Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΤΗΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ
Αν κάτι καθορίζει σχεδόν απόλυτα τον τρόπο της ζωής μας –και ασφαλώς τη διάθεσή μας– είναι τα οικονομικά μας. Είναι αυτά που υπαγορεύουν τις συνθήκες διαβίωσής μας. Είναι αυτά για τα οποία προσπαθούμε καθημερινά, από διαφορετικές θέσεις ο καθένας από εμάς. Μια καθημερινή προσπάθεια όλων, η οποία αντανακλά και στο σύνολο. Η θέση καθενός στο οικονομικό πεδίο καθορίζει τελικά και τη θέση της χώρας μας στο διεθνές στερέωμα. Η πανδημία ήταν –και είναι ακόμη, σε μεγάλο βαθμό– ένα σοκ στην καθημερινότητά μας. Μια κρίση όχι μόνο υγειονομική, αλλά και βαθιά οικονομική. Μια κρίση που συγκλόνισε το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, επιδρώντας στον τρόπο ζωής μας άμεσα, έμμεσα και μεσοπρόθεσμα – αν όχι και μακροπρόθεσμα. Πώς διαγράφεται αυτή πορεία και πού οδηγεί; Ποιες ήταν οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας και τι προβλέπεται για το μέλλον;
Στις 11 Μαρτίου 2020 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας θέτει τον κόσμο και επισήμως σε συναγερμό. Η COVID-19, που είχε κάνει την εμφάνισή της στην κινεζική Γουχάν τον Δεκέμβρη του 2019, είχε εξελιχθεί σε πανδημία. Η μια χώρα μετά την άλλη πλήττονται από τον νέο κορονοϊό και μπροστά στην αδυναμία αντιμετώπισης της εξάπλωσής του επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα. Η κοινωνική αποστασιοποίηση είναι προσωρινά ο μόνος τρόπος αναχαίτισης της COVID-19 και η οικονομική δραστηριότητα παγώνει.
Έτσι γρήγορα στην παγκόσμια υγειονομική κρίση προστίθεται και η οικονομική. Βαθιά ύφεση, η μεγαλύτερη μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, καταβαράθρωση των εμπορικών συναλλαγών, πτώση του κατά κεφαλήν εισοδήματος, αύξηση της ανεργίας αλλά και αύξηση του χρέους λόγω επεκτατικών οικονομικών πολιτικών, διαμορφώνουν το οικονομικό σκηνικό ανά τον κόσμο.
Η τότε επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Gita Gopinath, τον Απρίλιο του 2020 κάνοντας λόγο για το Μεγάλο Lockdown διαπιστώνει ότι για πρώτη φορά μετά τη Μεγάλη Ύφεση, ταυτοχρόνως, τόσο οι προηγμένες οικονομίες όσο και οι αναδυόμενες αγορές και οι αναπτυσσόμενες οικονομίες βρίσκονται αντιμέτωπες με την ύφεση. Έναν χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 2021 το ΔΝΤ στην ετήσια έκθεσή του υπογραμμίζει ότι οι πολιτικές για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων, συμπεριλαμβανομένων έκτακτων νομισματικών μέτρων και 16 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για δημοσιονομική στήριξη, συνέβαλαν στην αποφυγή μιας νέας Μεγάλης Ύφεσης. Επισημαίνει δε ότι η παγκόσμια συρρίκνωση θα ήταν τρεις φορές χειρότερη χωρίς τα μέτρα. Μια συρρίκνωση για την οποία η Παγκόσμια Τράπεζα στα μέσα του 2020 προέβλεψε ότι θα φτάσει το 5,2%. Τη μαύρη εικόνα της πρόβλεψης αυτής συμπλήρωνε η εκτίμηση για μείωση της οικονομικής δραστηριότητας στις προηγμένες οικονομίες κατά 7%, ενώ για τις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες 2,5%, πτώση που εμφανίζεται σε αυτή την οικονομική ομάδα για πρώτη φορά εδώ και τουλάχιστον 60 χρόνια.
