ΟΙ ΚΑΛΑΡΡΥΤΕΣ ΣΤΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ
Πόσο εύκολο είναι να εκδράμεις στην καρδιά του χειμώνα με μωρό; Εξαρτάται από το πόσο έτοιμη είσαι να το κάνεις. Ακολουθεί μια εορταστική ταξιδιωτική ιστορία στους Καλαρρύτες, στα Τζουμέρκα, και ένας μίνι οδηγός για το πιο αγαπημένο μας χωριό στα ορεινά της Ηπείρου.
Πάντα θα θυμάμαι εκείνα τα Χριστούγεννα στους Καλαρρύτες. Ήταν τα πρώτα με τον μεγάλο μου πια γιο. Τα πρώτα της νέας μας ζωής, δηλαδή. Της ζωής με παιδί.
Πρωτόγνωρα Χριστούγεννα. Το μωρό ήταν σχεδόν πέντε μηνών, αρκετά δραστήριο (εκείνες τις μέρες ήταν που κουτρουβάλησε για πρώτη φορά καθώς το είχα στήσει για εορταστική φωτογραφία!), άλλα μάλλον βολικό. Ή, τουλάχιστον, εμείς νιώθαμε άνετα να τον παίρνουμε εδώ κι εκεί.
Αν έχεις άδεια από τη δουλειά και η δουλειά σου είναι η ταξιδιωτική δημοσιογραφία, δεν κάθεσαι εύκολα στ’ αβγά σου. Έτσι, εκείνα τα Χριστούγεννα ξεκινήσαμε για ένα μεγάλο δεκαπενθήμερο τουρ.
Δεν θα σας περιγράψω εδώ και τις δεκαπέντε ημέρες εκείνης της εκδρομής, καθώς στο μεγαλύτερο μέρος της περιλάμβανε στάσεις στα σπίτια του σογιού μας ανά την Ελλάδα, για να συστήσουμε το νέο μέλος σε παππούδες, προγιαγιάδες, θείους, θείες, ξαδέλφια και φίλους. Ανάμεσα στα άλλα, ωστόσο, ξεκλέψαμε και ένα τριήμερο, κάπου μεταξύ Ιωαννίνων και Λάρισας, και ανεβήκαμε με όλη τη βρεφική περιουσία μας στα Τζουμέρκα.
Πέντε ενήλικες και ένα μωρό στους Καλαρρύτες
Το αγαπάμε πολύ αυτό το χωριό και δεν ήταν η πρώτη φορά που το επισκεπτόμασταν. Αυτό που έχει ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι αυτό το αξέχαστο πλέον τριήμερο δεν το είχαμε εξαρχής στο πρόγραμμα. Κανονίστηκε όλο τελευταία στιγμή (τέτοιοι ήμασταν ακόμα τότε) με τρεις φίλους που θα έρχονταν από Αθήνα και Πάτρα. Ούτε είχαμε κλείσει κάπου για να μείνουμε, ούτε είχαμε σκεφτεί διάφορες ανάγκες/δυσκολίες/προβλήματα που μπορεί να προκύψουν όταν ταξιδεύεις με μωρό. Σάμπως το είχαμε ξανακάνει;
Κάπως έτσι, αφού παρακαλέσαμε στο τηλέφωνο τον αγαπητό Ναπολέοντα Ζάγκλη να μας βολέψει όπως-όπως, βρεθήκαμε όλοι μαζί σε έναν από τους χώρους του, ακριβώς επάνω από το παντοπωλείο και μαγερειό του. Και αυτό ήταν το μοναδικό διαθέσιμο μέρος σε όλο το χωριό για να μείνουμε. Όλοι μαζί. Πέντε ενήλικες και ένα μωρό.
