«ΛΑΪΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ» ΚΑΙ ΑΠΟΝΟΜΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» εκφράζεται διαχρονικά στην ανθρώπινη ιστορία, παίρνει διαφορετικό νόημα και περιεχόμενο ανάλογα με τη διαμόρφωση των κοινωνικών συνθηκών, και η επίκλησή του εγείρει προβληματισμούς και αντιπαραθέσεις. Τι είναι αυτό που το παράγει τελικά και τι συνέπειες έχει; Τα «λαϊκά δικαστήρια», έκφραση αυτού του «κοινού περί δικαίου αισθήματος», είναι τρόπος απονομής δικαιοσύνης; Πόσο πιεστική γίνεται η κοινή γνώμη στις δικαστικές αποφάσεις;
Ημερομηνία δημοσίευσης: 09/05/2022
Πισπιρίγκου, Τοπαλούδη, Γλυκά Νερά, Άννυ, Δουρής, Δουνέικα, Σεχίδης, σατανιστές, Παπαχρόνης, Φραντζής. Ονόματα θυμάτων, ονόματα θυτών και τοπωνύμια, που έμειναν εγγεγραμμένα στο συλλογικό θυμικό με φρίκη και αποτροπιασμό. Δεν είναι τα μόνα. Είναι κάποια από αυτά που το άκουσμά τους ανακαλεί μνήμες από ειδεχθή εγκλήματα τα οποία κατά καιρούς διαπράττονται θυμίζοντας πως «homo homini lupus».
Η κοινή γνώμη συγκλονισμένη, κάθε φορά αναρωτιέται με αγανάκτηση μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος. Ρητορικό το ερώτημα. Η απάντηση είναι προφανής. Η ανθρώπινη Ιστορία και οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες άγριων δολοφονιών που έρχονται στο φως της δημοσιότητας την επιβεβαιώνουν. Το τέρας μέσα μας υπάρχει κι όταν ο πολιτισμός δεν καταφέρνει να το δαμάσει, θεριεύει. Βρίσκει το κενό εκείνο που του επιτρέπει ανεξέλεγκτα πια να ξεχυθεί με ωμότητα και, ανατροφοδοτούμενο από την ίδια την αγριότητά του, προχωρά στη θηριωδία. Το ρητορικό ερώτημα επιβεβαιώνουν κοινή γνώμη και μέσα ενημέρωσης. Γιατί η γενική κατακραυγή εκπίπτει στην κανιβαλιστική διάθεση και επαναληπτικά διαστροφική περιέργεια του κοινού που συμμετέχει σε έναν κύκλο αίματος και εκδικητικής μανίας.
Ο θύτης πρέπει να πληρώσει. Και τα Μέσα έρχονται να ικανοποιήσουν το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» που η κάθε κτηνώδης εγκληματική πράξη έχει ενεργοποιήσει. Οι έντιμοι, φιλήσυχοι πολίτες μεταμορφωμένοι σε Ερινύες απολαμβάνουν τα «λαϊκά δικαστήρια» που στήνονται με ταχύτητα απίστευτη σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα. Ειδικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου η ελευθερία της έκφρασης χάνει τις αξιακές της προϋποθέσεις και εξοβελίζεται στον χώρο των ύβρεων και της ασυδοσίας, το αποτρόπαιο έγκλημα καταγγέλλεται με αποτρόπαιες σκέψεις. Ο τηλεοπτικός φακός αδιάκριτα και αδιακρίτως εστιάζει σε κάθε σοκαριστική λεπτομέρεια. Κι αν το σημερινό νομικό πλαίσιο δεν το επιτρέπει, βρίσκεται ένας τρόπος να γίνουμε κοινωνοί των μακάβριων ευρημάτων. Κυρίως, όμως, να συμμετάσχουμε στο αδυσώπητο λυντσάρισμα εν ονόματι της δικαιοσύνης.
