ΓΙΑΤΙ Η ΑΘΗΝΑ ΔΙΑΦΕΡΕΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΥΠΟΛΟΙΠΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ;
Γιατί πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά η Αθήνα διαφέρει τόσο πολύ από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πόλεις; Τι προοπτικές υπάρχουν για το μέλλον;
Η άναρχη δόμηση της Αθήνας, το ελληνικό «εφεύρημα» της αντιπαροχής, τα δύο ποτάμια της πρωτεύουσας που δεν είναι πια ποτάμια. Πώς διαμορφώθηκε πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά η Αθήνα και ποιες προοπτικές έχει στο μέλλον;
Δύο άνθρωποι με γνώσεις και αγάπη για το ίδιο αντικείμενο «συνομιλούν», τοποθετώντας στο κέντρο της συζήτησης την Αθήνα. Ο πολιτικός μηχανικός, Δημοσθένης Αντωνόπουλος, θέτει ερωτήματα στην αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα αρχιτεκτόνων στο ΕΜΠ, Ιφιγένεια Μάρη.
– Σε τι οφείλεται το καταστροφικό πέρασμα της Αθήνας του τέλους του 19ου αιώνα στην Αθήνα του σήμερα;
Η ερώτηση υπαινίσσεται μια καταστροφή, μια πολιτισμική απώλεια, που συντελέστηκε μέσα σε δύο σχεδόν αιώνες. Η αναπόληση ενός χαμένου πολιτισμού μάλλον μέσα στην ιστορία είναι άκαιρη: Ο μετασχηματισμός της Αθήνας του τέλους του 19ου αιώνα στην Αθήνα του σήμερα περιλαμβάνει διάφορες σειρές γεγονότων, που προκάλεσαν την ανάδειξη απρόβλεπτων μέχρι τότε αναγκών.
Καταρχάς συνέβησαν δύο καταστροφικοί πόλεμοι που προκάλεσαν κύματα μεταναστεύσεων προς την πόλη, π.χ. Μικρασιατική καταστροφή, ερήμωση της υπαίθρου λόγω των αλλαγών στην οικονομία. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν μια εξαιρετική διόγκωση της πόλης με επιτακτικές ανάγκες για γρήγορη και φθηνή στέγαση.
Ταυτόχρονα συνέβησαν διαδοχικές αλλαγές στην οικονομία (από την οικονομία της αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής, στην οικονομία της ιδιωτικής και δημόσιας παροχής υπηρεσιών, και στην τουριστική και χρηματιστηριακή οικονομία), καθώς άλλαζε ο βαθμός εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας σταδιακά από τη γερμανική, γαλλική, αγγλική, αμερικανική, ευρωπαϊκή επιρροή. Σύμφωνα με αυτές τις αλλαγές μετατοπίζονταν οι επιχειρηματικές κατευθύνσεις και ανάλογα κάθε φορά άλλαζε η εικόνα της πόλης.
Σε αυτή την αλλαγή της εικόνας της πόλης συνέβαλε επιπλέον η μετατόπιση του τρόπου ζωής από τα πρότυπα ενός εκλεκτικού νεοκλασικισμού (19ος αιώνας), στη συνέχεια ενός ελληνοκεντρικού μοντερνισμού (μεσοπόλεμος), και μιας νεοελληνικής παράδοσης (μεταπολεμικά), και τέλος στα πρότυπα της ευρωπαϊκής ταυτότητας.
– Ποια η γνώμη σας για το ελληνικό εφεύρημα της αντιπαροχής έναντι διαφορετικών αρχιτεκτονικών παρεμβάσεων στην ανάπτυξη των πόλεων σε άλλες χώρες;
Στην Ελλάδα η ανοικοδόμηση με αντιπαροχή και με αντικείμενο την πολυκατοικία αποτέλεσε μέσο ανάπτυξης της οικονομίας χωρίς την προϋπόθεση συσσωρευμένου κεφαλαίου, και με την απασχόληση ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού. Σε μια περίοδο οικονομικής και κοινωνικής αστάθειας, η πράξη του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1929 περί αναγνώρισης της οριζόντιας ιδιοκτησίας (προϋπόθεση για την ανεξάρτητη εκμετάλλευση των ορόφων και την αντιπαροχή) έδωσε μια διέξοδο στην χωρίς πόρους συγκέντρωση του πληθυσμού στην πόλη. Μια οικονομική διέξοδο που βασιζόταν στην ιδιωτική πρωτοβουλία και στη μέγιστη δυνατή εκμετάλλευση της γης, καθιστώντας τον γενικό σχεδιασμό της πόλης άνευ σημασίας.