Για την ιστορία, ευτυχώς που το μωρό ήταν τόσο μικρό ώστε να θηλάζει αποκλειστικά – αυτός ήταν τελικά ο λόγος που το τριήμερο ολοκληρώθηκε με επιτυχία και έχει περάσει πλέον στη σφαίρα της νοσταλγίας. Δεν είναι όμως μονάχα η τροφή που θα μπορούσε να δυσκολέψει τα πράγματα. Είναι και ότι, αν αλλάζεις δωμάτιο και κρεβάτι σε ένα βρέφος κάθε δυο τρεις μέρες, δεν σου εξασφαλίζει κανείς τον συνεχή και απρόσκοπτο ύπνο του, σε περίπτωση ας πούμε που τον έχεις ήδη κατακτήσει. Στη δική μας περίπτωση, η μόνη σταθερά που είχαμε τότε ήταν ένας πεντάωρος ύπνος (που δεν θα ξεχάσω ποτέ), από τις 10 το βράδυ έως τις 3 μετά τα μεσάνυχτα. Και μετά ό,τι ήθελε προκύψει. Ε, στους Καλαρρύτες το μωρό δεν έκανε ούτε αυτό το πεντάωρο. Δυσκολεύτηκε αρκετά και μαζί του ξαγρύπνησαν και όλοι μας οι φίλοι. Ευτυχώς, όχι και οι υπόλοιποι πελάτες του ξενώνα.
Όπως έγραψα παραπάνω, την παρτίδα την έσωσε ο θηλασμός. Το μωρό ξυπνούσε, έκλαιγε, το θήλαζα, ηρεμούσε για λίγο και μετά πάλι από την αρχή,·τα γνωστά. Η δική μου κούραση όμως δεν υπολογίζεται, εξαιτίας της χαράς μου που ήμουν εκδρομή με την παρέα. Αλλά και οι φίλοι μας θα σου απαντήσουν αρνητικά αν τους ρωτήσεις σήμερα, εννιά χρόνια μετά, αν θυμούνται τα βραδινά ξυπνήματα των Καλαρρυτών.
Το μόνο που μας έχει μείνει από εκείνο το απίθανο τριήμερο, το μεταβατικό –όπως θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω σήμερα, αν υποθέσουμε ότι μιλάμε πλέον για τη ζωή προ παιδιού/ών και τη ζωή μετά–, είναι ένα ερώτημα που ακόμα ανασύρουμε από καιρό σε καιρό γελώντας: Γιατί φύγαμε τότε από τους Καλαρρύτες;
Τόσο ωραία ήταν. Ανέμελα. Και αυτές είναι οι χριστουγεννιάτικες διακοπές που έχω νοσταλγήσει. Οι διακοπές χωρίς πολλές δεύτερες και τρίτες σκέψεις. Κι ας έκρυβαν οι επιλογές μας ολίγη απερισκεψία και άλλη τόση ταλαιπωρία. Μέσα στη ζωή είναι κι αυτά.
Στους Καλαρρύτες ξανά και ξανά
Έξι χρόνια αργότερα πήγαμε ξανά στους Καλαρρύτες, Χριστούγεννα. Με δυο παιδιά πια, το δεύτερο δύο ετών, άλλη μια οικογένεια στα μέτρα μας (δυο ενήλικες, ισάριθμα παιδιά στις ίδιες πάνω-κάτω ηλικίες), αλλά και τους τρεις φίλους της προηγούμενης φοράς, που αγαπούν ετούτη την πετρόχτιστη γωνιά των Τζουμέρκων όσο κι εμείς.
