ΤΕΛΙΚΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΚΑΛΟΣ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ «TRUE DETECTIVE»;
Η ανακοίνωση και μόνο της επιστροφής της αγαπημένης, αλλά και άνισης, αστυνομικής σειράς σκόρπισε ενθουσιασμό στους απανταχού tv addicts. Μήπως, όμως, όλο αυτό το hype για το «True Detective» ήταν λίγο υπερβολικό;
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: Το «Night Country» ξεκίνησε ως ένα αυτόνομο τηλεοπτικό πρότζεκτ που προτάθηκε στο HBO από την Μεξικάνα Ίσα Λόπεζ, η οποία κρατούσε ουσιαστικά ολόκληρη τη σειρά στα χέρια της, γράφοντας το στόρι, σκηνοθετώντας και υπογράφοντας ως παραγωγός. Στη συνέχεια, ο τηλεοπτικός κολοσσός είχε την ιδέα να εντάξει το «Night Country» στον μύθο του «True Detective», μια σειρά-θρύλο που πριν από μια δεκαετία άλλαξε ριζικά την αισθητική στο αστυνομικό είδος.
Με τη βοήθεια του Νικ Πιτσολάτο, που γέννησε τη σειρά και την οδήγησε στην παγκόσμια αναγνώρισή της, η Ίσα Λόπεζ κατάφερε όχι μόνο να δώσει σάρκα και οστά στο τηλεοπτικό όραμά της, αλλά και να προσελκύσει σταρ που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να προσλάβει χωρίς την σφραγίδα του «True Detective». Σαν την πρωταγωνίστρια Τζόντι Φόστερ.
Μπορεί όλα αυτά να ανήκουν στην ιστορία, καθώς ο τέταρτος κύκλος της σειράς ολοκληρώνεται λίαν συντόμως με την προβολή του έκτου επεισοδίου, όμως βοηθούν στη κατανόηση του γιατί το «Night Country» μοιάζει κάποιες φορές αποπροσανατολισμένο και δημιουργικά αναποφάσιστο. Πάντως, με μια πρώτη ματιά, όλα τα κομμάτια του «True Detective» μοιάζουν να βρίσκονται εκεί: Το αταίριαστο ζευγάρι ντετέκτιβ, τα θύματα που απεικονίζονται ως horror γλυπτά, η υποχθόνια μυστηριώδης ατμόσφαιρα, αλλά και η ύπουλη απεικόνιση της άλλης εργατικής Αμερικής που βρίσκεται μακριά από τα λαμπερά φώτα των μητροπόλεων και του απαράμιλλου πλούτου.
Ωστόσο, τόσο η αφηγηματική δομή (απουσία των μπρος-πίσω στο χρόνο, ή συνεντεύξεων που ενοποιούν το στόρι), όσο και το ότι για πρώτη φορά το μεταφυσικό στοιχείο εισχωρεί τόσο έντονα στον σεναριακό πυρήνα, δίνουν στο τελευταίο κύκλο του «True Detective» έναν διαφορετικό χαρακτήρα.
Το σκηνικό βέβαια του «True Detective: Night Country» είναι ιδανικό. Η ιστορία μας μεταφέρει στο Ίνις της Αλάσκα, όπου ο χειμώνας έχει φέρει το ατελείωτο σκοτάδι. Ο ήλιος δεν ανατέλλει ποτέ, με το μόνιμο νυχτερινό σκηνικό να φτιάχνει την ιδανική ατμόσφαιρα για… εγκλήματα. Οκτώ άνδρες που εργάζονται στον αρκτικό ερευνητικό σταθμό Τσαλάλ εξαφανίζονται, αφήνοντας πίσω τους απολύτως κανένα ίχνος. Οι ντετέκτιβ Λιζ Ντάνβερς (Τζόντι Φόστερ) και Ευαντζελάιν Ναβάρο (Κάλι Ρέις) θα πρέπει να ξεπεράσουν τις έριδες του παρελθόντος και τα προσωπικά τους φαντάσματα για να λύσουν έναν παγωμένο γρίφο με πολλές προεκτάσεις.
Αν θα έπρεπε κανείς να κρατήσει ένα πράγμα από την τέταρτη σεζόν του «True Detective», αυτό θα ήταν αναμφίβολα το τεράστιο ερμηνευτικό κεφάλαιο που λέγεται Τζόντι Φόστερ. Ως βλοσυρή και κοφτή ντετέκτιβ, που προσπαθεί να κρύψει τα στοιχειά που την ακολουθούν κάτω από τον παχύ πάγο της Αλάσκα, δίνει μια ερμηνεία αν μη τι άλλο καθηλωτική.
