ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΗΣ: «Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΜΑΣ ΕΦΟΔΙΑΖΕΙ ΜΕ ΟΠΛΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ»
Ο θάνατος είναι η παύση των βιολογικών λειτουργιών, είναι το τέλος. Εκεί όπου δεν υπάρχει πια ζωή. Ή δεν είναι τόσο απλό; Ο Παναγιώτης Πεντάρης, Αν. Καθηγητής Θανατολογίας και Κοινωνικής Εργασίας στο Goldsmiths Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, αναλύει το ζήτημα διεξοδικά.
Η έννοια του θανάτου είναι ένα κατασκεύασμα τόσο ψυχολογικό, όσο και κοινωνικό. Κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον θάνατο με τον δικό του, διαφορετικό τρόπο, που σχετίζεται άμεσα με τη θρησκευτική πίστη ή με την έλλειψη αυτής. Το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο έχουμε μεγαλώσει παίζει σημαντικό ρόλο, καθώς η κοινωνία και ο πολιτισμός που μας εμπεριέχουν μας δίνουν τα ερεθίσματα για το πώς βλέπουμε τη ζωή αλλά και το τέλος της. Υπάρχει διαφορετική ερμηνεία του θανάτου από μέρος σε μέρος, από χώρα σε χώρα, πάντως σε κάθε περίπτωση νοηματοδοτεί και δίνει αξία στη ζωή μας.
Στην Ελλάδα, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η έννοια του θανάτου ήταν η λύτρωση, η παρηγοριά του επερχόμενου τέλους. Αποτελούσε την ευκαιρία των ανθρώπων να πλησιάσουν τα Θεία ακολουθώντας τα βήματα του Χριστού. Μία ιερή διαδικασία που θα οδηγούσε στη Σταύρωση αλλά και την Ανάσταση. Οι πιστοί είχαν στο μυαλό τους την κόλαση και τον παράδεισο. Εκεί όπου θα έφταναν μετά την Κρίση. Αυτή ήταν η κυρίαρχη έννοια. Όμως ο κόσμος άλλαξε και εξακολουθεί να αλλάζει. Η εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας έδωσε την ευκαιρία σε κάθε άνθρωπο να αντιμετωπίσει τη ζωή και την απώλειά τηςμε διαφορετικό τρόπο. Φεύγοντας από τον δρόμο των πολλών, καθένας άρχισε να διαμορφώνει άποψη και να προσεγγίζει τον θάνατο κάπως αλλιώς. Σταδιακά, το τέλος της ζωής και το τι θα συμβεί «μετά» έγινε μια προσωπική υπόθεση.
Στο πέρασμα των ετών, δεν ενστερνίζονται όλοι όσα λέει η θρησκεία. Σταδιακά, ασθένειες όπως ο καρκίνος –για τον οποίο ναι μεν υπήρχε η γνώση, αλλά η επιστήμη δεν είχε αναπτύξει τρόπους αντιμετώπισης και θεραπείας–, έφεραν τον άνθρωπο πιο άμεσα αντιμέτωπο με την απειλή του θανάτου. Από το 1980 και μετά, ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι ο θάνατος είναι ο εχθρός της ζωής, απογυμνωμένος από τη λύτρωση και την παρηγοριά της προσμονής.
Την ίδια στιγμή, υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που η αναφορά, η συζήτηση και η προσέγγιση του θανάτου αποτελεί για αυτούς γρουσουζιά. Επιλέγουν τη σιωπή. Δεν τον αναφέρουν για να μην τους αγγίξει. Αυτό είναι ένα μοτίβο συμπεριφοράς που συναντάται περισσότερο στα μη αστικά κέντρα. Από την άλλη πλευρά, όσοι είχαν την ευκαιρία να ταξιδέψουν, να ενημερωθούν και να εκπαιδευτούν, να μπουν στον κόσμο και να γίνουν δεκτικοί στη μάθηση και τις αλλαγές, είδαν κάτι επιπλέον, τη μεταμόρφωση των τελευταίων 70 ετών. Αυτή που δεν έχει να κάνει μόνο με την επιθυμία και την ευχή να βρεθούμε κοντά στον Θεό. Ο θάνατος είναι –πάνω από όλα– ο εχθρός της ζωής.