Αν και τελικά η μείωση του παγκόσμιου ΑΕΠ ήταν πιο ήπια από την αρχικά προβλεπόμενη, στο 3,1% για το 2020, οι συνέπειες ήταν δραματικές. Η ακραία φτώχεια σημείωσε αύξηση το 2020, για πρώτη φορά εδώ και 20 χρόνια, καθώς προστέθηκαν 100 εκατομμύρια άνθρωποι στη δεινή αυτή θέση να πρέπει να ζήσουν με λιγότερο από 1,9 δολάρια τη μέρα. Οι οικονομικές ανισότητες εν μέσω πανδημίας εντείνονται και η Παγκόσμια Τράπεζα κάνει λόγο για πανδημία ανισότητας. Προφανώς όχι χωρίς λόγο. Διότι αν και όλες οι εισοδηματικές ομάδες βίωσαν απώλειες, το φτωχότερο 20% του πλανήτη βίωσε την πιο απότομη μείωση των εισοδημάτων.
ΜΕΤΑ ΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ Ο ΠΛΟΥΤΟΣ ΤΩΝ 10 ΠΛΟΥΣΙΟΤΕΡΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΔΙΠΛΑΣΙΑΣΤΗΚΕ.
Επιπλέον, η ανάκαμψη που όλοι με αγωνία περίμεναν για το 2021 ώστε να πάρουν μιαν ανάσα, δεν είναι ίδια για όλους. Υπάρχουν αποκλίσεις τόσο από χώρα σε χώρα όσο και στο εσωτερικό των χωρών. Οι ευάλωτες κοινωνικά ομάδες πλήττονται δυσανάλογα και βλέπουν τα εισοδήματά τους να μειώνονται περαιτέρω και το 2021, όταν άλλες ομάδες, ιδιαίτερα οι εισοδηματικά πλουσιότεροι, είναι σε πορεία ανάκτησης των εισοδηματικών τους απωλειών.
Στην έκθεση της Oxfam για την ανισότητα, μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι μετά το ξέσπασμα της πανδημίας ο πλούτος των 10 πλουσιότερων ανθρώπων στον κόσμο διπλασιάστηκε. Η διαπίστωση αυτή έχει σημασία, αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι οι 10 πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο κατέχουν περισσότερα περιουσιακά στοιχεία από αυτά που κατέχουν 3,1 δισεκατομμύρια άνθρωποι, το φτωχότερο 40% του κόσμου.
Ενός κακού μύρια έπονται
Στα τέλη του 2020 τα πρώτα εμβόλια δίνουν ελπίδες για σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα. Όμως και εδώ έρχεται στο προσκήνιο η ανισότητα στον πλανήτη μας κι εμποδίζει τον παγκόσμιο εμβολιασμό, αφού δεν έχουν όλες οι χώρες πρόσβαση στην άμυνα έναντι του κορωνοϊού. Αλλά κι εκεί που υπάρχει η δυνατότητα εμβολιασμού, αποδεικνύεται ότι ο καθολικός εμβολιασμός δεν είναι εύκολη υπόθεση, αφού η δυσπιστία και πολλές φορές ο ανορθολογισμός των ανθρώπων στέκονται ανυπέρβλητα εμπόδια. Έτσι ο ιός βρίσκει το δρόμο του, συνεχίζει το αποτρόπαιο έργο του, απειλεί και αλλάζει τις ζωές μας, όχι μόνο άμεσα, αλλά και έμμεσα, σε πολλούς μάλιστα διαφορετικούς τομείς. Αλλά ας μείνουμε στην οικονομία. Τι γίνεται λοιπόν το 2021;
ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΑΝΕΚΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΥΠΗΡΞΕ ΕΝΤΟΝΗ ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΖΗΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ.
Τα περιοριστικά μέτρα αρχίζουν να εφαρμόζονται περιορισμένα και ανά διαστήματα. Η οικονομία ξεκλειδώνει και αρχίζει να κινείται. Τον Οκτώβριο του 2021 το ΔΝΤ, στην Έκθεση Οικονομικών Προοπτικών, κάνει λόγο για αύξηση της παγκόσμιας οικονομίας κατά 5,9% το 2021 (0,1 ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερη απ’ ό,τι στις προβλέψεις του Ιουλίου) και 4,9% το 2022. Η αναθεώρηση προς τα κάτω για το 2021 αντικατοπτρίζει την υποβάθμιση για τις προηγμένες οικονομίες, εν μέρει λόγω διαταράξεων στην εφοδιαστική αλυσίδα, και για τις αναπτυσσόμενες χώρες χαμηλού εισοδήματος, κυρίως λόγω της επιδείνωσης της δυναμικής της πανδημίας.
