ΦΥΤΕΥΟΝΤΑΣ ΣΕ ΕΝΑ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΣΤΟ ΠΑΓΚΡΑΤΙ
Όταν αποφάσισα να ασχοληθώ με την κηπουρική στις γλάστρες του μπαλκονιού μου, μια μικρή ελιά μού έδειξε με τον πιο ήπιο τρόπο τη δύναμη της φύσης.
Πριν από αρκετά χρόνια, καθώς έφευγα από μια δημοσιογραφική εκδήλωση, μου πρόσφεραν ένα τσίγκινο γλαστράκι που είχε μέσα μια πολύ μικρή ελιά. Η κηπουρική δεν ήταν το φόρτε μου αλλά χάρηκα, γιατί μου θύμισε τα ελαιόδεντρα στον τόπο καταγωγής μου, την Κέρκυρα. Δεν ξέρω αν αυτά που βρίσκονται στο μικρό κομμάτι γης που έχουμε τα είχε φυτέψει ο παππούς ή ο προπάππους μου, πάντως σήμερα είναι πανύψηλα και παραμένουν καρποφόρα. Αναρωτήθηκα πόσα χρόνια θα χρειαζόταν αυτό το μικρό φυτό για να μεγαλώσει τόσο και αποφάσισα ότι του άξιζε μια μεγαλύτερη γλάστρα. Μεταφυτεύτηκε, αλλά μετά το ξέχασα.
Ζω στο Παγκράτι, σε ένα στενό που δεν αφήνει τον ήλιο να λούσει γενναιόδωρα το μπαλκόνι μου. Υπάρχουν σημεία που εκτίθενται στο φως του για αρκετή ώρα, κάποια σημεία που τα βλέπει ο ήλιος λίγο λοξά, άλλα πάντα σκιερά. Και, ευτυχώς, υπάρχει αυτόματο πότισμα, που σημαίνει ότι ακόμα κι αν δεν ασχολείσαι πολύ με τα φυτά, εκείνα δεν ξεραίνονται.
Δεν θα πρωτοτυπήσω αν πω ότι στο πρώτο lockdown, τον Μάρτιο του 2020, αποφάσισα για πρώτη φορά να ασχοληθώ πραγματικά με τις γλάστρες στο μπαλκόνι, που είχαν θεριέψει. Το κεντρικό κλωνάρι της ελιάς προσπαθούσε να γίνει κορμός αλλά είχε πέσει θύμα αυτού που κάποτε στο Δημοτικό είχαμε μάθει ότι λέγεται «θετικός φωτοτροπισμός»: έγερνε προς την κατεύθυνση του φωτός και είχε γίνει θεόστραβο.
Από τις ελάχιστες γνώσεις κηπουρικής που έχω, θεώρησα ότι ήταν καλή περίοδος για ένα γενναίο κλάδεμα. Και αποφάσισα ότι δεν υπήρχε λόγος να γκουγκλάρω τι έπρεπε να κάνω. Θα άφηνα το ένστικτό μου ελεύθερο, και ο χρόνος θα έδειχνε αν υπήρχαν θύματα. Το αποτέλεσμα σε κάποιες περιπτώσεις ήταν αμφιλεγόμενο αισθητικά, αλλά κανένα φυτό δεν έπαθε ανεπανόρθωτη βλάβη.
Όταν έφτασα στην ελιά, έπρεπε να αποφασίσω σε ποιο σημείο να την κλαδέψω. Αν αναζητούσα την αρχή του στραβού, θα έπρεπε να φτάσω πολύ κοντά στο χώμα. Αποφάσισα ότι ήταν κρίμα, κι έμεινε ο θεόστραβος βλαστός. Μήπως να τον έδενα στα κάγκελα, για να ισιώσει; Μου φάνηκε κάπως περίπλοκο και –επιτρέψτε μου– αρκετά επιθετικό. Οπότε κατέληξα σε μια απλή στρατηγική: Έβαλα τη γλάστρα σε ένα σημείο όπου ο ήλιος έπεφτε –όσο έπεφτε– κάπως περιμετρικά.
Έναν χρόνο μετά, η φύση είχε κάνει τη δική της κηπουρική και είχε αποκαταστήσει την ισορροπία: εκ διαμέτρου αντίθετα με το κεντρικό κλαδί της ελιάς, είχαν αναπτυχθεί δυο βλαστάρια που δημιουργούσαν ένα μικρό συμμετρικό δεντράκι. Ήταν σαφώς πιο λεπτά από το παλιό, αλλά είχαν προσπαθήσει να το φτάσουν σε ύψος (λίγο πιο προσεκτικό κλάδεμα αυτή τη φορά, τα έφερε στα ίσα). Εφόσον είχε νερό, η ελιά μου ανταποκρινόταν στο κάλεσμα της φύσης και μεγάλωνε όπως μπορούσε. Με λίγη παρατήρηση και ελάχιστη φροντίδα, το «έδαφος» της γλάστρας της έγινε πιο εύφορο και κατάφερε να βρει την ισορροπία της.
Έχω δει ένα βιντεάκι που δείχνει πώς η φύση θα κυριαρχήσει ακόμα και στις τσιμεντουπόλεις, αν το ανθρώπινο είδος εκλείψει ξαφνικά από τη Γη. Η μικρή μου ελιά μου έδειξε με τον πιο ήπιο τρόπο τη δύναμή της. Και ότι δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να συνυπάρχουμε αρμονικά, σε ισορροπία. Όχι μόνο την ισορροπία που βρήκε το δενδρύλλιο, αλλά και την αίσθηση ισορροπίας που χαρίζει πια σε μένα το μπαλκόνι μου.