ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΠΡΟΣΟΧΗΣ ΤΟ TIKTOK; ΤΙ ΛΕΝΕ ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ
Μετά τα stories των λίγων δευτερολέπτων που έκαναν γνωστό το TikTok (τα οποία ήδη εναλλάσσουν τα παιδιά σκρολάροντας με μηδενική ανοχή), έχουμε φτάσει πλέον σε βιντεάκια που η οθόνη μοιράζεται στη μέση για να δείξει δύο διαφορετικές ιστορίες ταυτόχρονα, ή να προβάλλει παράλληλα μία ιστορία με ήχο και εικόνα, και μία διαφορετική σε κείμενο μέσα σε κουτάκια, πάνω στην ήδη υπάρχουσα εικόνα. Το OW μίλησε με δύο ειδικούς για να μας εξηγήσουν πώς φτάσαμε σε αυτό το επίπεδο επιβεβλημένης διάσπασης προσοχής.
Το περασμένο καλοκαίρι αποφασίσαμε να επιτρέψουμε τη χρήση οθονών στον δεκάχρονο γιο μου, χωρίς διαρκή επιτήρηση. Τουλάχιστον έτσι πίστευε ο ίδιος, μιας και σε τακτά χρονικά διαστήματα τσέκαρα πάνω από τον ώμο του, ή ξάπλωνα δίπλα του ενόσω είχε στα χέρια του το τάμπλετ. Κάθε φορά πάθαινα σωματικό ίλιγγο με την ταχύτητα με την οποία άλλαζε ιστορίες και βίντεο στο TikTok, πριν καν προλάβουμε να καταλάβουμε κι εγώ κι εκείνος τι ήθελε να αφηγηθεί η προηγούμενη. Όταν προσπαθούσα να ξεκινήσω παράλληλα κουβέντα μαζί του, ρωτώντας τον τι βλέπουμε και τι από αυτά του αρέσει, ψέλλιζε ασυναρτησίες.
Λίγο πριν καταλάβουμε τη ζημιά που του προκαλούσαν οι απανωτές εναλλαγές εικόνων κι ερεθισμάτων –μία ξεκάθαρα αυτο-επιβαλλόμενη διάσπαση προσοχής που εμείς οι ίδιοι ως γονείς του επιτρέπαμε–, ξεκίνησε η σχολική χρονιά. Στην αρχή με τρομερές δυσκολίες συγκέντρωσης και μνήμης (δεν θυμόταν σχεδόν ποτέ τι έχει για το επόμενο μάθημα) και έντονο εκνευρισμό (μας ρωτούσε διαρκώς: Τι θα κάνουμε τώρα; Βαριέμαι!), συμπτώματα που κράτησαν μέχρι τα Χριστούγεννα.
Μόνο μετά από τρεις μήνες αποχής από τις οθόνες και πολλή υπομονή από μεριάς μας μπόρεσε να αφεθεί ξανά χωρίς –πολλές– αποσπάσεις στην ανάγνωση ενός λογοτεχνικού βιβλίου, ή να περιμένει ήρεμος να κάνουμε κάτι που του είχαμε υποσχεθεί, χωρίς να πνίγεται στο στρες της ματαίωσης.
Η διάσπαση προσοχής στην εποχή της τεχνολογίας
Θυμάμαι πριν από είκοσι χρόνια, η μόνη εναλλαγή που βίωναν οι οθόνες των υπολογιστών στο περιοδικό που δούλευα ήταν ανάμεσα σε folders με φωτογραφίες και κείμενα, ή την περιβόητη πασιέντζα που έκλεινε κάθε φορά που ακούγαμε τα βήματα της εκδότριας να μας πλησιάζουν! Σε παράλληλη δράση, κάπου εκεί το 2003 στην Αμερική, η Δρ. Gloria Mark του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια άρχισε να χρονομετρά ανθρώπους σαν εμένα και τους συναδέλφους μου, για να μελετήσει τη διάρκεια ανάμεσα σε κάθε διαφορετική πηγή που αποσπούσε την προσοχή τους. Τότε, ο χρόνος ανεμπόδιστης προσήλωσης στην οθόνη έφτανε τα δυόμισι λεπτά.
Εννέα χρόνια μετά, το 2012, ο μέσος όρος έπεσε στα 75 δευτερόλεπτα, ενώ σε αντίστοιχη έρευνα του 2016 έπεσε στα μισά, δηλαδή 40 δευτερόλεπτα και λιγότερο!
