ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΣΤΟ ΜΙΛΑΝΟ ΜΕ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ (ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΟ SHOPPING)
Αν σκέφτεσαι το Μιλάνο μόνο ως μία από τις πρωτεύουσες της μόδας, ξανασκέψου το. Ένα διήμερο εκεί δίνει την ευκαιρία να απολαύσεις πολλά και σημαντικά έργα τέχνης, κλασικά αλλά και σύγχρονα.
Είχα στο μυαλό μου το Μιλάνο σχεδόν στερεοτυπικά. Πρωτεύουσα της μόδας, εμπορικός κόμβος, βιομηχανικό κέντρο, η πλουσιότερη πόλη της Ιταλίας. Έφτασε μόλις ένα διήμερο για να γνωρίσω και το Μιλάνο των τεχνών, σύγχρονων και κλασικών. Είναι η πόλη του ιταλικού Βορρά όπου μέσα σε δύο 24ωρα μπορεί κανείς να θαυμάσει από κοντά Κουνς, Χιρστ, Γουόρχολ, Καντίνσκι αλλά και Ντα Βίντσι, Ραφαήλ και Καραβάτζιο.
Mε πτήσεις όλο και πιο οικονομικές, σε απόσταση 2,5 ωρών από την Αθήνα, το Μιλάνο αποτελεί ένα –αν μη τι άλλο– ανταγωνιστικό cultural city break.
Στο Μιλάνο με τους… φοίνικες!
Η δική μου περιήγηση ξεκινάει από τον κεντρικό σταθμό της πόλης, το Zentrale Stazione. Αποβιβάζομαι από το λεωφορειάκι του αεροδρομίου πλάι στο επιβλητικό κτίσμα του 1931, με τη σύγχρονη προσθήκη του γυάλινου θόλου, και μπαίνω στο μετρό.
«Χτυπάω» απευθείας τη χρεωστική μου κάρτα αντί για εισιτήριο (!) και σε 4 στάσεις βρίσκομαι στην «καρδιά» της πόλης: στην Piazza del Duomo. Εδώ μένει κανείς άφωνος από τις διαστάσεις και την μεγαλοπρέπεια του Duomo di Milano: Ο καθεδρικός ναός του 14ου αιώνα είναι ένας από τους μεγαλύτερους χριστιανικούς ναούς στον κόσμο και δεσπόζει στην ομώνυμη πλατεία.
Άφωνοι έμειναν και οι Μιλανέζοι το 2017, όταν φυτεύτηκαν τα δέντρα που αντικρίζω τώρα στην μία πλευρά της πλατείας: δεν είναι άλλα από πανύψηλους, τροπικούς φοίνικες! Η απόφαση της δημοτικής αρχής για τη φύτευσή τους (παρόμοια λήφθηκε και στην Αθήνα, να θυμηθούμε) είχε προκαλέσει πλήθος αντιδράσεων, έως και χιουμοριστικά memes (με τίτλους όπως «Milano Vice», από τη θρυλική σειρά «Miami Vice»). Προσπερνώντας την τροπική συστάδα, πραγματοποιώ την πρώτη μου εικαστική στάση στο Μιλάνο, πλάι του καθεδρικού.
Στάση πρώτη: Museo del Novecento
Με το που μπαίνω στο Museo del Novecento, αντικρίζω τις σπειροειδείς πάλλευκες σκάλες του, που θυμίζουν εκείνες του μουσείου Guggenheim στη Νέα Υόρκη. Με μια ειδικά μελετημένη «μουσειακή διαδρομή» (museum path) με αυτοκόλλητα δαπέδου, βέλη και προσωπικό που σε καθοδηγεί, κατευθύνομαι στους εκθεσιακούς χώρους. Από τον έναν όροφο στον επόμενο, μοιάζουν λες και είναι ατελείωτοι. Πώς αλλιώς θα μπορούσε ένα μουσείο να χωρέσει την τέχνη 100 ετών;
Το μουσείο φιλοξενείται στο Pallazzo dell’Arengario, που ανακαινίστηκε το 2010, κι έχει μια μόνιμη συλλογή τετρακοσίων έργων σύγχρονης τέχνης.
Κατά την απολαυστική περιήγηση, τα έργα που ξεχωρίζουν είναι ουκ ολίγα. «Ω, ντε Κίρικο!» ακούω να αναφωνεί ένας νεαρός δίπλα μου απευθυνόμενος στη φίλη του, μην μπορώντας να συγκρατήσει αυτόν τον ενθουσιασμό που κατακλύζει πολλούς εμπρός από μια δημιουργία ενός σημαντικού καλλιτέχνη.
Προσωπικά, ξεχωρίζω την ασπρόμαυρη «Marilyn» του Άντι Γουόρχολ, τη «Σύνθεση» του Βασίλι Καντίνσκι, το δίπτυχο «Λευκό τριαντάφυλλο» και «Μαύρο τριαντάφυλλο» του Γιάννη Κουνέλλη. Εδώ, επίσης, βρίσκω σε διακριτή θέση ένα εμβληματικό έργο-σύμβολο του σοσιαλισμού, την «Τέταρτη τάξη» του Τζουζέπε Πελίτσα (είναι ο πίνακας που βλέπουμε ως φόντο στους τίτλους έναρξης της ταινίας «1900», του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι).