Στο ίδιο μήκος κύματος, οι εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας προβλέπουν επιβράδυνση στην παγκόσμια ανάπτυξη από 5,5% το 2021, σε 4,1% το 2022 και 3,2% το 2023, αντανακλώντας τις συνεχιζόμενες εξάρσεις της COVID-19, τη μειωμένη δημοσιονομική στήριξη και την επιμονή των προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα. Προβλήματα τα οποία ξεκίνησαν με την επανεκκίνηση της οικονομίας, αφού υπήρξε έντονη ανισορροπία ζήτησης και προσφοράς, εκτοξεύτηκαν στα ύψη τα ναύλα των πλοίων και της μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων από την Ασία προς την Ευρώπη και την Αμερική, ενώ σημειώθηκε και έλλειψη εμπορευματοκιβωτίων, με συνέπεια αφενός τον υπερεξαπλασιασμό του κόστους μεταφοράς προϊόντων, αφετέρου την αύξηση του πληθωρισμού παγκοσμίως.
Όπως επισημαίνει o κ. Βασίλης Κορκίδης, Πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά και του Περιφερειακού Επιμελητηριακού Συμβουλίου Αττικής, «στη χώρα μας για να έρθει ένα εικοσάρι, σαραντάρι container, ήθελες 1.000 και 1.500 ευρώ αντίστοιχα. Οι τιμές αυτές τώρα έχουνε πάει στις 7.000 και στις 12.000 αντίστοιχα. Είναι βέβαιο ότι δεν θα επανέλθουν στα πολύ χαμηλά επίπεδα, αλλά θα μείνουν κάπου ενδιάμεσα».
Ο πληθωρισμός τραβάει την ανηφόρα
Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι στην οικονομική κρίση που συνοδεύει την πανδημία προστέθηκε το πρόβλημα του πληθωρισμού το οποίο, εκτός όλων των αιτίων που αναφέρθηκαν, συνδυάζεται με μία ακόμη κρίση: την ενεργειακή. Οι τιμές του φυσικού αερίου εκτινάχθηκαν στα ύψη. Αιτία η αυξημένη ζήτηση, οι δυσκολίες διανομής, το αυξημένο κόστος μεταφοράς και γεωστρατηγικοί λόγοι. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η αποτυχία των συνομιλιών ΗΠΑ - Ρωσίας για ζητήματα ασφαλείας την Παρασκευή 14 Ιανουαρίου πυροδότησε εκ νέου την άνοδο των τιμών του φυσικού αερίου στην Ευρώπη και επέτεινε την ανησυχία σχετικά με τις προμήθειες στον τομέα της ενέργειας. Την ενεργειακή κρίση συμπληρώνει η ανοδική πορεία και στις τιμές του πετρελαίου αλλά και του ηλεκτρικού ρεύματος, που παρασύρονται από τις εξελίξεις.
ΣΤΙΣ ΚΡΙΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΜΕ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΘΕΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ, ΑΦΟΥ ΕΝΤΟΝΑ ΚΑΙΡΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΠΗΡΕΑΣΟΥΝ ΤΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ.
Όλοι συμφωνούν ότι η άνοδος του πληθωρισμού οφείλεται στην ταχεία επανέναρξη της οικονομικής δραστηριότητας, στις διαταράξεις που προκάλεσε η πανδημία στις εφοδιαστικές αλυσίδες, στη μεγάλη αύξηση των τιμών στην ενέργεια αλλά και σε αυτό που οι ειδικοί αποκαλούν «επίδραση της βάσης σύγκρισης» και δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι για να υπολογίσουμε τον πληθωρισμό, συγκρίνουμε τις τιμές από το ένα έτος στο άλλο. Εκεί που δεν υπάρχει συμφωνία, αλλά διαφορετική σεναριολογία, είναι η διάρκεια των πληθωριστικών πιέσεων. Κι αυτό γιατί τα δεδομένα είναι απολύτως ευμετάβλητα.
Όπως σημειώνεται στην Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2021, «η άνιση πρόσβαση στα εμβόλια μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών, το ενδεχόμενο μιας νέας έξαρσης της πανδημίας από τη μετάλλαξη Όμικρον του κορoνοϊού και η ύπαρξη εμποδίων στις αλυσίδες προσφοράς αυξάνουν την αβεβαιότητα και δημιουργούν κινδύνους για την πορεία του πληθωρισμού και την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας. Επιπλέον, μια πιο έντονη και μεγαλύτερης διάρκειας άνοδος των τιμών της ενέργειας και των λοιπών πρώτων υλών ενδέχεται να διατηρήσει υψηλά τον πληθωρισμό για παρατεταμένο χρονικό διάστημα και να αποσταθεροποιήσει τις προσδοκίες γι’ αυτόν, προκαλώντας ταχύτερη αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο διαταράξεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές και αναστροφής της ανοδικής πορείας των οικονομιών». Και, στις αβεβαιότητες και τις κρίσεις που αντιμετωπίζουμε σήμερα, θα πρέπει να προσθέσουμε την κλιματική κρίση, αφού έντονα καιρικά φαινόμενα, πλημμύρες, ξηρασία και καύσωνες μπορούν να επηρεάσουν τις οικονομικές εξελίξεις.