Δικαιοσύνη και λαϊκή ετυμηγορία
Ποιας δικαιοσύνης, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί. Γιατί, όπως πολύ ωραία το έχει θέσει ο Hans Kelsen, ένας από τους μεγαλύτερους θεωρητικούς του δικαίου του 20ού αιώνα: «Κανένα άλλο ερώτημα δεν έχει συζητηθεί με τόσο πάθος, για κανένα άλλο ερώτημα δεν έχει χυθεί τόσο πολύτιμο αίμα, τόσο πικρά δάκρυα, κανένα άλλο ερώτημα δεν έχουν στοχαστεί τα πιο φωτεινά πνεύματα, από τον Πλάτωνα μέχρι τον Καντ. Κι όμως, το ερώτημα αυτό παραμένει αναπάντητο. Ίσως γιατί είναι ένα από εκείνα τα ερωτήματα για τα οποία λέγεται, με μια στάση στοχαστικής παραίτησης, πως ο άνθρωπος δεν θα βρει ποτέ μια, οριστική απάντηση, μπορεί μόνο να προσπαθεί διαρκώς να δώσει καλύτερες απαντήσεις». (Χανς Κέλσεν, Τι είναι δικαιοσύνη;, Εκδ. Αντίποδες, Αθήνα 2019).
«Tο τι είναι δίκαιο και τι άδικο αποτελεί συνήθως αντικείμενο διαμάχης», επισημαίνει και ο Τζων Ρωλς, ένας άλλος μεγάλος φιλόσοφος του δικαίου. (Τζων Ρωλς, Θεωρία της δικαιοσύνης, Εκδ. Πόλις, Αθήνα 2001, σ. 29).
Ασφαλώς όμως στις κοινωνίες μας υπάρχει ένας «ελάχιστος κοινός παρονομαστής», όχι απαραίτητα αυτονόητος, βάσει του οποίου τουλάχιστον η ανθρωποκτονία, συνήθως, κρίνεται ηθικά καταδικαστέα. Και όσο πιο βάρβαρος είναι ο τρόπος τέλεσής της, τόσο περισσότερο εξεγείρεται το «κοινό περί δικαίου αίσθημα». Και τόσο περισσότερο τα μέσα γίνονται τα μεγάφωνα αυτής της «vox populi». Ειδικά δε στην τηλεόραση, συχνά το στούντιο μετατρέπεται σε δικαστική αίθουσα: τα «τηλεδικαστήρια», πάντα έτοιμα να εκφράσουν τη λαϊκή ετυμηγορία.
Τα δημοφιλή «τηλεδικαστήρια»
Η Σύσταση αρ. 1/18.09.2002 του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης προς τους τηλεοπτικούς σταθμούς της χώρας περιγράφει χαρακτηριστικά την κατάσταση: «H προσπάθεια αύξησης της τηλεθέασης από ορισμένες τηλεοπτικές ενημερωτικές εκπομπές και δελτία ειδήσεων, με τρόπο που ξεφεύγει από τα όρια της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, έχει αποκτήσει μια αρνητική δυναμική ανεξέλεγκτου ανταγωνισμού, έντασης, συγκρουσιακής αντιπαράθεσης, ανευθυνότητας, υπερβολής και έλλειψης ψυχραιμίας.
»Συγχρόνως, η προσφορά του βήματος της δημοσιότητας σε ευφάνταστους συνομιλητές, η παρουσία των οποίων στα τηλεοπτικά παράθυρα έρχεται να τους νομιμοποιήσει ως ειδήμονες, προκαλεί σύγχυση στο κοινό σχετικά με το τι είναι ορθολογικό επιχείρημα, τι είναι Δημοκρατία και τι σημαίνει ελεύθερη έκφραση γνώμης. Στο πλαίσιο αυτό, σχηματίζεται η εντύπωση πως οτιδήποτε και αν λέγεται, όσο αποτρόπαιο και ανορθολογικό και αν είναι, δικαιώνεται ως συμμετοχή στην ανταλλαγή απόψεων και θέσεων στο πλαίσιο του δημοκρατικού διαλόγου.
