ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ’ΧΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΦΟΒΙΑ;
Έχω συμβιβαστεί με την ιδέα ότι έχω κλειστοφοβία και με τις επιπτώσεις της. Κι αν κάποτε μπορέσω μόνος μου να την ξεπεράσω, έχει καλώς. Δεν θέλω βοήθεια.
Ξέρεις τι είναι να ’χεις κλειστοφοβία; Άσ’ τα, να μη στα λέω. Από τότε που με χτύπησε το κακό –εκεί, γύρω στα τριανταπέντε–, έπαυσα να ταξιδεύω με αεροπλάνο, δεν μπαίνω σε υπόγεια, δεν κάθομαι ποτέ στο πίσω κάθισμα δίθυρου αυτοκινήτου, και για ασανσέρ ούτε λόγος.
Και να ήταν μόνο αυτά; Κάποια στιγμή, άρχισα να νιώθω σταδιακά ότι με στενεύει το σπίτι, η Αθήνα, η Ελλάδα, η υφήλιος και το σύμπαν, που το έβλεπα μικρό σαν πορτοκάλι που δεν με χωράει!
Ταυτόχρονα, με δυνάστευε η νύχτα. Μου φαινόταν κατάμαυρος μανδύας, που με τύλιγε ασφυκτικά και δεν με άφηνε να αναπνεύσω. Ποιον; Εμένα, που δοξολογούσα τη νύχτα και απολάμβανα το ποτήρι της μέχρι τρυγός.
Ζούσα μια κόλαση. Κι αφήνω στην άκρη αυτά που έχανα. Να πάω δηλαδή στη Λατινική Αμερική, στην Ιαπωνία και στα ενδότερα της Αφρικής, να ξαναπάω στη Βόρεια Αμερική και να τη διασχίσω οδηγώντας, όπως ο Πέτερ Χάντκε, που έγραψε μετά εκείνο το εξαιρετικό βιβλίο, «Σύντομο γράμμα για έναν μεγάλο αποχαιρετισμό» (εκδ. Άγρα).
Με τη νύχτα τα ξαναβρήκα. Μόνος μου. Κόντευε πέντε το πρωί, χειμώνας καιρός, και μ’ έσφιγγε στο λαιμό το μαύρο. Ντύθηκα, κατέβηκα στο δρόμο και μπήκα στο αυτοκίνητο, έτοιμος να βγω στην εθνική οδό και να οδηγήσω μέχρι να αποσυρθεί το πέπλο της νύχτας και να ροδίσουν τα βουνά.
Γύρισα λοιπόν τον διακόπτη και, μόλις άκουσα τον ήχο της μηχανής, έβγαλα μια κραυγή σαν θηρίο που βρυχάται μπροστά στον κίνδυνο. Αυτό ήταν! Ηρέμησα, άναψα τσιγάρο και επέστρεψα ήσυχος στο σπίτι, διώχνοντας διά παντός τις σκοτεινιές που με δυνάστευαν. Η μαγεία της νύχτας είχε αποκατασταθεί μέσα μου.
Η επίμονη κλειστοφοβία
Όμως η κλειστοφοβία δεν έλεγε να μ’ αφήσει. Και πώς να το πω στα πιτσιρίκια μου, που δεν καταλάβαιναν γιατί δεν μπαίνω στο ασανσέρ. Τους απαντούσα ότι προτιμώ τις σκάλες για να γυμνάζομαι, αλλά ένιωθα ότι δεν ήμουν πειστικός. Άσε που φοβόμουν ότι θα τα επηρεάσω, μεταφέροντας σ’ αυτά τη δική μου φοβία.
Ακόμη χειρότερα: Σκεφτόμουν ότι θα τρωθεί η εικόνα του δυνατού και άτρωτου που έχουν τα παιδιά για τους γονείς και ειδικά για τον πατέρα τους. Με ταλάνιζαν αυτές οι σκέψεις, ώσπου μια μέρα το αποφάσισα και τους είπα για το «κουσούρι» μου.
Αδίκως ανησυχούσα. Τα παιδιά με άκουσαν προσεκτικά –ειδικά όταν τους είπα ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε αδυναμίες– και, αμέσως μετά, τη στιγμή που βγαίναμε από το σπίτι για να πάμε στην παιδική χαρά, μου είπαν πειρακτικά… να μπω στο ασανσέρ και έσκασαν στα γέλια.
Όχι, δεν θέλω βοήθεια...
Όμως, ένας φίλος ψυχίατρος διόλου δεν γέλασε όταν εκμυστηρεύτηκα το πρόβλημα σε μια σαββατιάτικη ομήγυρη. Η κουβέντα ξεκίνησε όταν τους εξήγησα για ποιο λόγο είχα αρνηθεί να πάμε στην ημιυπόγεια ταβέρνα που είχαν προτείνει.
«Μη σε νοιάζει. Θα σε φτιάξω και σε λίγο καιρό θα ξεχάσεις την κλειστοφοβία», είπε ο φίλος, αλλά εγώ το ξέκοψα. «Όχι. Δεν θέλω. Θα ζήσω με την αναπηρία μου. Κι αν κάποτε μπορέσω μόνος μου να την ξεπεράσω, έχει καλώς. Δε θέλω βοήθεια. Γιατί τη θεωρώ δυναστική εξάρτηση, που ενδεχομένως θα τη βρω μπροστά μου για άλλα ζητήματα στο μέλλον».
Εννοείται ότι η παρέα διαφώνησε. Σχεδόν με αποπήρε. Και με προέτρεψε εν χορώ να με δει ο φίλος ψυχίατρος για να απαλλαγώ από το βάσανο. Αρνήθηκα, φυσικά. Και το μόνο που είπα είναι ότι ξέρω πώς δημιουργήθηκε η κλειστοφοβία (από τον τρόπο που γεννήθηκα), αλλά δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί εμφανίστηκε τόσο αργά.
Όπως καταλαβαίνετε, το υπόλοιπο της βραδιάς κύλησε με κουβέντες για την ψυχιατρική και την ψυχανάλυση, την οποία φυσικά εχθρεύομαι και απορρίπτω, όπως και τις υπερβολές περί κατάθλιψης (θα πούμε γι’ αυτά προσεχώς).
Να μην τα πολυλογώ, δεν θέλω καμιά βοήθεια. Έχω συμβιβαστεί με την ιδέα της κλειστοφοβίας και τις επιπτώσεις της. Απλώς θα επιδιώξω κάποια στιγμή να πάω με πλοίο στη Λατινική Αμερική, εκτός κι αν μέχρι τότε φτιάξουν… γέφυρα σαν κι αυτή που βλέπω συχνά στα όνειρά μου.