαρμογή του μέτρου της εναλλασσόμενης κατοικίας. Τα διεθνή διδάγματα μπορεί να μας βοηθήσουν να καταλήξουμε στον καλύτερο δυνατό τρόπο διαχείρισης της ύπαρξης παιδιού μέσα σε μια διασπασμένη οικογένεια.
Το παράδειγμα της συνεπιμέλειας στη Γαλλία
Στη Γαλλία, ένα στα δέκα παιδιά χωρισμένων γονιών ζει ανάμεσα σε δυο κατοικίες. Αυτό προκύπτει από τα τελευταία στοιχεία της έρευνας του INSEE (Εθνικού Ινστιτούτου Στατιστικής και Οικονομικών Σπουδών), που δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2021. Τα υπόλοιπα παιδιά έχουν μια σταθερή κατοικία, δηλαδή η βάση τους βρίσκεται στο σπίτι του ενός γονιού, συνήθως της μητέρας.
Αυτή η πρακτική εφαρμόζεται στη Γαλλία από τον Μάρτιο του 2002. Μια δεκαετία μετά, η Ζακλίν Φελίπ, ιδρύτρια του Σωματείου «Το παιδί Πρώτα», υπέγραψε τη «Μαύρη Βίβλο της Συνεπιμέλειας», με τη βοήθεια του παιδοψυχίατρου και ψυχαναλυτή Μορίς Μπερζέ. Σύμφωνα με αυτή, ο νόμος του 2002 δεν υπηρετεί το συμφέρον του παιδιού, αλλά τα συμφέροντα των γονέων που αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους ως περιουσιακά στοιχεία, τα οποία πρέπει να διαμοιραστούν ισότιμα.
Έτσι, τα παιδιά αναγκάζονται να διεξάγουν μια διπλή ζωή, δίχως σταθερές συναισθηματικές και γεωγραφικές αναφορές-συντεταγμένες, με όλες τις συνέπειες που μπορεί να ενέχει αυτό για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους. Συνεπώς, πρόκειται για «ένα νομοσχέδιο για τους ενήλικες» και όχι για το καλό των παιδιών, καταλήγει η Ζακλίν Φελίπ. Όπως αναφέρει, υπάρχουν περιπτώσεις μητέρων που αναγκάζονταν να διακόψουν τον θηλασμό γιατί ήταν οι «ημέρες του μπαμπά».
Ο ρόλος του πατέρα
Το βιβλίο, το οποίο προτάσσει τις ανάγκες του παιδιού, βασίστηκε σε μαρτυρίες γονιών, εκτιμήσεις παιδοψυχίατρων και ψυχαναλυτών και αναλύσεις νομικών. Στόχος, η πολιτική αφύπνιση και τροποποίηση του άρθρου του νόμου.
Παράλληλα, οι ειδικοί ψυχικής υγείας στη Γαλλία αναγνωρίζουν ομόφωνα πως ο ρόλος του πατέρα –εκείνου που επιτελεί την πατρική λειτουργία– είναι θεμελιώδης, εφόσον εκείνος διαμεσολαβεί στη δυαδική σχέση μητέρας-βρέφους και επιφέρει τον –απαραίτητο για την ψυχική υγεία του παιδιού– αποχωρισμό.
Συνεπώς, κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ανάγκη του παιδιού για την πατρική παρουσία και φροντίδα. Ούτε την ανάγκη του παιδιού για κανόνες, δηλαδή την επιβολή κάποιων απαγορεύσεων κατά την πορεία της ανάπτυξής του. Βάσει της ψυχαναλυτικής θεωρίας, μέσα από τις απαγορεύσεις το παιδί εγγράφεται στην κοινωνική ζωή, αφού βρει τη θέση του μέσα στο ασυνείδητο των γονέων. Βασική προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η ύπαρξη ψυχικά υγιών κηδεμόνων και ενός οργανωμένου κοινωνικού συστήματος.
Συμπερασματικά, από το γαλλικό παράδειγμα μπορούμε να κρατήσουμε τις παρενέργειες της «εναλλασσόμενης κατοικίας», τη σημασία ύπαρξης σταθερού χώρου κατοικίας και σταθερότητας του βασικού προσώπου φροντίδας, για να μην «διαμοιράζεται» το παιδί σαν περιουσιακό στοιχείο.
Οι «μητέρες της αυταπάρνησης»
Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη πως οι Γαλλίδες μητέρες έχουν κάνει σημαντικά βήματα προόδου στο να ξεπεράσουν την ταύτισή τους με τις «μητέρες της αυταπάρνησης». Αυτό είναι ένα πρότυπο επιβεβλημένο από την πατριαρχική κουλτούρα, ακόμα δημοφιλές στις μεσογειακές χώρες.
Οπότε, είναι πιο εύκολο για τις γυναίκες της Β. Ευρώπης να μην είναι ολοκληρωτικά ταυτισμένες με τον μητρικό ρόλο, να επενδύουν περισσότερο στην προσωπική και επαγγελματική τους ζωή και να κρατούν την αναγκαία απόσταση από τα παιδιά τους. Κάτι τέτοιο δίνει αυτομάτως και με φυσικότητα μια άλλη «θέση» στους πατεράδες.