Καλύτερα οργανωμένοι, έμπειροι ταξιδιώτες και γονείς πια, κλείσαμε εγκαίρως δωμάτια σε ξενώνα με μεγάλο κοινόχρηστο χώρο, φέραμε μαζί μας –μετρημένα μεν, επαρκή δε– παιχνίδια, βιβλία και σνακ, ενδοεπικοινωνία για να μπορούμε να καθόμαστε στο σαλόνι ενώ τα παιδιά κοιμούνται στα δωμάτια, και όλο μας το κέφι για πρωινές βόλτες στην ορεινή φύση της περιοχής, απογευματινά παιχνίδια πλάι στο αναμμένο τζάκι εντός, βραδινά τσίπουρα με μεζέ. Προ Covid-19 και αυτή η εξόρμηση. Χωρίς μάσκες, πιστοποιητικά και ελέγχους. Το μόνο που μας απασχολούσε τότε ήταν αν θα έκανε κανείς την κίνηση να ανάψει τσιγάρο σε εσωτερικό χώρο για να τον επιπλήξουμε.
Στις δυτικές πλαγιές της Πίνδου, λοιπόν, στα 1.200 υψόμετρο, φτάνουμε μετά από κάμποσες στροφές και κόπο, όποιο δρόμο και αν επιλέξουμε (μέσω Άρτας ή Ιωαννίνων, δηλαδή). Χτισμένοι στο χείλος της απότομης χαράδρας που καταλήγει στον Καλαρρύτικο ποταμό και με θέα στα γύρω βουνά των Τζουμέρκων, είναι από τα χωριά εκείνα που παρά τη γεωγραφική τους απομόνωση γνώρισαν κάποτε μεγάλη ακμή. Τον 18ο αιώνα οι Καλαρρυτινοί ήταν γνωστοί έμποροι και ξακουστοί αργυροχρυσοχόοι, από εδώ και η καταγωγή του γνωστού οίκου Bulgari.
Σήμερα, συνεχίζουν την πορεία τους στον χρόνο με λιγοστούς κατοίκους και το βλέμμα στραμμένο στον τουρισμό. Όπως παντού, δηλαδή, αλλά χωρίς υπερβολές και φτιασίδια. Εδώ πέρα τουλάχιστον. Κάτι που πρέπει να παρκάρεις στην είσοδο του χωριού και να κάνεις όλα τα υπόλοιπα με τα πόδια, κάτι η απόσταση από τα μεγάλα αστικά κέντρα, οι Καλαρρύτες έχουν «τουριστικοποιηθεί» τόσο όσο.
Η ΒΟΛΤΑ ΑΠ’ ΑΚΡΗ Σ’ ΑΚΡΗ ΣΤΟ ΠΕΤΡΟΧΤΙΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΕΙΝΑΙ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ.
Στο σημείο αυτό αξίζει ίσως μια αναφορά στην πλέον εμβληματική φιγούρα του χωριού, τον Ναπολέοντα Ζάγκλη, που πριν από τριάντα χρόνια σχεδόν άφησε την Αθήνα και την πληροφορική για να ανηφορίσει στο χωριό καταγωγής του και να δώσει ξανά ζωή στο παλιό καφενείο των παππούδων του, το οποίο και άνοιξε ξανά ως μπακάλικο, ταβέρνα και ξενώνα, ονόματι «Άκανθος». Ο Ναπολέοντας έφτιαξε τον κήπο του, πήρε ζώα και παρέμεινε στους Καλαρρύτες χειμώνες και καλοκαίρια για να δημιουργήσει σιγά-σιγά, με τις μαγειρικές, τη φιλοξενία και τα αυτοσχέδια συνήθως γλέντια του έναν προορισμό που, όσο μακρινός κι αν είναι, άλλο τόσο προσιτός και αγαπημένος έγινε.
Άλλοι δυο ξενώνες που σερβίρουν και φαγητό, ένα-δυο καφέ και ταβέρνες, ισάριθμα καταστήματα με είδη λαϊκής τέχνης και παραδοσιακά προϊόντα συνδράμουν με τη σειρά τους στην κινητικότητα του χωριού, όπου, σημειωτέον, όλες οι μεταφορές, από προμήθειες μέχρι οικοδομικά υλικά, γίνονται με γαϊδούρια. Δεν είναι εύκολο να «επιχειρείς» εδώ πάνω.
