ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΩΣΤΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΝΑ ΠΕΙΣ ΣΕ ΓΟΝΕΙΣ ΟΤΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥΣ ΕΚΑΝΕ ΚΑΤΙ ΚΑΚΟ;
Πώς μιλάς σε άλλους γονείς για να τους πεις κάτι δυσάρεστο για το παιδί τους, χωρίς όμως να τους φέρεις σε δύσκολη θέση; Και πώς προασπίζεσαι τα δικαιώματα του παιδιού σου θέτοντας όρια, σαν ενήλικας προς ενήλικα;
Ήταν πριν από λίγο καιρό, μέσα στις γιορτές των Χριστουγέννων. O γιος μου ο Τζίμης είχε πάει για κάλαντα με άλλα δύο παιδιά. Ένα από τα αυτά, ας το ονομάσουμε Ανδρέα, επέστρεψε νωρίτερα στο σπίτι του, οπότε η μοιρασιά των χρημάτων έγινε ανάμεσα στα δύο παιδιά που απέμειναν, τον γιο μου και το τρίτο παιδάκι, ας το πούμε Νίκο.
Ήμασταν στο δικό μου σπίτι και ο Νίκος προθυμοποιήθηκε να δώσει στον Ανδρέα το μερίδιό του, μιας και θα τον συναντούσε την επόμενη ημέρα. Του πρότεινα μάλιστα να δώσει τα χρήματα στη μητέρα του για να τα φυλάξει μέχρι να συναντήσουν τον Ανδρέα, ώστε να βεβαιωθώ ότι κάποιος ενήλικας θα ήταν υπεύθυνος. Ο Νίκος συμφώνησε με ενθουσιασμό, και όλα καλά.
Δεν πέρασε μήνας και ο Ανδρέας σταμάτησε να μιλάει στον γιο μου. Όταν ο Τζίμης του ζήτησε να μάθει τον λόγο (θα μπορούσε να ήταν οποιοδήποτε τυχαίο γεγονός), εκείνος του είπε πως του έχει θυμώσει επειδή δεν του έδωσε ποτέ το μερίδιό του από τα κάλαντα. Όταν ο γιος μου του είπε «μα ο Νίκος πήρε το μερίδιό σου για να σου το δώσει», εκείνος απάντησε «ο Νίκος μου είπε ότι εσύ έχεις τα χρήματά μου, και συγγνώμη αλλά πιστεύω εκείνον παρά εσένα, καθώς τον γνωρίζω περισσότερα χρόνια». Ο γιος μου ήταν απαρηγόρητος κι εγώ αντιμέτωπη με έναν –όπως μου φάνηκε– γόρδιο δεσμό.
Οι γονείς των άλλων παιδιών
Από την ημέρα που ο Τζίμης στάθηκε στα πόδια του, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τον αφήνω να δίνει τις δικές του μάχες. Ξέρει ότι πάντα βρίσκομαι κάπου εκεί γύρω για να επέμβω εάν τα πράγματα ξεφύγουν, αλλά και ότι δεν πρόκειται να διεκδικήσω αντί για εκείνον, μπαίνοντας στη μέση κι επηρεάζοντας τις σχέσεις του με τα άλλα παιδιά. Είχα ξεκαθαρίσει στον εαυτό μου ότι δεν θα είμαι από αυτές τις μαμάδες στις παιδικές χαρές που μαλώνουν το άλλο παιδί, όταν μπλέκει με το δικό τους βλαστάρι σε καυγά. Αυτή τη φορά όμως κατάλαβα ότι επρόκειτο για μία αδικία τόσο μεγάλη, που όφειλα να επέμβω για να ξεκαθαρίσω την κατάσταση και να βοηθήσω τον γιο μου, ήμουν άλλωστε μάρτυρας στο συμβάν.
Το πρώτο βήμα ήταν εύκολο. Κάλεσα στο τηλέφωνο τον Ανδρέα και του δήλωσα ξεκάθαρα, ήρεμα και κατηγορηματικά ότι ως ενήλικας ήμουν παρούσα όταν έγινε η μοιρασιά και ότι μπορώ να επιβεβαιώσω εγώ, όπως και άλλος ένας ενήλικας που ήταν παρών, ότι τα χρήματα τα πήρε ο Νίκος. Το δεύτερο βήμα ήταν δύσκολο. Πολύ δύσκολο. Έπρεπε να καλέσω τη μητέρα του Ανδρέα και να της πω τι είχε συμβεί. Χωρίς να κατηγορήσω το παιδί της, αλλά και χωρίς να του βρω ελαφρυντικά.