Η διάρκεια που ο πληθωρισμός θα διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα συνδέεται –προφανώς– και με τη διάρκεια των υψηλών τιμών στην ενέργεια, και είναι κάθε άλλο παρά καθησυχαστική η δήλωση του Chris O’Shea, επικεφαλής της μεγαλύτερης βρετανικής εταιρείας φυσικού αερίου, ότι «οι υψηλές τιμές του φυσικού αερίου θα είναι εδώ για τους επόμενους 18 μήνες έως δύο χρόνια». Αντίθετα, η Christine Lagarde, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ήταν καθησυχαστική. Εμφανίστηκε πεπεισμένη ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει μέσα στο ’22 και δεσμεύτηκε πως θα ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλιστεί η επίτευξη του στόχου για τον πληθωρισμό του 2% μεσοπρόθεσμα. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας Jerome Powell διαβεβαίωσε ότι η Fed θα αποτρέψει την παγίωση του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα.
Το άμεσο ερώτημα που προκύπτει είναι: πώς θα ελεγχθεί ο πληθωρισμός; Μολονότι Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τον ίδιο στόχο, ο τρόπος φαίνεται να είναι διαφορετικός. Εξάλλου, δεν βρίσκονται στην ίδια φάση. Η Ουάσιγκτον έχει πολύ πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και το παραγωγικό κενό είναι θετικό, ενώ στην Ευρώπη είναι ακόμη αρνητικό. Στις ΗΠΑ η αύξηση επιτοκίων είναι πιθανό σενάριο και μάλιστα οικονομολόγοι εκτιμούν ότι θα συμβεί 3 ή 4 φορές μέσα στην τρέχουσα χρονιά. Την Τετάρτη 19 Ιανουαρίου, ο Αμερικανός Πρόεδρος Joe Biden εξέφρασε τη στήριξή του στη στροφή της Ομοσπονδιακής Τράπεζας προς σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής. Στην Ευρώπη προκρίνεται η πολιτική της μείωσης της ποσοτικής χαλάρωσης και όχι της αύξησης των επιτοκίων, καθώς η ΕΚΤ εκτιμά ότι ο πληθωρισμός θα αρχίσει να μειώνεται μετά το πρώτο τρίμηνο του 2022.
Και η Ελλάδα στην οικονομική δίνη της πανδημίας
Στο ρυθμό των παγκόσμιων εξελίξεων και η χώρα μας, που έχοντας μόλις βγει από μια 10ετή οικονομική κρίση βρίσκεται μπροστά στην πανδημική κρίση της οποίας η αντιμετώπιση οδηγεί σε νέα προβλήματα την οικονομία. Το βάθος και το εύρος των συνεπειών μπορεί κανείς να τα αναλογιστεί με την επισήμανση που κάνει η τότε επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Gita Gopinath, στην πρώτη περίοδο της πανδημίας, τον Απρίλιο του 2020: οι χώρες που εξαρτώνται από τον τουρισμό, τα ταξίδια, τη φιλοξενία και την ψυχαγωγία για την ανάπτυξή τους αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα μεγάλες διαταράξεις.
Και πράγματι, έχοντας καταφύγει στο lockdown στις αρχές της πανδημίας, η χώρα αφήνει πίσω της το 2020 με μείωση κατά 9,6% του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές και με τη δεύτερη μεγαλύτερη ύφεση στην Ε.Ε. πίσω από την Ισπανία. Όπως επισημαίνεται στην Έκθεση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ 2021, η ύφεση στην ελληνική οικονομία κορυφώθηκε το 2ο τρίμηνο του 2020 μετά το κλείσιμο της εστίασης και του λιανεμπορίου και, ενώ στις υπόλοιπες χώρες περιορίστηκε σημαντικά κατά το 3ο και 4ο τρίμηνο, στην Ελλάδα παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα λόγω της απώλειας εθνικού εισοδήματος από τον τουρισμό.
