ΖΑΝ-ΛΙΚ ΓΚΟΝΤΑΡ: ΚΑΙΝΟΤΟΜΟΣ ΚΑΙ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ υπήρξε ένας ακούραστος και παθιασμένος εργάτης του σινεμά. Άλλαξε τον τρόπο που βλέπουμε (και κάνουμε) σινεμά και επέλεξε να φύγει από τη ζωή με τους δικούς του όρους.
«Δεν ήταν άρρωστος, ήταν απλά εξαντλημένος. Πήρε λοιπόν την απόφαση να το τελειώσει. Ήταν δική του απόφαση και ήταν σημαντικό γι’ αυτόν να γίνει γνωστό». Αυτά τα λόγια συνόδεψαν την είδηση του θανάτου ενός από τους τελευταίους «μεγάλους» του παγκόσμιου κινηματογράφου, του Γαλλο-Ελβετού Ζαν-Λικ Γκοντάρ (1930-2022). Ασυμβίβαστος ως το τέλος, ο Γκοντάρ επέλεξε να πεθάνει με υποβοηθούμενη αυτοκτονία, στην Ελβετία.
Μετά την είδηση του θανάτου του, μου ήρθε στο νου η πρώτη φορά που είχα έρθει σε επαφή με το έργο του. Αυτό συνέβη όταν έμαθα ότι η εταιρεία παραγωγής του Κουέντιν Ταραντίνο, A Band Apart, είχε δανειστεί το όνομά της από την ομότιτλη ταινία του Γκοντάρ, του 1964. Μια αναφορά του Ταραντίνο διόλου τυχαία φυσικά, αφού αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Γκοντάρ έναν από τους δασκάλους του.
Σε συνέντευξή του ο Ταραντίνο είχε δηλώσει: «Να ένα στοιχείο του Γκοντάρ που βρίσκω πολύ απελευθερωτικό: ταινίες που σχολιάζουν τον εαυτό τους ή άλλες ταινίες ή την κινηματογραφική ιστορία. Για μένα ο Γκοντάρ έκανε στις ταινίες ό,τι ο Μπομπ Ντίλαν στη μουσική: και οι δύο δημιούργησαν επανάσταση στις φόρμες τους».
Η πρωτοποριακή φιλμογραφία του Γκοντάρ
Άρχισα να αναζητώ ταινίες του ίδιου του Γκοντάρ. Βρισκόμουν στην προ-ίντερνετ εποχή –ευτυχώς– και οδηγήθηκα στο θρυλικό ΑΖΑ Cinema Club, το θρυλικό video club του Γιάννη Ζαχόπουλου, στη Θεσσαλονίκη, που διέθετε τη μεγαλύτερη ίσως ταινιοθήκη της Ελλάδας. Εκεί βρήκα τις βασικές (και ακόμα περισσότερες) ταινίες του.
Ένα σινεμά τελείως διαφορετικό απ’ ό,τι είχα δει μέχρι τότε, με έντονο το στοιχείο του πειραματισμού στην εικόνα, τον ήχο, το μοντάζ και την αφήγηση. Μια έπανασταση, μια πολιτική πράξη, μια εξύψωση της τέχνης του κινηματογράφου στο ύψος της ζωγραφικής και της λογοτεχνίας. Μια δήλωση μέσω του έργου του ότι το σινεμά πρέπει να εστιάσει στα στοιχεία που το διαφοροποιούν και το διακρίνουν από τις άλλες τέχνες, να γίνει αυθύπαρκτο, μακριά από τη θεατρική του αντιμετώπιση κατά τον πρώτο μισό αιώνα της ύπαρξής του.
Έκτοτε, ο Γκοντάρ δεν σταμάτησε να με εκπλήσσει με κάθε νέα του δουλειά, κοιτώντας πάντα μπροστά στο μέλλον του σινεμά, αναζητώντας καινούργιες φόρμες, παραμένοντας ένας από τους πιο τολμηρούς και ρηξικέλευθους δημιουργούς, συνεχίζοντας να χαράζει μια απολύτως προσωπική και μοναχική πορεία.