»Η παρανόηση του περιεχομένου της έννοιας της Δημοκρατίας και του δημοκρατικού διαλόγου, καθώς και οι παρερμηνείες της έννοιας του δικαιώματος, οδηγούν στην εξαχρείωση της δημόσιας χρήσης του λόγου και της εικόνας».
Έκτοτε, πέρασαν 20 χρόνια και τίποτα δεν άλλαξε. Τα «τηλεδικαστήρια» συνεχίζονται, δημοσιογράφοι και δικηγόροι αποκαλύπτουν στοιχεία από δικογραφίες, πολίτες και πρόσωπα εκτός των θεσμικών αρμών κρίνουν και αποφασίζουν, καταγγελτικές τοποθετήσεις πυροδοτούν νέες «δικαιοδοτικές» εκρηκτικές τοποθετήσεις.
Η διαρροή δικογραφιών
Ο Δημήτρης Βερβεσός, Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών ξεκαθαρίζει: «Είναι πάγια θέση του δικηγορικού κλάδου ότι οι δίκες γίνονται στα δικαστήρια. Επίσης, πάγια θέση μας είναι ότι με βάση τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι υποθέσεις που βρίσκονται σε στάδιο προανάκρισης ή προκαταρκτικής έρευνας είναι μυστικές, άρα οποιαδήποτε διαρροή, είτε από υπάλληλο, είτε από δικαστή, είτε από δικηγόρο, υλικού της δικογραφίας και συγκεκριμένων στοιχείων προς τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης είναι απολύτως παράνομη. Σύμφωνα με τη διάταξη του υφιστάμενου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που όπως ξέρετε ισχύει εδώ και 50 χρόνια στην πατρίδα μας, οποιαδήποτε τέτοια δημοσιοποίηση στοιχείων από τη δικογραφία είναι παράνομη πράξη.
»Εμείς, λοιπόν, έχουμε ζητήσει επανειλημμένως από τα αρμόδια όργανα της πολιτείας, δηλαδή τις εισαγγελικές αρχές οι οποίες έχουν και την αρμοδιότητα να το πράξουν, να διενεργήσουν έρευνα και, άμα βρεθούν οι υπαίτιοι της διαρροής, να προχωρήσουν στην περαιτέρω ποινική αξιολόγηση για την ποινική αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, διότι έχει πάρει διαστάσεις τεράστιες. Πριν φτάσουμε στην ακροαματική διαδικασία, έχει γίνει επτά φορές η δίκη σε διάφορα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, είτε τηλεοράσεις κυρίως, είτε και άλλα μέσα, ραδιόφωνα ή site. Έτσι, έχει παραβιαστεί το τεκμήριο αθωότητας κατά πάρα πολλές περιπτώσεις, με αποτέλεσμα όταν φτάνει η ακροαματική διαδικασία να έχει ένας άνθρωπος ήδη “καταδικαστεί”, ενώ μπορεί να κριθεί αθώος στο δικαστήριο, ή να έχει “αθωωθεί”, ενώ μπορεί να κριθεί ένοχος. Άρα, κατ’ εμάς είναι σημείο κομβικό να τηρείται η μυστικότητα της προδικασίας από όλους τους παράγοντες της ποινικής διαδικασίας».
Εύλογη η ερώτηση αν έχει πέσει ποτέ στην αντίληψη του κ. Βερβεσού κάποια περίπτωση που τελικά να τιμωρήθηκε πράγματι κάποιος ο οποίος παραβίασε τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. «Δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν έχουν κινηθεί οι αντίστοιχες ποινικές διαδικασίες», απαντά. «Εμείς, όποτε είχαμε περιπτώσεις τέτοιες που έφτασαν στα πειθαρχικά συμβούλια, τις έχουμε παραπέμψει για πειθαρχική διερεύνηση. Ήδη έχουν διερευνηθεί τέτοιες περιπτώσεις και έχουν επιβληθεί κυρώσεις σε συγκεκριμένους συναδέλφους».