Επιπλέον, στη Γαλλία, όπως και στις περισσότερες βορειοευρωπαϊκές χώρες, υπάρχουν ειδικά δικαστήρια και δικαστές εξειδικευμένοι σε θέματα οικογενειακού δικαίου, που «ακούν το παιδί» και ρυθμίζουν τις σχέσεις των μελών της οικογένειας μετά το διαζύγιο. Γιατί τα παιδιά πάντα μας μιλούν, είτε με λέξεις είτε με το σώμα τους (μέσα από τη σωματοποίηση).
Η συνεπιμέλεια σε Σουηδία και Δανία
Σε κράτη όπως η Σουηδία και η Δανία, το διαζύγιο δεν έχει μεγάλη επίπτωση στους κανόνες που ρυθμίζουν την άσκηση της γονικής μέριμνας. Δηλαδή, τα παιδιά μεγαλώνουν και με τους δύο γονείς βάσει της πολιτικής «γονικός ρόλος για μια ζωή, ανεξάρτητα αν η συμβίωση διαλυθεί». Έτσι, η συνεπιμέλεια συνήθως δεν μετεξελίσσεται σε πεδίο αντιπαλότητας μεταξύ αντρών και γυναικών.
Ενδεικτικά, στη Σουηδία, κανόνας είναι η «εξίσου κοινή επιμέλεια», δηλαδή συνεπιμέλεια με συναίνεση και όχι υποχρεωτική, από το 1975. Μόνο κατ’ εξαίρεση το δικαστήριο αποφασίζει διαφορετικά. Η συμφωνία της κοινής ανατροφής εφαρμόζεται συνήθως χωρίς αντιδικίες, καθώς ο ρόλος των κοινωνικών υπηρεσιών είναι ιδιαίτερα αυξημένος.
Ανάλογο είναι το τοπίο και στη Δανία, όπου η εξίσου κοινή επιμέλεια αποτελεί επιλογή από το 1980. Ο ρόλος του πατέρα είναι ενισχυμένος εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Σύμφωνα με νόμο του 2007, ο οποίος τροποποιήθηκε το 2009, η εξίσου κοινή επιμέλεια δεν είναι επιβαλλόμενη λύση αλλά προκρινόμενη, δηλαδή σημείο εκκίνησης.
Ωστόσο, αυτό που έχει προβληματίσει στη δανέζικη περίπτωση είναι η «προώθηση της συνεργασίας των διαζευγμένων γονέων και η επαφή τους με το παιδί» ακόμα και στην περίπτωση που έχει υπάρξει ιστορικό κακοποίησης.
Γερμανία: Ο λόγος στα παιδιά
Η Γερμανία θέσπισε το 1998 νόμο, σύμφωνα με τον οποίο το διαζύγιο δεν έχει επίπτωση στους κανόνες που ρυθμίζουν την άσκηση της γονικής μέριμνας. Προβλέπεται, δηλαδή, συνεπιμέλεια χωρίς προσφυγή στα δικαστήρια. Η επαφή του παιδιού με τους γονείς μετά το διαζύγιο αποτελεί δικαίωμα του παιδιού και υποχρέωση των γονιών.
Στη Γερμανία, οι ειδικοί ψυχικής υγείας και οι νομοθέτες αναγνωρίζουν τη σημασία της φωνής του παιδιού. Γι’ αυτό, τα παιδιά εισακούγονται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια από τα ειδικά δικαστήρια, από την ηλικία των 5 ετών.
Το μοντέλο συνύπαρξης του παιδιού με τους γονείς συναποφασίζεται, δηλαδή, με το παιδί. Ιδίως αφού ξεκινά τη σχολική εκπαίδευση, το παιδί κρίνεται ότι είναι σε θέση να αποφασίζει για το πώς θα μοιράζει τον διαθέσιμο χρόνο του. Και οι γονείς είναι υποχρεωμένοι να το διευκολύνουν.
Ο παράλληλος αγώνας
Τι μπορούμε να κρατήσουμε από την αντιπαραβολή των ευρωπαϊκών πραγματικοτήτων; Να κοιτάξουμε πέρα από τα στερεότυπα της μητρότητας. Να ξεριζώσουμε την ιδιοκτησιακή πρακτική και την τοποθέτηση των παιδιών στη θέση «αντικειμένου». Να δημιουργήσουμε σωστά οργανωμένες κοινωνικές υπηρεσίες και υπηρεσίες υγείας, δηλαδή ένα κράτος που προτού δράσει παρεμβατικά, έχει προνοήσει να δράσει προληπτικά.
Όλα αυτά προϋποθέτουν, φυσικά, έναν παράλληλο αγώνα ενάντια στην έμφυλη βία, μεταξύ άλλων μέσα από τη θεσμοθετημένη συνδρομή ψυχολόγου και τη μεταρρύθμιση του σχετικού νομικού πλαισίου. Διότι, όταν συγκρίνουμε κοινωνικές πραγματικότητες και εξετάζουμε την ανάγκη ή όχι μεταρρύθμισης του οικογενειακού δικαίου, δεν μπορούμε να μην λάβουμε υπόψη τα ποσοστά ενδοοικογενειακής βίας ή έστω κακοποιητικού κλίματος μέσα στην οικογένεια. Αυτό είναι ένα άλλο τεράστιο, πλην αλληλένδετο, θέμα.