Η αναφορά σε αυτό το πλαίσιο καθιστά κατανοητή τη διαφορά που παρουσιάζει η ανάπτυξη της Αθήνας σε σχέση με την ανάπτυξη σε πόλεις της Ευρώπης. Σε χώρες με αναπτυγμένη βιομηχανική παραγωγή, καθώς μέσα από τις αποικίες είχαν εξασφαλίσει τη διάθεση των μαζικά παραγόμενων προϊόντων, ήταν δυνατή τόσο η οικονομική ανάπτυξη όσο και η απασχόληση ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού, ανεξάρτητα από την ανοικοδόμηση με ιδιωτική πρωτοβουλία. Σε αυτό το πλαίσιο, ο γενικός σχεδιασμός των πόλεων ήταν στην Ευρώπη εφικτός σε αντιδιαστολή με ό,τι συνέβη στην Αθήνα.
– Ένας μεγάλος καημός: Η απώλεια των 2 κύριων ποταμών της Αττικής-Κηφισός και Ιλισός είναι μάλλον οριστικός ή υπάρχουν ακόμα κάποιες ελπίδες ανάδειξής τους;
Αν η αποκάλυψη των ποταμών συνδυαστεί με την αναπτυξιακή διάσταση της πόλης, ίσως να υπάρξει η πολιτική βούληση για την ανάδειξή τους μέσα από έναν εκ νέου γενικό σχεδιασμό της πόλης.
Η Αθήνα ανασκάπτεται με το μετρό. Δημιουργούνται πολλαπλά επίπεδα σε διαφορετικές στάθμες που συναντούν τα επίπεδα των ποταμών. Ας φανταστούμε ότι αντί να κινούμαστε μόνο υπογείως με το μετρό, να ανοίγονταν σε διάφορα επίπεδα υπαίθριοι χώροι στην υφιστάμενη στάθμη των ποταμών: Δημόσιοι χώροι, πλατείες και εξώστες της πόλης σε τομή!
Μια χειρουργική επέμβαση που θα συνέβαλε αφενός στη βελτίωση του μικροκλίματος στις περιοχές αποκάλυψης των ποταμών, και αφετέρου στην πρόσδοση ιδιαίτερου χαρακτήρα σε αυτές. Θα τις είχε εντάξει σε αντιληπτικές / φυσικές συνέχειες, εισάγοντας ένα νέο σύστημα προσανατολισμού και νοηματοδότησης των σημείων της πόλης. Ένα σύστημα που μέσα από την ανάδυση κενών, δημόσιων χώρων με αυξημένα ποιοτικά χαρακτηριστικά, θα ευνοούσε επιπλέον την επιχειρηματική και οικονομική ανάπτυξη νέων αστικών κέντρων σε επίπεδο γειτονιάς.
– Τι είναι μοντερνισμός στην αρχιτεκτονική;
Ο μοντερνισμός έχει γενικά θεωρηθεί ως η έκφραση του ορθού λόγου στην καθημερινή ζωή.
Ο μοντερνισμός χρησιμοποίησε τη γλώσσα της αφαίρεσης για μια διεθνή επικοινωνία και πρόβαλλε τη γεωμετρική και κατασκευαστική τυποποίηση ως συμβολική αναπαράσταση των μέσων μαζικής παραγωγής.
Μέσα από αυτή τη διάσταση εκφράστηκε η ουτοπική αισιοδοξία της κατασκευής ενός μέλλοντος για όλους, σε διάφορα οικονομικά και πολιτικά συστήματα και με διάφορους επιμέρους τρόπους.