Ανταλλαγή εξουσίας και άσκηση επιρροής
Για το ζήτημα της διαρροής δικογραφιών, ο Γιάννης Πανούσης, ομότιμος Καθηγητής εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώην Υπουργός, σημειώνει σκωπτικά ότι δεν γίνεται από κάποιον «αρειανό» που κατέβηκε από διαστημόπλοιο, είναι δεδομένο ποιος μπορεί να την κάνει. «Έχω προσωπική εμπειρία», επισημαίνει. «Πήγα και κατέθεσα ενώπιον του εισαγγελέως και της γραμματέως και πριν φτάσω σπίτι μου είχε διαρρεύσει η κατάθεσή μου. Άρα ένας από τους δύο το έχει κάνει, δεν υπάρχει κάποιος άλλος.
»Από κει και πέρα, οι δικηγόροι ξέρουν πολύ καλά την πηγή, όπως και τα κανάλια ξέρουν από πού θα αντλήσουν πληροφορία. Πρόκειται είτε για ανταλλαγή ενός είδους εξουσίας του καθενός –εγώ σε βοηθάω σε αυτό, εσύ θα με βοηθήσεις σε κάτι άλλο–, είτε για μία προσπάθεια επηρεασμού μέσω των διαρροών. Αυτό εξαρτάται κάθε φορά από τα πρόσωπα, τους δράστες και τα θύματα της συγκυρίας».
Ο κ. Πανούσης τονίζει ότι υπάρχουν ο Δικηγορικός Σύλλογος και η δεοντολογία. Όπως λέει, «δεν μας λείπει το θεσμικό πλαίσιο. Μας λείπει αυτό που θα λέγαμε: να κάνει ο καθένας καλά τη δουλειά του. Το να τηρούμε αυτά τα οποία έχουμε ορκιστεί, έχουμε υπογράψει και να μην τα παραβιάζουμε στο όνομα του να αποκτήσουμε μια εφήμερη δημοσιότητα».
Το τεκμήριο αθωότητας
Προφανώς υπάρχει το νομικό πλαίσιο, η δεοντολογία, αλλά κατά πόσο τηρείται π.χ. το τεκμήριο της αθωότητας;
«Κανείς δεν τηρεί το τεκμήριο της αθωότητας», απαντά ο κ. Πανούσης. «Στερούμε στους κατηγορούμενους το δικαίωμα της υπεράσπισης κι αυτό είναι κακό διότι είναι ιερό για τον άνθρωπο, ακόμη και αν έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω να τελεί έγκλημα. Το έχει πει πολύ ωραία ο Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης: είναι ιερός ο ρόλος της υπεράσπισης ακόμα και αν είναι δεδομένο ότι κάποιος έχει κάνει έγκλημα. Πόσο μάλλον εάν είναι αθώος, εάν δεν έχει συμβεί κάτι, εάν είναι στον αέρα μία καταγγελία, εάν πρόκειται για μία εκδίκηση ας πούμε.
»Επομένως, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που τους αρέσει να παίζουν το παιχνίδι του δικαστή, ας το σκεφτούν. Βέβαια, χρησιμοποιούν το επιχείρημα ότι επειδή η επίσημη τυπική δικαιοσύνη δεν βλέπει καλά, εγώ, δηλαδή ο πολίτης θα της ανοίξω τα μάτια. Oι δικαστές τα “πιάνουν” αλλά εγώ, επειδή είμαι ανεξάρτητος και έντιμος τα βγάζω στη φόρα. Υπάρχει και αυτή η αντίληψη».
Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε λιντσάρισμα, ενδεχόμενο που αναγνωρίζει ο κ. Πανούσης: «Ναι, βέβαια, ο νόμος του Λυντς είναι. Πρώτα σε σκοτώνω και μετά ρωτάω τι έκανες. Άντε, να γυρίσουμε στο Φαρ Ουέστ… Είναι ζήτημα προσωπικής ηθικής. Δεν αμαυρώνουμε την τιμή, δεν βάζουμε σε κίνδυνο τη ζωή και την αξιοπρέπεια του άλλου για πλάκα. Αλλά είναι κι ένα ζήτημα πολιτισμού. Ζούμε στη βαρβαρότητα; Προσπαθεί ο ένας να “σκοτώσει” τον άλλον μέσω της διαπόμπευσης»; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένας μηχανισμός που ενεργοποιείται από την ακραία έκφραση του «κοινού περί δικαίου αισθήματος» και εκτονώνεται στα λαϊκά δικαστήρια.
Το «κοινό περί δικαίου αίσθημα»
«Αυτό το “περί δικαίου αίσθημα του λαού” είναι μία πάρα πολύ επικίνδυνη έννοια», επισημαίνει ο κ. Πανούσης. «Διότι ταυτίζεται πολλές φορές με την έννοια του Λυντς και βέβαια παραβιάζει κατάφωρα το τεκμήριο αθωότητας του καθενός μας. Είμαστε έτοιμοι να αποφασίσουμε με πολύ επιφανειακό και επιπόλαιο τρόπο, με βάση τα στερεότυπά μας, δηλαδή τις προκαταλήψεις μας, με βάση το πώς έχουμε διαμορφώσει άποψη για τους ανθρώπους, για το φύλο, τη φυλή, την εθνότητα. Είμαστε έτοιμοι να αποφασίσουμε, να κρίνουμε, να κατακρίνουμε, να καταδικάσουμε με την πρώτη είδηση, η οποία δεν είναι και διασταυρωμένη καμιά φορά. Γινόμαστε ταυτόχρονα νομοθέτες και δικαστές. Και, το χειρότερο, γινόμαστε και δήμιοι. Δηλαδή καταδικάζουμε, κρεμάμε τον κατηγορούμενο. Είτε τον κρεμάμε στα μανταλάκια, είτε κάποιες φορές τον αναγκάζουμε να αυτοκτονήσει».
Ο κ. Πανούσης υπογραμμίζει μια επιπλέον διάσταση του ζητήματος: «Αυτά τα “λαϊκά δικαστήρια”, δηλαδή ότι ο λαός δικάζει, θεωρούμε ότι είναι μία μορφή δημοκρατικού δικαιώματος. Έχουμε δηλαδή μία στρέβλωση πολιτική, κοινωνική και τελικά ηθική, νομίζω. Δεν είναι ούτε κλειδαρότρυπα, ούτε κουτσομπολιό. Είναι παραλογισμός και κακεντρέχεια. Θα τον δικάσω, θα τον καταδικάσω, θα τον ξεφτιλίσω, έτσι, επειδή είναι αυτός. Αντίθετα, αν μας μοιάζει, αν κάπου δηλαδή συναντώνται το κοινωνικό μας status, τα ιδεολογικά μας, τα κομματικά μας, το θάβουμε. Δηλαδή κάνουμε ότι δεν το είδαμε, λέμε ότι όλες οι περιπτώσεις δεν είναι ίδιες κ.λπ. Υπάρχει αυτή η τρομερή μεροληψία υπέρ των δικών μας. Αν θεωρούμε ότι κάποιος είναι βιαστής χωρίς να έχει δικαστεί και διαφέρει από εμάς ταξικά, κοινωνικά κ.λπ., τον κρεμάμε. Τελειώσαμε, πάει αυτός, να εκτελεστεί! Αν κάποιος κάνει την ίδια πράξη, με τον ίδιο χυδαίο και βάρβαρο τρόπο, αλλά κάπου εν πάση περιπτώσει μας μοιάζει, κάπου συναντώνται οι ζωές μας, τότε υπάρχουν ελαφρυντικά. Μάλιστα, μπορεί να εξετάσουμε μήπως είναι συνωμοσία… Από όπου και να το δεις, αυτό το πράγμα είναι διάτρητο. Από κάθε πλευρά και κυρίως ηθική».