Σε κλαδικό επίπεδο, με το lockdown από τον Μάρτιο του 2020 παρατηρήθηκε μία διχοτόμηση μεταξύ των επιχειρήσεων που έκλεισαν με κρατική εντολή και εκείνων που δεν έκλεισαν καθόλου. Σε σύγκριση με το 2019, το 2020 συντελέστηκε πλήρης ανατροπή στην κερδοφορία των επιχειρήσεων. Σχεδόν διπλασιάστηκαν οι επιχειρήσεις που κατέγραψαν ζημιές (47,8% το 2020, έναντι 27,6% το 2019) ενώ υποδιπλασιάστηκαν οι επιχειρήσεις που κατέγραψαν κέρδη (27,3% το 2020, από 55,2% το 2019).
ΣΕ ΛΙΑΝΕΜΠΟΡΙΟ ΚΑΙ ΕΣΤΙΑΣΗ Η ΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΤΖΙΡΟΥ ΣΤΗ ΔΙΕΤΙΑ 2020-21 ΞΕΠΕΡΑΣΕ ΤΟ 40%.
Για το νομό Αττικής, βάσει ερευνών που έκανε το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών, η εστίαση, από τζίρο 1 δισ. 250 εκ. το 2019, έπεσε το 2020 στα 740 εκατομμύρια. Το 2021 έπεσε άλλα 70 εκατομμύρια κοντά στα 670 εκ., δηλαδή μια συνολική πτώση κοντά στο 40%, επισημαίνει ο κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, Πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος και του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών.
Στην αντίστοιχη έρευνα για το λιανεμπόριο, η μείωση του τζίρου ήταν κοντά στα 3 δισεκατομμύρια ευρώ μόνο για το νομό Αττικής, αλλά όπως διευκρινίζει ο κ. Χατζηθεοδοσίου, αντίστοιχα είναι τα φαινόμενα σε όλη τη χώρα. Δηλαδή, σε λιανεμπόριο και εστίαση η μείωση του τζίρου στη διετία ξεπέρασε το 40%. Ο ίδιος υπογραμμίζει τη σημασία αυτών των δεικτών καθώς όπως τονίζει στους κλάδους αυτούς θα πρέπει να υπάρξει μέριμνα της πολιτείας γιατί δεν είναι μόνο τα «κορονοχρέη» της διετίας, αλλά και το ότι αυτά προστέθηκαν στα ήδη υπάρχοντα χρέη τα οποία δημιουργήθηκαν στο 10ετές μνημόνιο.
Στη χώρα μας, τα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων την πρώτη διετία της πανδημικής κρίσης έφθασαν τα 43.3 δισ. ευρώ, που, όπως σημείωσε ο Υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, είναι το τέταρτο μεγαλύτερο ποσό παγκοσμίως. Στα μέτρα στήριξης προστίθενται φορολογικές και ασφαλιστικές ελαφρύνσεις ενώ επιπλέον δόθηκε η δυνατότητα για ενιαία ρύθμιση των «κορονοχρεών» τόσο προς τον ΕΦΚΑ όσο και προς την εφορία.
Ο κ. Γιώργος Αργείτης, Καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Αθήνας και Επιστημονικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, μας δίνει τη μεγάλη εικόνα των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας αναφερόμενος στο διττό σοκ προσφοράς-ζήτησης που προκάλεσε η COVID-19 και τις καθοριστικές επιδράσεις σε σημαντικά υποσυστήματα της οικονομίας.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΧΕ ΤΟ 2020 ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΥΨΗΛΟΤΕΡΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΣΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ ΣΕ ΟΡΟΥΣ ΑΕΠ.
«Στο μακροοικονομικό σύστημα σημειώθηκε μια πρωτόγνωρη μείωση του ΑΕΠ το 2020. Στο παραγωγικό σύστημα υπήρξε μια μεγάλη συρρίκνωση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας σημαντικών κλάδων της οικονομίας, κυρίως ως αποτέλεσμα των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης. Η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας το 2020 ήταν αξιοσημείωτη στον ευρύτερο κλάδο του λιανικού και του χονδρικού εμπορίου, των μεταφορών, της εστίασης και της παροχής καταλύματος, και ήταν ανάμεσα στις υψηλότερες στην Ευρωζώνη. Επίσης, ο κλάδος που υπέστη πολύ μεγάλη μείωση της δραστηριότητάς του είναι αυτός των τεχνών και της ψυχαγωγίας, με την πτώση το 2020 να φτάνει το 46%.
Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το 2021, που σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις θα είναι κοντά στο 7%, δεν επαρκεί για να επαναφέρει την οικονομική δραστηριότητα στο επίπεδο του 2019. Την ίδια στιγμή, η ανάκαμψη της κλαδικής δραστηριότητας επίσης δεν επαρκεί να επαναφέρει τις αλυσίδες της προσφοράς στο προ κρίσης επίπεδό τους. Σημαντικές είναι και οι επιπτώσεις στο δημοσιονομικό σύστημα. Η Ελλάδα είχε το 2020 το δεύτερο υψηλότερο έλλειμμα στη ζώνη του ευρώ σε όρους ΑΕΠ, ενώ αναμένεται και φέτος να καταγράψει ένα από τα υψηλότερα ελλείμματα. Επίσης, η χώρα μας σημείωσε το 2020 τη μεγαλύτερη άνοδο του ποσοστού του δημόσιου χρέους, επιπλέον 25,6 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2019.
Αρνητικές είναι οι επιπτώσεις της πανδημίας και στην αγορά εργασίας. Οι μειώσεις του χρόνου εργασίας που έγιναν στο πλαίσιο των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης έχουν αυξήσει δραματικά την επισφάλεια πολλών θέσεων εργασίας, ενώ έχει σημειωθεί σημαντική επιδείνωση της ποιότητας της εργασίας. Εκείνοι που βρίσκονται στο κάτω άκρο της μισθολογικής κλίμακας και οι πιο ευάλωτοι εργαζόμενοι (όπως αυτοί που εργάζονται με άτυπες μορφές εργασίας, οι νέοι, οι γυναίκες, οι μετανάστες) είναι μεταξύ αυτών που έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες απώλειες ευημερίας, δημιουργώντας νέες συνθήκες επιδείνωσης των δεικτών φτώχειας, ανισότητας και αποκλεισμού».
ΟΙ ΙΣΧΥΡΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ, ΕΙΔΙΚΑ ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΕΣ, ΚΑΤΑΦΕΡΑΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΚΕΡΔΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥΣ.
Από τον χώρο των τεχνών και της ψυχαγωγίας ο κ. Κώστας Κεχαγιόγλου, Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θεάματος και Ακροάματος, επισημαίνει ότι ο κλάδος που εκπροσωπεί έχει υποστεί τεράστια ζημιά, που αποτυπώνεται από την ΕΛΣΤΑΤ σε μείωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων του τομέα Τέχνες, Διασκέδαση και Ψυχαγωγία κατά 88,8% τον Ιανουάριο του 2021, έναντι του αντίστοιχου μήνα του 2020 που η πανδημία δεν είχε ακόμη χτυπήσει. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μείωση στον κύκλο εργασιών τον Ιανουάριο του 2021, και ακολουθούν οι δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος και υπηρεσιών εστίασης.
Πάντως, και όταν άνοιξαν τα θέατρα υπό περιοριστικούς όρους, ο κόσμος δεν ανταποκρίθηκε αφού, όπως είπε ο κ. Κεχαγιόγλου, η στοχοποίηση του χώρου του θεάματος ως χώρου υπερμετάδοσης του ιού, προκάλεσε φόβο στο κοινό. Και η κ. Μάνια Παπαδημητρίου, ηθοποιός, επισημαίνει τη δυσκολία των ανθρώπων του θεάματος τόσο στην πρώτη φάση της πανδημίας όσο και στη δεύτερη, μετά την άρση του lockdown, καθώς στη δεύτερη φάση πολλές παραστάσεις κατέβηκαν λόγω κρουσμάτων μεταξύ των μελών του θιάσου, με αποτέλεσμα να μείνουν στον αέρα ολόκληρες παραγωγές. Στο πρώτο lockdown, όσες επιχειρήσεις πρόλαβαν να μπουν σε αναστολή κάλυψαν τους εργαζόμενους με τα 534 ευρώ το μήνα. Πάρα πολλοί όμως έμειναν χωρίς τίποτα.
Υψηλοί ρυθμοί ανάκαμψης, φρένο κι επιβράδυνση
Μετά την ύφεση του 2020, η οικονομική δραστηριότητα ανακάμπτει το 2021 με υψηλούς ρυθμούς. Η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2021 τον Οκτώβριο του 2021 καταγράφει τη θετική εξέλιξη. «Το πραγματικό ΑΕΠ σημείωσε ισχυρή άνοδο το β΄ και το γ’ τρίμηνο του 2021. Ως αποτέλεσμα, κατά το εννεάμηνο του 2021 το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 9,5% σε ετήσια βάση». Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2021 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 7,2%, ενώ για το 2022 ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί σε 5,0% και το 2023 σε 3,9%, υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομία θα συνεχίσει να ενισχύεται σημαντικά από τον διεθνή τουρισμό, την ανάκαμψη της ευρωζώνης και την επιτάχυνση των επενδύσεων.