Στον τελευταίο όροφο του μουσείου, αρκετοί επισκέπτες απολαμβάνουν τη απρόσκοπτη θέα στο κέντρο μέσα από τα εντυπωσιακά, μεγάλης κλίμακας παράθυρα. Μόλις ξαναβγαίνω στη γειτονιά, κάνω μια σύντομη παύση για έναν espresso marοcchino. Είναι ο καφές γέννημα-θρέμμα του ιταλικού Βορρά: μια δόση εσπρέσο, μια στρώση κακάο και παχύρρευστο αφρόγαλα, σερβιρισμένο σε μικρό γυάλινο ποτήρι. Διαλέγω ένα μικρό γωνιακό καφέ, ένα-δυο στενά μετά την πλατεία, μακριά από τα πολύ τουριστικά σημεία.
Περπατώντας ανάμεσα στα καλοδιατηρημένα νεοκλασικά, φθάνω στην Via Filodrammatici –όνομα ταιριαστό! – και στο παγκοσμίως διάσημο Teatro alla Scala. H λυρική σκηνή του 1778 ανακαινίστηκε το 2004 από τον Ελβετό αρχιτέκτονα Μάριο Μπότα. Η πρώτη όπερα που ανεβαίνει φέτος είναι ο «Μπορίς Γκοντουνόφ», του Μουσόργκσκι (10-29 Δεκεμβρίου), σε νέα παραγωγή, αλλά νωρίτερα μπορεί να πετύχετε κάποιο μπαλέτο ή συναυλία.
Λίγα τετράγωνα πιο μακριά, συναντώ την εκκλησία Santa Maria delle Grazie. Στην τραπεζαρία του ναού και μοναστηριού του 15ου αιώνα, βρίσκεται ένα από τα αριστουργήματα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, ο «Μυστικός Δείπνος». Ο εξέχων Ιταλός καλλιτέχνης της Αναγέννησης έζησε στο Μιλάνο για μια 20ετία περίπου, και, αν κάποιος το επιθυμεί, μπορεί να επισκεφθεί εδώ έως και τους...αμπελώνες του. Ομάδα επιστημόνων γενετικής αμπέλων κατόρθωσε να «ζωντανέψει» τον αμπελώνα που είχε χαρίσει στον καλλιτέχνη ο εργοδότης του, Δούκας του Μιλάνου, το 1498. Τα βιολογικά υπολείμματα της ποικιλίας Malvazia di Candia Aromatica που βρέθηκαν στο κτήμα επέτρεψαν την επαναφύτευσή της. Το 2018 έγινε και ο πρώτος τρύγος των σταφυλιών.
Φθάνω τώρα στην Piazza Pio XI, έτοιμη για την «κατάδυσή» μου στην ιταλική Αναγέννηση, στη μεγαλόπρεπη Pinacoteca Ambrosiana.
Στάση δεύτερη: Pinacoteca Ambrosiana
Ένα αρχιτεκτονικό στολίδι του 1618, η Αμβροσιανή Πινακοθήκη φιλοξενεί έργα κορυφαίων δημιουργών. Μέσα στις 24 απαστράπτουσες αίθουσές της, σταματώ για να θαυμάζω την «Παναγία με το θείο βρέφος και τρεις αγγέλους» του Μποτιτσέλι, τη «Λατρεία των μάγων» του Τιτσιάνο, ενώ σε περίοπτη θέση συναντώ και το εξαιρετικό έργο «Καλάθι με φρούτα» του Καραβάτζιο, ένα από τα ελάχιστα έργα νεκρής φύσης του καλλιτέχνη.
Όμως, το έργο που με μαγνητίζει δεν είναι άλλο από το προσχέδιο της διάσημης νωπογραφίας του Ραφαήλ «Η Σχολή των Αθηνών», που ο αναγεννησιακός καλλιτέχνης φιλοτέχνησε στο Βατικανό, το 1511. Ενώνοντας τα μικρά φύλλα χαρτί που είχε στη διάθεσή του, έφτασε τα 2,8 x 8 μέτρα, απεικονίζοντας τις μορφές του fresco.
Το εξαιρετικό βίντεο που προβάλλεται στον χώρο πριν ο επισκέπτης δει το προσχέδιο, σε προβολή αντίστοιχου μεγέθους, εξηγεί βήμα-βήμα πώς δούλεψε ο καλλιτέχνης (π.χ. πώς τοποθέτησε τα πρόσωπα, πώς υπολόγισε της φωτοσκιάσεις).
Στη συστεγαζόμενη Biblioteca Ambrosiana, βρίσκουμε ακόμα λίγο Λεονάρντο Ντα Βίντσι: ο 2.238 σελίδων Codex Atlanticus, η πληρέστερη συλλογή σχεδίων και μηχανικών συλλήψεων φυλάσσεται εδώ.