Πώς λες σε μία μαμά ότι το παιδί της έχει καρπωθεί χρήματα; Το πρώτο πράγμα που έκανα, πριν καν πιάσω το τηλέφωνο στο χέρι μου, ήταν να οραματιστώ τον γιο μου στη θέση του Ανδρέα και τη μαμά του στη δική μου. Πώς θα ήθελα να μου μιλήσουν, εάν με καλούσαν για να μου πουν ότι ο Τζίμης φέρθηκε με λάθος τρόπο και αδίκησε κάποιο άλλο παιδί; Τόνισα επίσης στον εαυτό μου να μη χρωματίσει τον Νίκο με χαρακτηριστικά που πιθανότατα να μην έχει, και να σκεφτώ πολύ σοβαρά την πιθανότητα να μην «έκλεψε» τα χρήματα, αλλά να μπερδεύτηκε.
Η φωνή μου έτρεμε από την πρώτη λέξη που της απεύθυνα. Όμως:
- Την αντιμετώπισα σα να μιλούσα σε μένα την ίδια.
- Της περιέγραψα απλά τα γεγονότα, χωρίς να υποθέτω πράγματα και χωρίς να τονίζω λεπτομέρειες.
- Εστίασα πολύ σε αυτό που βίωσε ο γιος μου και την ανάγκη μου να τον βοηθήσω, ξεκαθαρίζοντας την κατάσταση.
Δυστυχώς, η συζήτηση δεν εκτυλίχθηκε όπως είχα φανταστεί, μιας και η άλλη μαμά, αφού άκουσε αυτά που είχα να πω, μου απάντησε: «Οπότε μου ζητάτε να δώσει ο γιος μου στον Ανδρέα τα χρήματα που του χρωστάει ο Τζίμης».
Μπερδεύτηκε; Το έκανε επίτηδες; Σε εκείνη τη φάση, προσπάθησα να υπερβώ τις συνθήκες και να επαναλάβω, σχεδόν σαν ρομπότ, την εξιστόρηση των γεγονότων, επιμένοντας λίγο περισσότερο στην προσωπική μου μαρτυρία: Μπροστά στα μάτια μου και τα μάτια ενός ακόμη ενήλικα, της μητέρας μου συγκεκριμένα, ο Νίκος πήρε τα χρήματα του Ανδρέα, διαβεβαιώνοντάς μας ότι θα του τα παραδώσει την επόμενη ημέρα. Ξανά, τζίφος. Μου έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο, ψελλίζοντας κάτι σαν «μην ανησυχείτε», και με άφησε μετέωρη.
Για μερικά λεπτά δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς είχα μόλις βιώσει. Μόνο μετά από λίγη ώρα μπόρεσα να σκεφτώ το ενδεχόμενο ότι α) αισθάνθηκε άσχημα ή β) προτίμησε να εθελοτυφλήσει και να μην έρθει αντιμέτωπη με την πράξη του γιου της. Η πονηρή σκέψη που τρύπωσε στο μυαλό μου ήταν ότι πιθανότατα αυτή η στάση του γονέα μπορεί να οδηγεί το παιδί σε παραβατικές πράξεις. Την έδιωξα όμως πολύ γρήγορα, γιατί κάτι μέσα μου μου είπε ότι κάποια στιγμή δεν είναι διόλου απίθανο να έρθω κι εγώ η ίδια αντιμέτωπη με ένα παρόμοιο τηλεφώνημα.
Δύσκολες συζητήσεις
Πώς λοιπόν ξεπερνάς την άβολη συνθήκη και στέκεσαι ξεκάθαρα σαν ενήλικας προς ενήλικα για να κάνεις αυτές τις δύσκολες συζητήσεις – ειδικά με ανθρώπους που έχουν άλλο σύστημα αξιών από το δικό σου; Η αλήθεια είναι ότι στη ζωή μου έχει χρειαστεί να πω πολλά δύσκολα πράγματα, από «χωρίζουμε» μέχρι «λυπάμαι, απολύεστε», αλλά το συγκεκριμένο με έκανε να νιώσω ανίκανη. Από τη μία μεριά υπερτερούσε το παιδί μου και η ανάγκη να διεκδικήσω γι’ αυτό το σωστό, από την άλλη η ενσυναίσθησή μου προς τον άλλο γονιό, η αγωνία μου για το πώς θα αντιδρούσε, και, στη συνέχεια, η σύγχυσή μου μπροστά στην αντίδρασή του.
Μεγαλώνουμε τα παιδιά μας ζητώντας τους να καλλιεργήσουν συναισθηματική ευφυΐα, την ίδια ώρα που εμείς δεν έχουμε μεγαλώσει σε σπίτια που την ενθάρρυναν, με αποτέλεσμα να είμαστε οι ίδιοι συναισθηματικά χαζοί. Χρειαζόμαστε επιβεβαίωση, ή τουλάχιστον στήριξη, ώστε να ακονίσουμε τη δική μας συναισθηματική ευφυΐα και να βοηθήσουμε τα παιδιά μας, χωρίς να βυθιστούμε στην απόλυτη ντροπή, τις τύψεις, τον πανικό ότι θα εξοργίσουμε τον άλλο. Παράλληλα, πρέπει να υπενθυμίζουμε συχνά στον εαυτό μας ότι κάθε οικογένεια έχει το δικό της σύστημα αξιών. Θα πρέπει να υπάρχει θέληση κι από τις δύο πλευρές, ώστε να συνεργαστούμε καλά ως ενήλικες για το καλό των παιδιών μας, πράγμα που απαιτεί κάποιον βαθμό σύνδεσης.