Ο Γκοντάρ της Nouvelle Vague
Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως κριτικός κινηματογράφου, μέλος των θρυλικών Cahiers du Cinema στα μέσα της δεκαετίας του ’50, όπου μαζί με την υπόλοιπη συντακτική ομάδα του περιοδικού –που απαρτιζόταν από τους Αντρέ Μπαζέν, Φρανσουά Τριφό, Ερίκ Ρομέρ, Ζακ Ριβέτ, Κλοντ Σαμπρόλ– όρισαν τη «Θεωρία του δημιουργού» (théorie d’ auteur). Πρόκειται περισσότερο για μια στάση απέναντι στους «εκτελεστές» των μεγάλων στούντιο, δηλώνοντας ταυτόχρονα την εκτίμησή τους σε μεγάλους δημιουργούς που διατηρούσαν την προσωπική τους γλώσσα και εντός του συστήματος του Χόλιγουντ, όπως ο Άλφρεντ Χίτσκοκ και ο Χάουαρντ Χοκς.
Σχεδόν σύσσωμη η ομάδα των Cahiers αποτέλεσε τις κεντρικές μορφές της Nouvelle Vague, του γαλλικού Νέου Κύματος στο οποίο εντάσσεται και ο Γκοντάρ με την πρώτη του ταινία, το αριστουργηματικό Με κομμένη την ανάσα (À bout de souffle), 1960. Με την ταινία αυτή (είχαν προηγηθεί την προηγούμενη χρονιά τα 400 χτυπήματα του Τριφό και το Χιροσίμα αγάπη μου του Ρενέ) συγκεντρώνεται το παγκόσμιο ενδιαφέρον της κινηματογραφικής κοινότητας στο Νέο Κύμα και τις καινοτομίες που φέρει στην αφήγηση, το μοντάζ, το ύφος και το οπτικό στυλ.
Μια παρακαταθήκη με αριστουργήματα
Από τα αριστουργήματα της πρώτης περιόδου Με κομμένη την ανάσα (1960), Ζούσε τη ζωή της (1962), Ο μικρός στρατιώτης (1963), Η περιφρόνηση (1963), Άλφαβιλ (1965), Ο τρελός Πιερό (1965), Αρσενικό θηλυκό (1966), Η Κινέζα (1967), Week-end (1967), ο Γκοντάρ περνά στη μαοϊκή του φάση ως μέλος του Τζίγκα Βερτόφ Γκρουπ, που απαρτιζόταν από μαρξιστές και μαοϊκούς σκηνοθέτες, καταλήγοντας στην ίδρυση δικής του εταιρείας παραγωγής βίντεο Sonimage με την μετέπειτα σύντροφό του Αν-Μαρί Μιεβίλ.
Σταδιακά πέρασε σε ένα δοκιμιακό σινεμά, παραδίδοντας το magnum opus του Histoire(s) du cinema (1988-1998), όπου σε μια σειρά ταινιών συνδυάζει την ιστορία του 20ού αιώνα με την ιστορία του ίδιου του κινηματογράφου. Συνέχισε να πειραματίζεται ως το τέλος, δίνοντας τη δική του εκδοχή για το 3D με το Αποχαιρετισμός στη γλώσσα, το 2014.
Συνολικά άφησε πίσω του ένα έργο που εκτείνεται σε πάνω από έξι δεκαετίες και περιλαμβάνει περισσότερες από 100 ταινίες (σε φιλμ, βίντεο, τηλεόραση), πλήθος κειμένων και κριτικών για τον κινηματογράφο.
Το ανήσυχο πνεύμα του Γκοντάρ
Ο Γκοντάρ υπήρξε ένας ακούραστος και παθιασμένος εργάτης του σινεμά που άσκησε συνεχή επιρροή στους ομότεχνούς του και άλλαξε τον τρόπο που βλέπουμε (και κάνουμε) σινεμά.
Ασυμβίβαστος και καινοτόμος, ο Γκοντάρ δεν εφησυχάστηκε σε ένα ύφος, αλλά άλλαζε διαρκώς κατά τη διάρκεια της καριέρας του, εξερευνώντας και διευρύνοντας την κινηματογραφική γλώσσα. Όπως είπε ο ίδιος σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις το 2020, στις αρχές της πανδημίας: «Δεν πιστεύω στη γλώσσα. Πιστεύω ότι το πραγματικό πρόβλημα και αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι το αλφάβητο. Υπάρχουν πολλά γράμματα, πρέπει να σβήσουμε κάποια. Και μετά να συνεχίσουμε».
Ο Δημήτρης Καλακίδης είναι θεατρολόγος και δραματουργός.