Όλο και πιο σύντομο περιεχόμενο
Επικοινώνησα με τη Δρ. Mark, που έχει γράψει και το τρομερά ενδιαφέρον βιβλίο Attention Span: Finding Focus for a Fulfilling Life για να τη ρωτήσω τι τελικά έχει αλλάξει μέσα σε αυτά τα χρόνια. «Πολλά έχουν αλλάξει», μου λέει.
«Το 2003 εμφανίστηκε το Facebook, ακολουθούμενο από απανωτά νέα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (το Twitter εμφανίστηκε το 2006, το Instagram το 2010, το TikTok το 2016). Το smartphone εφευρέθηκε το 2007. Το ηλεκτρονικό εμπόριο συνεχίζει να μεγαλώνει. Η ανοιχτή αρχιτεκτονική του Διαδικτύου επιτρέπει σε οποιονδήποτε να συνεισφέρει περιεχόμενο, το οποίο έρχεται ασταμάτητα και καταιγιστικά από παντού. Έτσι, σήμερα υπάρχουν περισσότεροι ιστότοποι, γεμάτοι με περισσότερο περιεχόμενο και περισσότερες συσκευές (έξυπνα τηλέφωνα) που εξυπηρετούν την προβολή τους.
»Το σύντομο περιεχόμενο μέσων όπως το TikTok έγινε πολύ δημοφιλές και ο κόσμος άρχισε να το επιλέγει, ενθαρρύνοντας ακόμη περισσότερη παραγωγή μικρών σε διάρκεια βίντεο (ακόμη και το YouTube). Το Twitter και τα SMS περιορίζουν τον αριθμό λέξεων που μπορούμε να γράψουμε, έτσι εξοικειωθήκαμε ακόμη περισσότερο με τις σύντομες αναρτήσεις, οι οποίες ενθαρρύνουν με τη σειρά τους ακόμη μικρότερο εύρος προσοχής. Από την άλλη, οι εταιρείες τεχνολογίας έπαιξαν κι εκείνες τον ρόλο τους. Οι αλγόριθμοι στέλνουν εξατομικευμένο περιεχόμενο που μας ελκύει και μας κρατά κολλημένους σε ιστότοπους όπως το TikTok, επειδή λαμβάνουμε περιεχόμενο που είναι προσαρμοσμένο στα ενδιαφέροντά μας και που συχνά προκαλεί βασικές συναισθηματικές αντιδράσεις, όπως θυμό ή γέλιο, κάτι που μας ενθαρρύνει να παραμείνουμε στον ίδιο ιστότοπο για περισσότερη ώρα. Την ίδια στιγμή, το αέναο σκρολάρισμα μας κρατάει δέσμιους εκεί ακριβώς που είμαστε». Μάλιστα.
Ο εγκέφαλος ζητάει το καινούργιο
Σκεφτείτε τι αισθάνεστε σωματικά κάθε φορά που έρχεται μία νέα ειδοποίηση στο τηλέφωνό σας. Η ανάγκη να τσεκάρετε το email, το μήνυμα ή την καρδούλα που έκανε κάποιος σε ένα από τα stories σας είναι τόσο έντονη, που δεν μπορείτε να εστιάσετε έστω για λίγα δευτερόλεπτα σε οτιδήποτε άλλο. Ανοίγετε το κινητό για να δείτε την καρδούλα, κι επί τη ευκαιρία τσεκάρετε αν ήρθε ειδοποίηση για ένα προϊόν που έχετε παραγγείλει, τι έχετε χάσει από την τελευταία φορά που επισκεφτήκατε τα υπόλοιπα social media σας κ.λπ. κ.λπ. Έτσι, ο χρόνος περνάει από διάσπαση σε διάσπαση, χωρίς να το έχετε καν αντιληφθεί.
«Ο εγκέφαλός μας είναι εξελικτικά σχεδιασμένος να δίνει προσοχή στο καινούργιο, συνεπώς αυτές οι ειδοποιήσεις είναι σχεδόν αδύνατο να αγνοηθούν. Και αν το προσπαθήσετε, πιθανότατα να αγχωθείτε», λέει στο OW η Άρτεμις Τσίτσικα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Παιδιατρικής-Εφηβικής Ιατρικής στο ΕΚΠΑ και Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εφηβικής Ιατρικής.