Ο ρόλος των δημοσιογράφων
Ο κ. Πανούσης υπογραμμίζει ότι και στην περίπτωση των δημοσιογράφων, που συχνά αναλαμβάνουν ρόλο δικαστών, «τίθεται το θέμα της προσωπικής ηθικής και της δεοντολογίας. Δηλαδή τι κανόνες τηρείς, είτε λέγεσαι δικηγόρος, είτε λέγεσαι δημοσιογράφος, είτε λέγεσαι δικαστής. Και, βέβαια, τελικά και ως πολίτης τι κανόνες τηρείς. Διότι όλα αυτά κάποια στιγμή συμπλέκονται και διαπλέκονται, κατά τη γνώμη μου. Δηλαδή, δεν θα είχαμε τέτοιους πολιτικούς εάν δεν είχαμε τέτοιους πολίτες. Δεν θα είχαμε τέτοιους δικαστές, αν δεν ήμασταν και εμείς πάρα πολύ δικομανείς, ίσως. Άρα, μπορεί αυτή η κοινωνία να εκφράζεται με διάφορους τρόπους, αλλά έχει κοινό παρονομαστή αυτό το χαμηλό επίπεδο πολιτισμού, αυτή την κακιούλα, αυτή την κακεντρέχεια. Βγαίνει και εχθροπάθεια κάποια στιγμή, δηλαδή ανεβαίνει και κλίμακα».
Πώς λειτουργεί η μετατροπή των «τηλεπαραθύρων» σε ένα είδος «λαϊκού δικαστηρίου», σε μια αίθουσα δικαστηρίου χωρίς κανόνες; Στο ερώτημα αυτό απαντά ο Γεράσιμος Προδρομίτης, Καθηγητής Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο ηθικός εξοργισμός είναι δικαιολογημένος: «Ουσιαστικά, είναι μία έκφραση του ηθικού εξοργισμού ή της ηθικής αποστροφής που εκδηλώνουν οι κοινωνίες. Δεν είναι τόσο έντονο πλέον στα “τηλεπαράθυρα”, όσο είναι στο διαδίκτυο. Είναι ένας δικαιολογημένος ηθικός εξοργισμός και μάλιστα δεν είναι ένα αυτοφυές φαινόμενο, γιατί όλα συμβαίνουν σε αλληλεπίδραση. Αν π.χ. πάρουμε τα γεγονότα με τις κατηγορίες περί βιασμού που εκφράστηκαν εναντίον των πλουσίων γόνων στη Θεσσαλονίκη, ο κόσμος βρέθηκε μπροστά σε κάποιες πληροφορίες που έδειχναν ότι οι θεσμοί δεν είχαν αρθεί πλήρως στο ύψος των περιστάσεων. Οπότε, είναι μία ενδεχομένως ανατροφοδοτούμενη κατάσταση. Δηλαδή, η ακρότητα και η όποια δραματουργία και έκφραση δεν είναι απλώς και μόνο ηθικός εξοργισμός, αλλά έχει να κάνει και με το πλαίσιο επικοινωνίας μεταξύ θεσμών και πολίτη. Όταν μέσα σε αυτό ο πολίτης αισθάνεται ότι είτε υποτιμούν τη νοημοσύνη του είτε η αδικία ενισχύεται είτε οι θεσμοί δεν λειτουργούν όπως θα έπρεπε να λειτουργούν, ε, τότε το πράγμα εκτραχύνεται ενδεχομένως στο ρητορικό επίπεδο κάπως παραπάνω».
Αυτό το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» εκφράζεται διαχρονικά στην ανθρώπινη ιστορία. Τι είναι αυτό που το παράγει και πώς αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου; «Το “κοινό περί δικαίου αίσθημα” δεν είναι το ίδιο ως περιεχόμενο διαχρονικά. Έχει διαφορετικές ευαισθησίες, διαφορετικά περιεχόμενα, όμως πάντα έχει μία αίσθηση πλειοψηφίας. Τι το παράγει; Μία κοινή πεποίθηση για τη διεκδίκηση ή επαναβεβαίωση ή αποκατάσταση ενός αγαθού το οποίο έχει τρωθεί ή έχει δεχτεί επίθεση ή έχει καταρρακωθεί. Έχει ένα αίτημα επανόρθωσης, ένα αίτημα αποκατάστασης», σημειώνει ο κ. Προδρομίτης.