Ο κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου επισημαίνει ότι «αν και είχαμε ένα ρυθμό ανάπτυξης πάνω από το 6%, η ανάπτυξη αυτή τη φορά δεν ήταν οριζόντια γιατί ουσιαστικά η πανδημία μας έφερε σε ένα άλλο καθεστώς πωλήσεων. Στο ηλεκτρονικό εμπόριο το 2021 έγινε τζίρος 14 δισεκατομμύρια, όταν πριν από 3 χρόνια οι τζίροι σε αυτή τη δραστηριότητα δεν ξεπερνούσαν τα 4,5 με 5 δισεκατομμύρια. Τι σημαίνει αυτό; Ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις-αλυσίδες που είχαν τη δυνατότητα, είχαν και τα εμπορεύματα, είχαν και τη ρευστότητα, είχαν πολύ μεγάλη δυναμική στο χώρο των e-shop και κατάφεραν να πάρουν πολύ μεγάλο τζίρο από τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Άλλωστε, στην πανδημία δεν έχασαν όλοι. Οι ισχυρές επιχειρήσεις στη χώρα μας, ειδικά οι μεγάλες πολυεθνικές, κατάφεραν να έχουν και παραπάνω κέρδη από τις κανονικές περιόδους», σημειώνει ο κ. Χατζηθεοδοσίου επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά από άλλη σκοπιά την οπτική της πανδημίας ανισότητας.
Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΥΞΗΣΗ ΤΙΜΩΝ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΤΑΙ ΣΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ, ΚΑΤΑ 135,7%, ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ ΘΕΡΜΑΝΣΗΣ, ΜΕ ΑΥΞΗΣΗ 34,1%.
Αύξηση πληθωρισμού σημαίνει αύξηση τιμών
Τις θετικές εξελίξεις της ανάκαμψης επισκιάζουν τόσο η επιμονή του κορoνοϊού και των μεταλλάξεών του, που οδηγούν σε περιοριστικά μέτρα, όσο και η άνοδος του πληθωρισμού. Η ΕΛΣΤΑΤ, για το μήνα Δεκέμβριο του 2021 ανακοίνωσε άνοδο του πληθωρισμού στο 5,1% έναντι μείωσης 2,3% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2020 με το 2019. Εξέλιξη αναμενόμενη, καθώς τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat έδιναν άνοδο του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή κατά 4,4% στη χώρα μας τον Δεκέμβριο.
Άνοδος πληθωρισμού σημαίνει άνοδος τιμών και, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η μεγαλύτερη άνοδος καταγράφεται στο φυσικό αέριο, κατά 135,7%, ωστόσο η επίπτωση στον Γενικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή είναι 0,27. Μεγαλύτερη επίπτωση, κατά 1,75, έχει η αύξηση στο ρεύμα, που φτάνει το 45%, ενώ ακολουθεί το πετρέλαιο θέρμανσης, με αύξηση 34,1% και επίπτωση στον ΓΔΤΚ 0,49. Όλες όμως αυτές οι αυξήσεις, και μάλιστα μέσα στον χειμώνα, έχουν άμεση επίδραση στα έξοδα των νοικοκυριών μας που ήδη επιβαρύνονται από την αύξηση και στα διατροφικά προϊόντα.
Ο κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου θεωρεί βέβαιο ότι τον Ιανουάριο θα πάμε σε πάνω από 6% πληθωρισμό και σε ανατιμήσεις πάνω από 30% σε πάρα πολλά προϊόντα και όχι μόνο στα είδη πρώτης ανάγκης. Γιατί; Όπως εξηγεί η αύξηση του κόστους είναι πολύ επιβαρυντική και για προϊόντα που παράγονται στη χώρα μας, λόγω του ενεργειακού, αλλά και για προϊόντα που έρχονται από το εξωτερικό, λόγω της τριπλής αιτίας ανατίμησης, δηλαδή του ενεργειακού, του κόστους μεταφοράς αλλά και των πρώτων υλών. Πρακτικά, εκτιμά ότι αυτό θα κρατήσει τουλάχιστον για 4-5 μήνες και επισημαίνει ότι αν δεν ληφθούν μέτρα σύντομα, το θέμα των ανατιμήσεων θα βγει εκτός ελέγχου κάποια στιγμή.