«Αυτή η εξοικείωση με την υπερβολική πληροφορία είναι το φαινόμενο “Infobesity” που μαζί με το “Fomo” (fear of missing out) μας κάνει να είμαστε διαρκώς στην επαγρύπνηση για οτιδήποτε προκύψει στον ψηφιακό μας κόσμο, με την αγωνία μήπως έχουμε χάσει κάποια πληροφορία». Όταν μάλιστα αναλογιστεί κανείς πόσο εύκολη είναι η πρόσβαση σε κάθε είδους πληροφορία, τα κινητά-super computers που έχουμε όλοι στην τσέπη μας μοιάζουν με καραμέλες που αφήνεις μπροστά σε ένα πεινασμένο παιδί.
Τι σημαίνει λοιπόν αυτή η κατακόρυφη πτώση της συγκέντρωσής μας στο 25% μέσα σε μία περίπου εικοσαετία; Ναι, έχουμε την ψευδαίσθηση ότι πλέον τα κάνουμε όλα πιο γρήγορα, καλύπτοντας τον χρόνο που χάνουμε online με multitasking. Κι όμως, η αλήθεια είναι πως τα κάνουμε όλα πιο επιφανειακά, με περισσότερο άγχος και μεγαλύτερη πίεση. Δεν δίνουμε την ενέργειά μας σε ένα πράγμα τη φορά και, κυρίως, δεν αφηνόμαστε στη δημιουργική βαρεμάρα που έχει ανάγκη ο εγκέφαλός μας.
Φταίνε τα social media για αυτή τη νέα πραγματικότητα; Μάλλον όχι… Φαινόμενα σαν αυτά των διπλών οθονών και των πολλαπλών ερεθισμάτων που βλέπουμε σήμερα στα sludge videos –όπως λέγονται– που έβλεπε ο δεκάχρονος γιος μου, μάλλον απλά καλύπτουν μία ανάγκη στην αγορά.
Ρωτάω την Δρ. Mark εάν, τελικά, η ανάγκη μας για διάσπαση προσοχής έχει οδηγήσει σε ακόμη πιο διασπαστικά βίντεο, ή το αντίστροφο. «Θα έλεγα πως έχουμε να κάνουμε με μία κλασική περίπτωση “κότας και αβγού”. Δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά αν οι product designers σχεδιάζουν έτσι τα προϊόντα τους επειδή πιστεύουν ότι οι άνθρωποι έχουν πια μικρή διάρκεια εστιασμένης προσοχής, ή αν το δέλεαρ του τόσο διαφορετικού περιεχομένου έχει προκαλέσει τη συρρίκνωση της προσοχής μας.
»Το σίγουρο είναι πως οι άνθρωποι αναζητούμε πάντα το καινούργιο και έτσι τα βίντεο με μοιρασμένη οθόνη παρέχουν αυτήν την καινοτομία. Κάθε “like” ενθαρρύνει την παραγωγή όλο και πιο σύντομων βίντεο, ή βίντεο με χωρισμένες οθόνες, κ.λπ. Το βέβαιο είναι πως τα βίντεο αυτά παρέχουν συναισθηματικές ανταμοιβές (π.χ. ευχαρίστηση) πιο γρήγορα και άμεσα από την παρακολούθηση ενός μεγάλου, αργού βίντεο».
Ψηφιακοί baby sitters
Η καραντίνα –που οι επιπτώσεις της στην ψυχολογία μας ακόμα μελετώνται– έφερε μεταξύ άλλων και τη «νομιμοποίηση» της οθόνης. Τα παιδιά συνδέονταν για να πάνε σχολείο, να παίξουν και να απασχοληθούν online, όσο οι γονείς προσπαθούσαν να προχωρήσουν την εργασία τους στο δίπλα, ή πολλές φορές στο ίδιο δωμάτιο. Δόθηκε τότε κατά κάποιον τρόπο μία άφεση αμαρτιών στο διαδίκτυο, αίσθηση που συνοδεύει μέχρι και σήμερα το μεγαλύτερο ποσοστό των οικογενειών.