Σήμερα, ο κόσμος στις ΗΠΑ ξεσηκώνεται εναντίον της κατάργησης του δικαιώματος των γυναικών στην άμβλωση. Είναι μία διάσταση του ίδιου ζητήματος. Την άλλη τη βλέπουμε στις περιπτώσεις των ειδεχθών εγκλημάτων, όπου, όπως υπογραμμίζει ο κ Προδρομίτης, «σαφέστατα υπάρχει η αυτονόητη ηθική αποστροφή και καταδίκη του αυτουργού ειδεχθών πράξεων, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο συμπυκνώνει το απόλυτο κακό. Είναι το απόλυτο τέρας. Και μάλλον το τέρας το χρειαζόμαστε, ακριβώς γιατί είναι το ανεστραμμένο κάτοπτρο του κανονικού μας εαυτού. Αυτό που λέω δεν σημαίνει βέβαια ότι αθωώνουμε τον οποίον θύτη. Σε καμία περίπτωση. Το γιατί φτάνει να διαπράξει αυτές τις πράξεις είναι μια ολόκληρη ιστορία. Απλά, στο συμβολικό επίπεδο βλέπουμε ακριβώς τον στιγματισμό που δημιουργεί την έκφραση αυτής της ακραίας ηθικής αποστροφής, του ηθικού εξοργισμού που βιώνει η κοινωνία, με αποτέλεσμα κατά ένα τρόπο να αισθανόμαστε έτσι λίγο πιο κανονικοί εμείς και λίγο πιο ασφαλείς».
Υπάρχει ενδεχόμενο σε συνθήκες πίεσης της κοινωνίας να εκφράζεται πιο έντονα αυτό το «κοινό περί δικαίου αίσθημα»; Η απάντηση του κ. Προδρομίτη είναι θετική: «Πάντα όταν οι κοινωνίες βιώνουν απειλές και, κυρίως, όταν καθίσταται πρόδηλη η θνητότητα –και αυτό είναι κάτι που έρχεται από τη θεωρία της διαχείρισης τρόμου–, αυτό που παθαίνει το κοινωνικό υποκείμενο είναι να ενεργοποιείται προκειμένου να διαφυλάξει την κοσμοεικόνα του, να διαφυλάξει την ασφάλειά του. Αποτέλεσμα είναι να γίνεται περισσότερο ενεργό ή να επαγρυπνεί, να γίνεται πιο επιθετικό και πιο τιμωρητικό. Οπότε, σε μεγάλο βαθμό, ναι, μπορούμε να πούμε ότι οι αντιδράσεις είναι λίγο περισσότερο έντονες από ό,τι θα ήταν σε κανονικές περιπτώσεις».
Κοινή γνώμη και δικαστές
Ένα καθοριστικό –και ειδικά ως προς το αποτέλεσμα που παράγει– ερώτημα είναι αν η έκφραση του «κοινού περί δικαίου αισθήματος» μπορεί να γίνει πιεστική για τη δικαιοσύνη. Ή, διαφορετικά διατυπωμένο, μπορεί η κοινή γνώμη να επηρεάζει τη δικαιοσύνη;
Ο κ. Προδρομίτης θεωρεί σχεδόν αυτονόητο ότι υπάρχει επηρεασμός: «Κοιτάξτε, για μένα, και νομίζω όχι μόνο για μένα αλλά γενικά για την επιστήμη μας, είναι μύθος επί της ουσίας η εικόνα του αδέκαστου ανεπηρέαστου δικαστή. Δεν δικάζουν σε κενό αέρος. Ούτε οι δίκες διεξάγονται σε κενό αέρος, ούτε οι δικαστές είναι οι άνθρωποι χωρίς ιδιότητες. Υπάρχει ένα κλίμα επιρροής από την κοινωνία».