Η εξοικείωση με την ιδέα του θανάτου
Ο άνθρωπος από την φύση του εκστασιάζεται στην ιδέα του θανάτου και της καταστροφής. Τον γοητεύει η Χίμαιρα. Πολλές φορές γίνεται ένα τροχαίο και όλοι κόβουμε ταχύτητα για να κοιτάξουμε, θέλουμε να δούμε. Το μυαλό μας παίρνει χίλιες στροφές με την καταστροφή. Από τη φύση μας υπάρχει μέσα μας το κυνήγι, το σκότωμα με στόχο την επιβίωση. Σταδιακά και μέσα από την ποπ κουλτούρα, που διαμόρφωσε τη ζωή μας με τις ταινίες, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και τα περιοδικά, οι εικόνες του θανάτου έφτασαν παντού. Έγιναν τρόπος διασκέδασης. Ο άνθρωπος άρχισε να ενθουσιάζεται και να αποδέχεται όλο και περισσότερο την καταστροφή. Κάπως έτσι εξοικειώθηκε κοινωνικά και ψυχολογικά με την ιδέα του θανάτου, όχι του δικού του και των ανθρώπων που αγαπά, με την απώλεια των άλλων. Του είναι εύκολο να συζητά για τον θάνατο που δεν τον αγγίζει, βάζει τον εαυτό του στην άκρη και παριστάνει τον άνετο στα λόγια μα όχι στην πράξη, όχι στην πραγματικότητα.
Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου
Το αντίθετο του θανάτου δεν είναι η ζωή, αλλά η γέννα. Η αρχή που οδηγεί στο τέλος. Ξεκινάμε να πεθαίνουμε από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Με το που ανοίγουμε τα μάτια μας, αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Μεγαλώνοντας γνωρίζουμε ότι υπάρχει όριο, δεν θα ζήσουμε για πάντα. Όμως ενώ δεν απουσιάζει η γνωστική αντίληψη, είναι δύσκολη η αποδοχή. Ο χρόνος περνά και όταν φτάνουμε στη μέση του βίου, κάπου εκεί στα 50, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε ότι έχουμε διανύσει ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μας.
ΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΟΤΙ ΕΧΕΙ ΧΑΣΕΙ ΧΡΟΝΙΑ ΖΩΗΣ, ΑΥΤΟ ΜΕΤΑΦΡΑΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΚΑΛΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ.
Αυτή η αντίληψη μας κάνει πιο προσεκτικούς σε σχέση με το τι κάνουμε και τι δεν κάνουμε. Τα extreme sports, για παράδειγμα, ανήκουν κυρίως στις νεαρές ηλικίες. Στην εποχή που το μυαλό ενός ανθρώπου δεν μπορεί να σκεφτεί ότι η ζωή είναι μικρή. Αντιθέτως, θεωρεί ότι είναι μεγάλη και αθάνατη. Υπάρχουν τόσα πολλά που θα γίνουν στο μέλλον, που το φλερτ με τον κίνδυνο είναι γοητευτικό και απαραίτητο.
Στην ιδέα ότι ο μέσος όρος ηλικίας είναι τα 80 έτη για άντρες και γυναίκες, αργεί η συνειδητοποίηση και η παραδοχή ότι δεν είναι πολλά. Αυτό οφείλεται στον τρόπο που μεγαλώνουμε. Ο τρόπος κοινωνικοποίησης, το σχολείο και η οικογένεια δεν έχουν αναφορές στον αληθινό θάνατο που μας περιέχει. Τα βιβλία, οι γονείς και οι φίλοι δεν λένε κάτι. Μόνο σε ιστορικά έργα συμπεριλαμβάνεται ο θάνατος, σαν μια ιδέα μακρινή. Η κοινωνία μας διδάσκει ότι δεν μας αφορά. Αν μας το έλεγαν, ναι, θα το σκεφτόμασταν!
Στου δρόμου τα μισά
Όσο περνά ο χρόνος, νοηματοδοτούμε και σηματοδοτούμε την ζωή μας διαφορετικά. Επιδιώκουμε να απολαμβάνουμε πιο εύκολα τα μικρά και τα «ασήμαντα», τα πιο απλά. Καταλαγιάζει η ψυχή και το μυαλό μας αποδέχεται αυτά που έχουμε ήδη, χωρίς να μας βασανίζουν όσα δεν έχουμε καταφέρει να αποκτήσουμε. Μετά τα 50, θέλουμε να απολαύσουμε τα κεκτημένα και όχι να αναλωθούμε σε αυτά που δεν έχουν έρθει. Με αυτό τον τρόπο εξοικειωνόμαστε σταδιακά με την ιδέα του θανάτου. Αυτή η «κατάσταση» οδηγεί στην ευτυχία, που συνδέεται άμεσα με το ότι έχουμε πάρει την απόφαση να αξιολογήσουμε θετικά τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί. Να χαρούμε για τις επιτυχίες και τις σχέσεις που έχουν διαμορφώσει τη ζωή μας. Αρκεί να αποβάλλουμε τον φόβο ότι ο θάνατος θα μας φέρει αντιμέτωπους με την Κρίση που θα μας στείλει στην κόλαση ή τον παράδεισο.