Εκδρομή με τα όλα της
Η αλήθεια είναι πως οι Καλαρρύτες είναι σίγουρα πιο βατοί με παιδιά σε ηλικία που μπορούν να περπατήσουν, κυρίως γιατί η κίνηση με καρότσι επάνω στην πέτρα δεν είναι εύκολη. Αν είστε με μωρό, δηλαδή, προτιμήστε τον μάρσιππο. Κατά τ’ άλλα, η βόλτα απ’ άκρη σ’ άκρη στο πετρόχτιστο χωριό είναι ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική.
Στη μαρμάρινη στήλη της πλατείας διαβάζουμε τα ονόματα των Καλαρρυτινών που διέπρεψαν στα γράμματα και στο εμπόριο τον 18ο και τον 19ο αιώνα, αλλά και των μελών της Φιλικής Εταιρείας από τα χρόνια της Επανάστασης του ’21. Κι έπειτα παρατηρούμε την αρχιτεκτονική ολόκληρου του χωριού, τα σπίτια και τα αρχοντικά, ακόμα και τις βρύσες και τα γεφύρια, μάρτυρες όλα τους της ιστορίας και της ακμής που γνώρισαν οι Καλαρρύτες τους περασμένους αιώνες, μέχρι που κάποτε ερήμωσαν και αυτοί.
«Να δεις πώς γίνονταν παλιά οι γάμοι στην πλατεία, τα έθιμα των Βλάχων, τις φορεσιές και τους χορούς τους...», θυμάμαι να αναπολούν οι ηλικιωμένοι πια αδελφοί Κόττα, από τους ελάχιστους μόνιμους κατοίκους του χωριού, στυλοβάτης ο ένας εξ αυτών των... εσωτερικών μεταφορών με τα γαϊδούρια του.
Η εκδρομή εδώ πάνω όμως δεν περιορίζεται μονάχα στο χωριό. Με όρεξη για περπάτημα και σωστά παπούτσια, οι Καλαρρύτες συνδέονται με μονοπάτι περίπου μιάμισης ώρας με το επίσης γραφικό, πετρόχτιστο Συρράκο, που στέκει στα βορειοδυτικά, ενώ βγαίνοντας από το χωριό και με χρήση αυτοκινήτου κατηφορίζουμε μέχρι το σημείο εκείνο που ξεκινάει το μονοπάτι προς το γεφύρι Κουιάσα και τον πέτρινο νερόμυλο, για άλλη μια σύντομη πεζοπορία μέσα σε πυκνή βλάστηση και πλάι σε κελαρυστά νερά και καταρράκτες. Εδώ κοντά και η Μονή Κηπίνας, από τα πλέον εντυπωσιακά μοναστήρια της Ηπείρου, χτισμένο το 1212 στο κοίλωμα ενός κατακόρυφου βράχου.
Πρωινές βόλτες, καθαρός αέρας και φυσική καταπόνηση, για να ακολουθήσουν τα μεσημεριανά φαγητά και τσίπουρα. Να μπουν κι άλλα ξύλα στο τζάκι ή τη σόμπα, να βγει η πρώτη πίτα, οι γίγαντες με τα χόρτα, η προβατίνα και το ζυγούρι, να σερβιριστεί και το δεύτερο τσίπουρο. Χωρίς γλυκάνισο. Στα ορεινά της Ηπείρου βρισκόμαστε, άλλωστε. Πώς αλλιώς;
Διαμονή και φαγητό
Ο ξενώνας του Ναπολέοντα (Τηλ.: 2659061518), το Πετράδι 1873 (Τηλ.: 2659061561) και το Αρχοντικό Βογιάρου (Τηλ.: 2659062361) είναι οι τρεις επιλογές διαμονής στο χωριό. Για φαγητό, εκτός από την Άκανθο μπορείτε να δοκιμάσετε τη μαγειρική των ξενώνων και το χαριτωμένο La Godru (Τηλ.: 6955238896), στην είσοδο του χωριού.