Tη δεύτερη μέρα στην πόλη, βγαίνοντας λίγο έξω από το κέντρο, ανυπομονώ να δω το πολυδιαφημισμένο πολιτισμικό σύμπλεγμα Fondazione Prada.
Στάση τρίτη: Fondazione Prada, το «διαμάντι» των νοτίων προαστίων
Βρίσκομαι τώρα στη βιομηχανική περιοχή Largo Isarco, στα νότια της πόλης. Το 2015, το Ίδρυμα Prada –που διαχειρίζονται από κοινού η διάσημη σχεδιάστρια και ο σύζυγός της, Patrizio Bertelli– βρήκε τον χώρο που έψαχνε. Δεν ήταν άλλος από ένα εγκαταλελειμμένο αποστακτήριο τζιν, συνολικής έκτασης 19.000 τ.μ. Το παρέλαβε ο κορυφαίος Ολλανδός starchitect Ρεμ Κούλχας, και το γραφείο του ΟΜΑ, και έκαναν τα μαγικά τους. Μετέτρεψαν τα βιομηχανικά κτίρια σε φωτεινούς εκθεσιακούς χώρους και έκαναν τρεις προσθήκες: ένα εκθεσιακό pavillion, έναν κινηματογράφο και έναν «πύργο» δέκα ορόφων, ο οποίος κάνει τη διαφορά.
Ο Torre, που είναι φτιαγμένος από γυαλί, λευκό μπετόν και αλουμίνιο, είναι το «σπίτι» τoυ «Atlas», ενός project που περιλαμβάνει τη μόνιμη συλλογή, με έργα από την περίοδο 1960-2016, ενώ παραμένει πάντα ανοιχτό σε περιοδικές και θεματικές προσθήκες και δράσεις. Εδώ μπαίνω στα τυφλά, σε απόλυτο σκοτάδι για λίγα μέτρα, στηριζόμενη σε ένα κιγκλίδωμα ως οδηγό, ώσπου να βγω στο εκτυφλωτικά φωτισμένο δωμάτιο με τα γιγαντιαία περιστρεφόμενα άσπρα και κόκκινα μανιτάρια, που... κρέμονται από την οροφή! Είναι η ψυχεδελική εγκατάσταση «Αναποδογυρισμένα μανιτάρια», του Κάρστεν Χέλερ, ένα από το πολλά καινοτόμα έργα που φιλοξενoύνται στον Πύργο.
Στον επόμενο όροφο, το μπουκέτο από υπερμεγέθεις, πολύχρωμες τουλίπες από ανοξείδωτο ατσάλι του Τζεφ Κουνς απλώνεται μπροστά στους επισκέπτες, αντανακλώντας το φως.
Προχωρώντας, τραβάει την προσοχή μου ένα γυάλινο κουβούκλιο, μέσα στο οποίο βρέχει ασταμάτητα. Στο κέντρο του αιωρείται μια μαύρη ομπρέλα που προσφέρει προστασία σε 2 λαστιχένιες πάπιες.
Είναι η εγκατάσταση «Δάκρυα για όλους όσοι σε κοιτούν», του Ντάμιεν Χιρστ, που καλεί τους επισκέπτες να αναλογιστούν το έργο που αποτέλεσε την έμπνευση, τον διάσημο «Πίνακα» του Φράνσις Μπέικον.
Βγαίνοντας στην αυλή, ανάμεσα στα κτίσματα βρίσκω τις –πολύ οικείες από το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος– πράσινες καρεκλίτσες διασκορπισμένες παντού. Στη σκιά μιας μεγάλης συκιάς, μπροστά από το pavillion. Ό,τι πρέπει για ενδιάμεση ξεκούραση.
Φθάνοντας στο καφέ, μια ακόμη έκπληξη με περιμένει. Αυτό δεν είναι ένα συνηθισμένο καφέ μουσείου. Είναι ένα που φέρει την υπογραφή διάσημου Αμερικανού σκηνοθέτη. Ο Γουές Άντερσον («Ξενοδοχείο Grand Budapest», «Το νησί των σκύλων») σχεδίασε το Bar Luce και δήλωσε: «Πιστεύω ότι θα γινόταν ένα πολύ καλό σκηνικό για ταινία, κι ένα ακόμα καλύτερο μέρος για να γράψει κανείς μια ταινία. Θέλησα να κάνω ένα μπαρ όπου θα ήθελα να περνάω τα δικά μου απογεύματα».
Φαίνεται πως το κατάφερε. Λες κι έχει ξεπηδήσει από την Ιταλία των 50s και 60s, με έπιπλα από φορμάικα και τη γωνία με το jukebox και τα φλιπεράκια, ο χώρος έχει χαλαρή ατμόσφαιρα για άραγμα μετά την επίσκεψη στο μουσείο, αλλά μοιάζει ιδανικός και για meeting point της γειτονιάς – όπως είναι το τέλειο σκηνικό για τον δικό μου αποχαιρετισμό στο Μιλάνο και τα ξεχωριστά μουσεία του.