Η χαμένη ζωή
Δεν υπάρχουν χαμένα χρόνια, υπάρχει χαμένη διάθεση να τα αξιοποιήσουμε και να τα απολαύσουμε. Τα χρόνια είναι γεμάτα με εμπειρίες και γεγονότα. Αν κάποιος πιστεύει ότι έχει χάσει χρόνια ζωής, αυτό μεταφράζεται στο ότι δεν είχε καλή ποιότητα ζωής, που επήλθε όχι μόνο από την επιρροή της κοινωνίας και του περιβάλλοντος, αλλά και από προσωπικές επιλογές.
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ. ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΦΕΥΓΕΙ ΠΟΤΕ. ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, ΜΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ.
Η απώλεια ενός δικού μας ανθρώπου και το πένθος
Ας φανταστούμε μια πολυκατοικία που βρίσκεται σε σεισμογενή περιοχή. Ο σεισμός που γίνεται δημιουργεί ρωγμές στους τοίχους, κάποιοι πέφτουν, κάνει την εμφάνισή της η καταστροφή. Αυτό είναι ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου. Προκαλεί έναν εσωτερικό σεισμό που μας ταράζει, αλλά καλούμαστε να συνεχίσουμε να ζούμε στην πραγματικότητα που διαμορφώνει αυτή η καταστροφή. Οι ρωγμές είναι σημαντικές. Αυτό που έχουμε ζήσει είναι εκεί, δεν θα φύγει ποτέ. Είναι δύσκολο να χάνουμε τους δικούς μας, τους πολύ αγαπημένους μας, αλλά ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος από υλικά που του επιτρέπουν να αντέξει πολλές καταστάσεις, πολλά ρωγμές. Έτσι συνεχίζει. Πώς αντέχει;
Ο άνθρωπος βρίσκει τρόπους για να αντέξει και, αν δεν μπορεί, ζητά βοήθεια από κάποιον ειδικό για να βρει το δρόμου του. Κανένας άνθρωπος δεν καταρρέει αυτόματα. Υπάρχει μία διαδρομή που είναι ευεργετικό να προλάβουμε να τη σταματήσουμε για να μην καταρρεύσουμε κι εμείς. Αυτό που αλλάζει στον τρόπο αντιμετώπισης είναι το πένθος και η παρουσία του στην ζωή μας από τη στιγμή που θα συμβεί το κακό. Δεν υπάρχει αρχή και τέλος στο πένθος. Η παθολογία και η ιατρικοποίησή του είναι λάθος. Αυτή τη στιγμή, αν κάποιος πενθήσει πάνω από 12 μήνες θεωρείται ψυχιατρική περίπτωση που χρήζει θεραπείας με φαρμακευτική αγωγή. Αυτό είναι λάθος. Το πένθος δεν σταματά ποτέ. Συμπληρώνουμε μια φόρμα που αναγράφει όνομα, ηλικία, επάγγελμα. Υπάρχει και ένα κουτάκι που σε καλεί να συμπληρώσεις αν είσαι παντρεμένος, διαζευγμένος ή χήρος. Αν ο σύντροφος σου έχει πεθάνει πριν από 10 χρόνια, εσύ αυτό είσαι και αυτό παραμένεις: χήρος. Είναι κάτι που δεν φεύγει ποτέ. Είναι μια κατάσταση, μια ταυτότητα.
Επίσης, ένας άνθρωπος που έχει χάσει το παιδί του θα πενθεί για το υπόλοιπο της ζωής του. Κάποιες φορές πιο έντονα, κάποιες άλλες πιο ήπια. Το πένθος δεν φεύγει ποτέ. Δακρύζει με τις αναμνήσεις. Κοιτάζει τις φωτογραφίες, ακούει ένα τραγούδι και θυμάται το παιδί του. Όμως συνεχίζει να ζει, προσαρμόζεται σταδιακά σε μία νέα πραγματικότητα.