Κάθε λέξη που βγαίνει από το στόμα της Φόστερ μοιάζει να έχει βάρος, συνοχή και αιτία. Δεν της αρέσει η φλυαρία, η ελαφρότητα, η ασυνειδησία και πάνω από όλα ο αξεπέραστος αντρικός παλιμπαιδισμός. Η παρουσία της δεν περνάει πουθενά απαρατήρητη και συνήθως γίνεται ενοχλητική, γιατί θυμίζει σε όλους γύρω της τι σημαίνει υπευθυνότητα απέναντι στην ίδια τους τη ζωή.
Στη σειρά εμφανίζεται και μια μικρή ερμηνευτική έκπληξη: Η πρώην πρωταθλήτρια πυγμαχίας Κάλι Ρέις πραγματοποιεί μια εξαιρετική πρωταγωνιστική εμφάνιση, ως παρτενέρ της Τζόντι Φόστερ. Η Ρέις υποδύεται την ντετέκτιβ Ναβάρο, έναν άνθρωπο πληγωμένο που δεν θέλει πολλά-πολλά. Και σίγουρα δεν λέει πολλά.
Αυστηρή, λακωνική και τραχιά, προσπαθεί να προστατέψει τον εύθραυστο συναισθηματικό της κόσμο από την εξωτερική απειλή. Πεισματάρα και εγωίστρια, υπακούει στις προσωπικές της ηθικές προσταγές, χωρίς να υπολογίζει το κόστος που μπορεί να έχουν αυτές στην επαγγελματική της πορεία.
Αν προσθέσεις στο δίδυμο Φόστερ-Ρέις και την πάντοτε υπέροχη Φιόνα Σο, που ενσαρκώνει την εκκεντρική ηλικιωμένη Ρόουζ Αγκινό, τότε μπορείς να πεις με βεβαιότητα ότι το ερμηνευτικό ρόστερ του «True Detective: Night Country» είναι πρωτοκλασάτο και υπερπλήρες.
Αλλά, μια στιγμή… Κάτι δεν λείπει από την προγενέστερη ανάλυση; Μα καλά, δεν υπάρχουν άντρες στο Ένις; Φυσικά και υπάρχουν. Αλλά δεν είναι αυτοί που λύνουν τα προβλήματα στην πόλη της Αλάσκα, είναι αυτοί που συνήθως τα δημιουργούν. Κινούνται τις περισσότερες φορές ανώριμα και παρορμητικά, αποτελώντας κομπάρσους σε μια παράσταση που αδυνατούν να κατανοήσουν. Η «βαρύτητα του λόγου» αποτελεί προνόμιο των γυναικών στο σκοτεινό Ένις, οι οποίες πέρα από δεξιότητες και ικανότητες, κατέχουν θέσεις εξουσίας για να τις εκμεταλλευτούν και να βοηθήσουν την κοινότητά τους.
Πώς, όμως, μπορούν να βοηθήσουν δυο δυναμικές ντετέκτιβ το κοινό καλό; Πώς μπορεί μια υπόθεση εξαφάνισης να αποτελέσει την θρυαλλίδα εξελίξεων σε μια πόλη που βρίσκεται στην εσχατιά του πλανήτη; Αυτό θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος και ότι είναι το αδύναμο σημείο του «True Detective: Night Country». Το σενάριο αφήνει αρκετές υποπλοκές και ερωτήματα αναπάντητα. Ψυχικές ασθένειες συγγενών, σπιράλ σύμβολα, σκιές του παρελθόντος μένουν αρκετές φορές μετέωρα στην αφήγηση. Είναι σαν να υπάρχουν εκεί μόνο για να υπάρχουν.
Αν σε όλα αυτά προσθέσεις ότι στο «Night Country» το έντονο μεταφυσικό στοιχείο πληγώνει το μυστήριο, τότε κατανοείς γιατί το σασπένς στον τέταρτο κύκλο βρίσκεται αρκετές φορές θαμμένο κάτω από το πάγο: Πώς μπορείς να νιώσεις αγωνία και έξαψη για το μυστήριο ή να ταυτιστείς με κάποιον ήρωα, όταν ξυπόλητα φαντάσματα σουλατσάρουν στον πάγο αποκαλύπτοντας την ακριβή τοποθεσία νεκρών και μαύρες άμορφες μάζες γυρνοβολούν στο πολικό τοπίο θέτοντας τελικά περισσότερα ερωτήματα από αυτά που απαντούν;
Λίγη παραπάνω δόση πραγματικότητας με ταυτόχρονη μείωση του μεταφυσικού horror φορτίου ίσως να κατέτασσαν ποιοτικά τον τέταρτο κύκλο πολύ κοντά στην πρώτη θρυλική σεζόν. Τώρα κάτι τέτοιο μοιάζει τόσο μακρινό, όσο η απόσταση που χωρίζει τη Λουιζιάνα από την Αλάσκα.