Εάν δεν υπάρχει χρόνος ή διάθεση, αξίζει τουλάχιστον να προσπαθήσουμε, και σίγουρα αξίζει το να μας δουν τα παιδιά μας να προσπαθούμε. Η ψυχολόγος Δρ. Jessica Michaelson, παραθέτει πέντε αποτελεσματικές πρακτικές για καλύτερη επικοινωνία με τους άλλους γονείς:
- Το πρώτο βήμα είναι να αποφασίσεις αν αξίζει τον κόπο, για το συγκεκριμένο παιδί και τον γονιό του. Εάν γνωρίζεις από πριν ότι πρόκειται για χαμένη υπόθεση, καλό είναι να μην μπαίνεις καν στη διαδικασία. Μπορεί η καλύτερη λύση να είναι η όσο το δυνατόν λιγότερη επικοινωνία και σχέση. Εάν μιλάμε για κάποιο παιδί που συναναστρέφεται αναγκαστικά το δικό μας (π.χ. στο σχολείο), θα πρέπει να κάνουμε το βήμα, κι ας είναι σχεδόν καταδικασμένο.
- Ξεκινάμε πάντα με ενσυναίσθηση, προς τον γονιό και το παιδί. Έτσι αποφεύγει κανείς να φέρει τον άλλο σε στάση άμυνας, όσο γίνεται τουλάχιστον.
- Κάνουμε ερωτήσεις στον άλλο γονιό, σχετικά με το τι μπορεί να συνέβη και τι μπορεί να κρύβεται πίσω από μία συμπεριφορά. Εν ολίγοις, φερόμαστε στον άλλο γονιό ως τον ειδικό στα θέματα που αφορούν στο παιδί του και δεν δείχνουμε με το δάχτυλο ούτε συμβουλεύουμε. Η απόλυτη εμπιστοσύνη στον γονεϊκό ρόλο του άλλου δημιουργεί μια τέλεια συνθήκη συνεργασίας κι ενδυναμώνει τον συνομιλητή.
- Δείχνουμε εμπιστοσύνη στο άλλο παιδί, αναδεικνύοντας θετικά χαρακτηριστικά που έχουμε διακρίνει σε αυτό και τονίζοντας στον γονιό του ότι ξέρουμε κι εκτιμούμε τα καλά του στοιχεία.
- Ξεκαθαρίζουμε τα δικά μας όρια, χωρίς να κατηγορούμε. Εστιάζουμε σε εμάς και στις ανάγκες της δικής μας οικογένειας, χωρίς να κρίνουμε. Μπορούμε να πούμε «θα ζητήσω από τη δασκάλα τους να τα βοηθήσει να το λύσουν» ή «θα πρέπει να φύγουμε τώρα» (εάν βρισκόμαστε κάπου μαζί και προκύψει πρόβλημα ανάμεσα στα παιδιά).
Θυμηθείτε: Δε χρειάζεται όλα τα παιδιά να είναι φίλοι μεταξύ τους, όπως κι εσείς δεν κάνετε παρέα με όσους ενήλικες συναναστρέφεστε. Από την άλλη, το να έρχονται τα παιδιά μας σε τριβή με άλλα παιδιά που μπορεί να τους βλάψουν συναισθηματικά ίσως είναι και μία καλή ευκαιρία να τα εκπαιδεύσουμε, ενδυναμώνοντας την αποτελεσματικότητά τους στο να χειρίζονται δύσκολες καταστάσεις. Όλα ξεκινάνε από μας και το παράδειγμα που τους δίνουμε.
Σημείωση: Λίγο καιρό αργότερα, ο Τζίμης βρέθηκε στη θέση του «δράστη» κι εγώ στη θέση του «άλλου» γονέα. Ο γιος μου είχε καταφύγει στη βία για να επιλύσει μια διαφωνία. Αυτή τη φορά επιδίωξα από μόνη μου την επικοινωνία με τον άλλο γονιό προκειμένου να ζητήσω συγγνώμη εκ μέρους του γιου μου – αφού συζήτησα μαζί του διεξοδικά και αφού ζήτησε συγγνώμη ο ίδιος στο άλλο παιδί. Στην πίστα της ανατροφής ενός παιδιού, τα πιόνια αλλάζουν από λεπτό σε λεπτό και αυτό είναι κάτι που πρέπει να θυμόμαστε διαρκώς.