Μετά από κάθε καταστροφή, αυτό που γίνεται είναι ότι περνώντας η πρώτη περίοδος ψάχνουμε και ανακαλύπτουμε τα πατήματά μας. Κινούμαστε και αλλάζουμε μέσα σε όλα αυτά που μας στέρησε ο σεισμός. Στο χέρι μας είναι είτε να βελτιώσουμε τη ζωή μας και να βρούμε ένα μέλλον, είτε να καθίσουμε ακίνητοι στο κέντρο του δωματίου και να κοιτάζουμε για πάντα όσα χάθηκαν. Η δεύτερη επιλογή έχει ως αποτέλεσμα τον βαθύ πόνο, που οδηγεί στην κατάθλιψη, την έντονη απογοήτευση, το πολύχρονο σοκ και τις πολλές και δύσκολες μετατραυματικές εμπειρίες.
ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΠΑΙΖΕΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΡΟΛΟ ΣΤΗΝ ΑΝΤΟΧΗ ΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. Η ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ Η ΘΑΛΠΩΡΗ ΜΑΣ ΘΩΡΑΚΙΖΟΥΝ.
Η ζωή του γονιού που έχει χάσει το παιδί του είναι ζωή;
Η απώλεια ενός παιδιού είναι ο πιο τραγικός θάνατος, ο πιο δυσβάσταχτος. Η ζωή του γονιού αλλάζει δραματικά, αλλά παραμένουν κάποια ποιοτικά χαρακτηριστικά που μπορούν να τον βοηθήσουν ώστε να μην οδηγηθεί σε προσωπικό αδιέξοδο. Πολύ συχνά απομονώνεται και επικοινωνεί με δυσκολία με τον έξω κόσμο. Κάνει τα βασικά. Δεν υπάρχει κοινωνική ζωή και επηρεάζονται τα πάντα από την απώλεια. Αλλάζει ο τρόπος που δημιουργεί και διατηρεί σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους. Όμως, δίνει πλέον πολύ μεγάλη σημασία στις σχέσεις που επιλέγει να δημιουργήσει και να κρατήσει. Το κάνει με τρόπο σθεναρό και με μεγάλη θέληση. Οι άνθρωποι που τους καταλαβαίνουν είναι για αυτούς ένα μεγάλο δώρο που δεν επιθυμούν να το χάσουν.
Ένας άνθρωπος πόσο θάνατο μπορεί να αντέξει; Πόσες ρωγμές, πόσους σεισμούς;
Μέσα από έρευνες έχει προκύψει ότι το οικογενειακό περιβάλλον παίζει σημαντικό ρόλο στην αντοχή ενός ανθρώπου. Η αγάπη και η θαλπωρή μας διαμορφώνουν και μας θωρακίζουν. Ένας άνθρωπος μπορεί να αντέξει πολλές θανάτους, πολλές απώλειες. Ο τρόπος που θα αντιδράσει εξαρτάται από τα εφόδια που του έχουν δώσει. Αν αυτά είναι η έντονη και ποιοτική αγάπη, χωρίς κριτική και χωρίς περιορισμούς, είναι πολύ πιο εύκολο να επιβιώσει και θα δεχτεί τον θάνατο. Αντιθέτως, ένας άνθρωπος που τα έχει στερηθεί, θα δυσκολευτεί. Ναι, θα επιβιώσει, αλλά θα το κάνει απέχοντας, παίρνοντας αποστάσεις, χωρίς ψυχή. Έτσι έχει μάθει, να είναι αποστασιοποιημένος.
Θα άξιζε η ζωή χωρίς τον θάνατο;
Το για πάντα είναι τρομακτικό και βαρετό. Αν ξέραμε ότι θα ζούσαμε για χίλια χρόνια, θα αφήναμε τα πάντα για το αύριο. Μία διαρκής αναβολή που θα μας έκανε να φυτοζωούμε αναβάλλοντας τη ζωή μας. Το σημαντικό είναι να ζούμε. Λίγα ίσως, αλλά καλά. Είναι ωραίο που έχουμε τον θάνατο να μας βοηθάει προκειμένου να δώσουμε νόημα και σκοπό στη ζωή μας. Επικεντρωνόμαστε στο καλό και το ποιοτικό, μέχρι το αναπόφευκτο τέλος.