Ο κ. Πανούσης κάνει μια διαφορετική τοποθέτηση: «Για τους δικαστές, όσες έρευνες έχουν γίνει δεν αποδεικνύουν επηρεασμό. Για τους λαϊκούς δικαστές, για τους ενόρκους, πραγματικά υπάρχει ο κίνδυνος να επηρεαστούν. Γι’ αυτό άλλωστε γίνονται και εξαιρέσεις. Δηλαδή, άμα στη ζωή σου έχει συμβεί κάτι πολύ αρνητικό και κληρώνεσαι να κρίνεις μια ίδια περίπτωση σε δίκη, μπορεί να έχεις μία προκατάληψη».
Ο κ. Βερβεσός, αν και θεωρεί ότι η πλειονότητα των δικαστών δεν επηρεάζεται, βλέπει τον επηρεασμό των δικαστών από την κοινή γνώμη: «Πιστεύω ότι το σύνολο των δικαστών δεν επηρεάζεται, όμως δεν αποκλείω να υπάρχουν και δικαστές οι οποίοι κάτω από το βάρος μιας κοινωνικής κατακραυγής, πολλές φορές –ειδικά σε περιπτώσεις προσωρινής κράτησης, το έχουμε δει επανειλημμένως– να λειτουργούν υπό καθεστώς άσκησης πίεσης της κοινής γνώμης».
«Ο δικαστής πρέπει να εφαρμόζει τον νόμο έξω και πέρα από οποιεσδήποτε κοινωνικές αντιλήψεις, κοινές γνώμες, δημόσιο αίσθημα», υπογραμμίζει ο κ. Βερβεσός. «Πρέπει να κρίνει και να αποφασίζει με βάση τα κριτήρια στο αυστηρό τυπικό δικονομικό σύστημα το οποίο εφαρμόζεται σε όλη την ηπειρωτική Ευρώπη και το οποίο έχει αποδεχτεί και η πατρίδα μας διαχρονικά από τότε που συστάθηκε το νεοελληνικό κράτος. Δεν χωρούν “λαϊκά δικαστήρια” παρά μόνον όπου αυτό κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται, όπως παραδείγματος χάρη στις συνθέσεις των μεικτών ορκωτών δικαστηρίων.
»Αντιλαμβάνομαι ότι κάποιοι συμπολίτες μας θέλουν να λειτουργούν με λογικές αυτοδικίας ή κοινωνικής οχλαγωγίας, αλλά όσο λειτουργούμε σε δημοκρατικά πολιτεύματα πρέπει να αποδεχόμαστε τους κανόνες της δημοκρατικής λειτουργίας και του δικονομικού μας συστήματος. Το λιντσάρισμα, η θανατική ποινή και άλλες τέτοιες κατηγορίες, όπως είναι η παρείσφρηση του “κοινού περί δικαίου αισθήματος” κατά την ποινική αξιολόγηση συγκεκριμένων συμπεριφορών, νομίζω πρέπει να αποτελούν πρακτικές που δεν συνάδουν με ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος δικαίου».
Η ποινική αξιολόγηση, λοιπόν, η οποία στηρίζεται στους θεσμούς ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους δικαίου –που σέβεται τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες, χωρίς διακρίσεις, με ισότιμη μεταχείριση όλων των πολιτών– είναι sine qua non στοιχείο της δημοκρατικής πολιτείας. «Λαϊκά δικαστήρια» και «κοινό περί δικαίου αίσθημα» θα συνεχίσουν να υπάρχουν, όπως υπήρχαν πάντα. Το τι τα προκαλεί και το πώς εκφράζονται δείχνει το επίπεδο του πολιτισμού μας.
Η Μαρίνα Ρήγου είναι Επ. Καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, Δημοσιογράφος.