Με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον
Είναι γεγονός ότι η πανδημία, μεταξύ άλλων, ανέδειξε την ανάγκη παγκόσμιας συνεργασίας και αντίδρασης σε παγκόσμιες κρίσεις αλλά και τη σημασία των δημόσιων πολιτικών.
Εξαιρετικά σημαντικό είναι το συμπέρασμα ευρείας κλίμακας έρευνας που διεξήγαγε το Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή «Eteron» για τη χώρα μας: «η πανδημία οδήγησε και σε έναν επανακαθορισμό της έννοιας του Δημοσίου. Οι πολίτες ζητάνε πλέον μεγαλύτερη δημόσια παρέμβαση στην οικονομία», υπογραμμίζει ο κ. Γιάννης Αλμπάνης, συνεργάτης του «Eteron».
Είναι γεγονός ότι η εμφάνιση της παραλλαγής Όμικρον έδωσε ελπίδες για υποχώρηση του ιού και μετατροπή του προβλήματος από πανδημικό σε ενδημικό. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτή θα είναι η πορεία αφού, αν κάτι χαρακτηρίζει αυτόν τον ιό, είναι το απρόβλεπτο. Όμως, η σκέψη είναι στο τέλος της πανδημίας και το ΔΝΤ μας προτρέπει να προετοιμαστούμε για τη μετα-πανδημική οικονομία και να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις: αντιστροφή της οπισθοδρόμησης που προκαλείται από την πανδημία στη συσσώρευση ανθρώπινου κεφαλαίου, διευκόλυνση νέων ευκαιριών ανάπτυξης που σχετίζονται με την πράσινη τεχνολογία και την ψηφιοποίηση, μείωση των ανισοτήτων και εξασφάλιση βιώσιμων δημόσιων οικονομικών. Σίγουρα θα πρέπει να προσθέσουμε τον φόβο για μελλοντικές πανδημίες και να προετοιμαστούμε και γι’ αυτές αλλά και για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που, εκτός όλων των άλλων, θα επηρεάσουν την παγκόσμια οικονομία και θα υπάρχει η απειλή αντίστοιχων με τη σημερινή οικονομικών κρίσεων.
Ειδικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η πορεία της μετα-πανδημικής οικονομίας θα εξαρτηθεί καθοριστικά από την επαναφορά, ή την τροποποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας. Για τη χώρα μας έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού έχει το υψηλότερο δημόσιο χρέος μεταξύ των χωρών του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος και ένα από τα υψηλότερα στον κόσμο. Από την επαναφορά ή τη μορφή της αναπροσαρμογής του Συμφώνου Σταθερότητας θα εξαρτηθεί όχι μόνο η πορεία της οικονομίας και των δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων και η πραγματική δυνατότητα υπέρβασης της οικονομικής κρίσης, αλλά και η ίδια η κοινωνική συνοχή και οι αντοχές της Δημοκρατίας.
Με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, λοιπόν, η προειδοποίηση του κ. Τάσου Γιαννίτση, ομότιμου Καθηγητή Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο βιβλίο του «Ασφαλιστικό, Ανάπτυξη, Μακροοικονομία. Οι κρίσιμες διασυνδέσεις», είναι εξαιρετικής σημασίας: «βρισκόμαστε πλέον σε μια περίοδο που, σε αντίθεση με το παρελθόν, δε χαρακτηρίζεται από μεγάλες περιόδους ομαλής, γραμμικής εξέλιξης, αλλά από περιοδικές διακυμάνσεις και από την εμφάνιση νέων απειλών, με αποτέλεσμα σοβαρές πιέσεις στο εισόδημα, την απασχόληση, την υγεία, τη σταθερότητα του βιοτικού επιπέδου σημαντικών κοινωνικών στρωμάτων και την αποσταθεροποίηση των μακροοικονομικών μεγεθών της χώρας. […] Στη δεκαετία 2020-2030 θα κριθεί το μέλλον της χώρας, και μόνο αν στη διάρκεια αυτής της περιόδου μπορέσει η χώρα να κάνει μια μεγάλη υπέρβαση των προβληματικών χαρακτηριστικών της θα καταφέρει να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, διατηρώντας ή βελτιώνοντας τη θέση της στην ιεραρχία της διεθνούς πυραμίδας».
Η Μαρίνα Ρήγου είναι Επ. Καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, Δημοσιογράφος.