«Στη μετά-COVID εποχή βλέπουμε να δημιουργείται στα παιδιά μια περιβαλλοντική ελλειμματική προσοχή», σύμφωνα με την κ. Τσίτσικα, «Οι μεταβολές στη σχολική ζωή, την καθημερινότητα και τις μαθησιακές επιδόσεις είναι αξιοσημείωτες. Πολλά παιδιά απομακρύνθηκαν από το σχολείο (σχολική άρνηση) ή και σταμάτησαν τη φοίτηση (σχολική διαρροή), ενώ γενικά διαπιστώθηκε αύξηση του ημερήσιου χρόνου χρήσης οθόνης στις μικρές ηλικίες και τους εφήβους, με διπλασιασμό των ποσοστών εξάρτησης και δυσκολίες στην εξισορρόπηση δραστηριοτήτων στον φυσικό και διαδικτυακό κόσμο».
Η Δρ. Mark, με τη σειρά της, εξηγεί πώς τα lockdown επιδείνωσαν τα πράγματα: «Τα στατιστικά δείχνουν ότι η επισκεψιμότητα στα TikTok, YouTube και Twitch αυξήθηκε περισσότερο κατά τη διάρκεια της πανδημίας και συνεχίζει να αυξάνεται. Αυτό υποδηλώνει ξεκάθαρα ότι τα παιδιά εθίστηκαν σε αυτούς τους ιστότοπους τότε, όταν ήταν συνδεδεμένα για το σχολείο και δεν μπορούσαν να βγουν εκτός σπιτιού, και ότι παραμένουν χρήστες αυτών των ιστότοπων μέχρι και σήμερα».
Πέρα από τη διάσπαση προσοχής
Η κ. Τσίτσικα κλείνει αναφέροντας τη μαρτυρία της Νεφέλης, «μίας εφήβου που μοιράστηκε μαζί μας τις εμπειρίες της σχετικά με την χρήση των social media. Μέσα από τα όσα μας είπε, παρατηρήσαμε ότι δεν είναι εύκολο να αντιληφθούμε και να ελέγξουμε τον χρόνο που χάνεται και αφιερώνεται στα videos, παραμελώντας συχνά τη μελέτη και χάνοντας οποιοδήποτε ενδιαφέρον για οτιδήποτε χρειάζεται συγκέντρωση, προσπάθεια και στοχοθεσία στο μακροπρόθεσμο μέλλον. Το πόσο συναρπαστικές είναι οι εφαρμογές, σε συνδυασμό με το αναπτυξιολογικό υπόβαθρο της ηλικίας (έμφυτη περιέργεια, ναρκισσιστική διάθεση, προσκόλληση στο παρόν και τις βραχυπρόθεσμες αμοιβές κ.λπ.) μπορεί να οδηγήσουν σε φαύλο κύκλο επιρροής, που συχνά αλλοιώνει τις ρεαλιστικές προσδοκίες και δημιουργεί αξιακή σύγχυση. Ερευνητές έχουν επίσης διαπιστώσει γήρανση του εφηβικού εγκεφάλου λόγω του stress εγκλεισμού και ενσυναίσθησης που βίωσαν οι νέοι κατά τη διάρκεια των καραντινών, αλλά και των επακόλουθων κοινωνικών κρίσεων. Το αίσθημα αβοηθησίας, το έλλειμμα κινήτρου και μελλοντικού οράματος καθηλώνει τη γενιά Ζ, που με κάθε τρόπο μάς εκπέμπει το μήνυμα ότι “κάτι θα πρέπει να αλλάξει”. Είναι στο χέρι μας να υποστηρίξουμε τη νέα γενιά ως σημαντικοί ενήλικες δίνοντας θετικό μοντέλο και έμπνευση – πάνω απ’ όλα όμως έχοντας θετική διάθεση και στάση ζωής».
«Τα videos του TikTok εξελίσσονται και προκύπτουν όλο και πιο σύνθετες εκδοχές, που δημιουργούν καταιγισμό ερεθισμάτων που ο εγκέφαλος των παιδιών πασχίζει να επεξεργαστεί», καταλήγει η κ. Τσίτσικα. «Ο συνεχής θόρυβος αποδιοργανώνει και η επίτευξη στοιχειώδους κατανόησης του υλικού που παρουσιάζεται με διασπαστικό και παράδοξο τρόπο αποτελεί αυτοσκοπό. Αυτά τα videos είναι μια νέα συνήθεια για τα παιδιά μας σε έναν κόσμο που τα ερεθίσματα έρχονται καταιγιστικά, με ταχύτητα που ξεπερνά καθετί ανθρώπινο, και μας καθηλώνουν. Ας σκεφτούμε, λοιπόν: Έχουμε επιλογή;»