Πότε πεθαίνει ένας άνθρωπος;
Εκτός από τον βιολογικό, υπάρχουν διάφοροι τύποι θανάτων, όπως ο κοινωνικός, ο πολιτικός, ο οικονομικός ή ο θρησκευτικός. Η εξουσία και η δύναμη ενός κράτους μπορεί να οδηγήσουν έναν άνθρωπο στον θάνατο ενώ εξακολουθεί να ανασαίνει και να περπατά. Υπάρχουν κοινωνικές ομάδες που έχουν βιώσει τη διαφοροποίηση, η πολιτεία τους πετάει έξω. Η έλλειψη δύναμης, η αφαίρεση του δικαιώματος να έχουν φωνή και παρουσία, να συμμετέχουν στα κοινά και να έχουν μία ποιότητα ζωής, τους οδηγεί στον υποκειμενικό θάνατο.
Πού πηγαίνουμε όταν πεθαίνουμε;
Κανείς δεν ξέρει, αν και έχουμε μεγάλη ανάγκη, περιμένουμε με αγωνία να έρθει κάτι μετά. Το πού πηγαίνουμε έχει να κάνει με το τι πιστεύουμε. Μπορεί να ξαναγεννηθώ, μπορεί να πάω στην κόλαση, στον παράδεισο ή πουθενά. Ίσως βρεθώ στον κόσμο των πνευμάτων, όπου κάποιος θα με κρίνει και κάπου θα με στείλει. Είναι καταπραϋντικό να έχουμε κάποιες απαντήσεις, αλλά ούτε η επιστήμη ούτε η ιατρική μας δίνουν. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι το σώμα μας λιώνει. Ίσως να είναι ωραία η σκέψη ότι με αυτόν τον τρόπο επιστρέφουμε στη γη και δίνουμε ζωή στο χώμα.
Αυτοί που μένουν πίσω
Πολύ συχνά οι ζωντανοί αναζητούν μεταθανάτια δικαιοσύνη, κάτι που δίνει νόημα και στη δική τους ζωή αλλά και στον επερχόμενο θάνατο. Όταν κάποιος φεύγει, αυτοί που μένουν πίσω φτιάχνουν ένα βιογραφικό με ιστορίες καλοσύνης, αποδοχής και αγάπης για το άτομο που χάθηκε. Εστιάζουν στα θετικά. Αν δεν υπάρχουν, τα δημιουργούν. Δεν απορρίπτουμε αυτόν που έχει πεθάνει. Καθένας τον έχει γνωρίσει διαφορετικά. Αυτή την ιστορία μοιράζεται και κάπως έτσι ο νεκρός δικαιώνεται.
Είναι σημαντικό να μιλάμε για τον θάνατο
Η συζήτηση για τον θάνατο προτού επέλθει είναι σημαντική, διότι μας προετοιμάζει ψυχολογικά και συναισθηματικά να τον αντιμετωπίσουμε. Μας δίνει απαντήσεις σε υπαρξιακά ζητήματα και μας εφοδιάζει με όπλα διαχείρισης του πένθους. Τον απενοχοποιείς κι ας τον φοβάσαι. Δεν θα πεθάνεις αν μιλήσεις για τον θάνατο.
Ο Παναγιώτης Πεντάρης είναι Αν. Καθηγητής Θανατολογίας και Κοινωνικής Εργασίας στο Goldsmiths Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, με διεθνή εκπαίδευση και εμπειρία στην πράξη στον τομέα της διαχείρισης πένθους και θανάτου σε καταστάσεις καταστροφών και στην ανακουφιστική και παρηγορητική φροντίδα. Εκλεγμένο μέλος του ΔΣ της Εθνικής Ένωσης για την Μελέτη του Θανάτου και της Κοινωνίας, και σύμβουλος σε θέματα παρηγορητικής και ανακουφιστικής φροντίδας για τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
Η δουλειά του έχει επικεντρωθεί στον θάνατο, τη θνησιμότητα, το πένθος, τη θρησκεία, τις πεποιθήσεις, τη φυλετική και σεξουαλική ποικιλομορφία, καθώς και στην κοινωνική εργασία σε καταστάσεις καταστροφών. Είναι ο ιδρυτής και επικεφαλής του Εργαστηρίου Έρευνας Θανατολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, και η έρευνά του έχει διερευνήσει πτυχές του θανάτου και της θνησιμότητας στις κοινωνικές επιστήμες και την κοινωνική πολιτική σε διεθνές επίπεδο. Έχει εκδώσει πολυάριθμα επιστημονικά άρθρα και βιβλία, ενώ τον Μάρτιο του 2024 ξεκίνησε το podcast «Θανατογνωσία», στο οποίο συζητά στην ελληνική γλώσσα με ειδικούς, ερευνητές/ερευνήτριες και άλλα άτομα ζητήματα που αφορούν στον θάνατο και στο πένθος.