– Ποιος ο ρόλος του Bauhaus;
Η Σχολή εφαρμοσμένων τεχνών του Bauhaus κινήθηκε από τον μυστικισμό, στον εξπρεσιονισμό, στον ελεμενταρισμό, στην Art Deco, στον σουρεαλισμό, ως τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Μέσα από αυτή την πολυφωνία, έδειξε ότι ο μοντερνισμός είναι κάτι παραπάνω από ένα στιλ. Το Bauhaus ανέδειξε ως κοινωνική αξία τη δυνατότητα να σχεδιάζεται ενιαία το σύνολο του χώρου κατοίκησης –από την πόλη, το αρχιτεκτονικό κέλυφος μέχρι και το αντικείμενο– και να προκαθορίζονται με αυτόν τον τρόπο οι δράσεις των υποκειμένων για ένα «επιθυμητό μέλλον».
– Πώς εννοούμε τη σύγχρονη πόλη;
Η πόλη αλλάζει και περνάμε ίσως από την ουτοπία της κατασκευής του μέλλοντος (όπως επεδίωκε το μοντέρνο κίνημα και το Bauhaus) στην ουτοπία διαχείρισης της πολυπλοκότητας της πόλης. Μια πολυπλοκότητα που έχει αναπτυχθεί από τις πολυπολιτισμικές διαστάσεις της, τόσο με την ανάπτυξη θεσμικών ή επαγγελματικών σωμάτων με τα δικά τους ενδιαφέροντα και συμφέροντα, όσο και με τη συνεχή εισροή νέων σωμάτων με τις δικές τους καταβολές. Μια «Βαβέλ» που αισιοδοξεί ότι θα προσφέρει ως κοινά αγαθά τις προϋποθέσεις για την ομαλή συμβίωση.
– Πώς εννοούμε τη σύγχρονη Αθήνα;
Η σύγχρονη Αθήνα είναι πολυπολιτισμική. Κατέχει μια γεωγραφικά ευαίσθητη θέση ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, καθώς και μια ιστορικά ευαίσθητη θέση με τις πολλαπλές αλλαγές της ταυτότητάς της, ανάλογα με τις πολλαπλές αλλαγές της εξάρτησής της. Σε αυτό το πλαίσιο, η Αθήνα καθίσταται ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον πεδίο έρευνας για τον προσδιορισμό των κοινών αγαθών που θα ευνοήσουν την ομαλή συμβίωση των πολυπολιτισμικών ομάδων που την κατοικούν.
– Τι θα έπρεπε να γίνει για την Αθήνα με τα σημερινά δεδομένα;
Κύριο μέλημα για τη σύγχρονη Αθήνα αποτελεί ο σχεδιασμός του δημόσιου χώρου, τόσο στο κέντρο του αστικού ιστού όσο και στις παρυφές του με τη φύση (τη θάλασσα και το βουνό), ως μια προσπάθεια αποκατάστασης της συνοχής στη ζωή της πόλης. Μιας πόλης που, όπως λέγαμε, η εικόνα της έχει προκύψει από την ιδιωτική πρωτοβουλία, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την κοινή ζωή.
Ο σχεδιασμός του δημόσιου χώρου θα μπορούσε να βελτιώσει την πόλη τόσο εργονομικά (ροές, μετακινήσεις, μετασχηματισμοί, ανοιχτές προσβάσεις), όσο και διαδραστικά με την εισαγωγή κοινών μικτών χρήσεων, όπου θα αναπτύσσονταν σχέσεις συμμετοχής μεταξύ των πολιτών σε μικρές και μεγάλες κλίμακες, τοπικά και διατοπικά. Ενδεικτικά θα μπορούσαν να αναφερθούν ως πόλοι έλξης τα ανοικτά αμφιθέατρα, οι πλατείες, οι χώροι αναψυχής και οι αγορές, αλλά και τα ανοικτά πολιτισμικά κέντρα.
Ένας σχεδιασμός που για να επηρεάσει όλες τις κλίμακες αναφέρεται ταυτόχρονα σε επίπεδο Δήμων και Περιφέρειας.