ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΥΚΑΛΑΝΙ: «ΚΑΝΟΥΜΕ ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΜΕΝΟ ΚΑΙ ΑΝΤΙΑΥΤΑΡΧΙΚΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ»
Η ψυχή της θεατρικής ομάδας «Συντεχνία του Γέλιου», ο Βασίλης Κουκαλάνι, μίλησε στο OW για όλα όσα κάνει και μας κρατά πιστούς θεατές εδώ και μία δεκαετία.
Μπορεί να μην αναγνωρίζεις το όνομά του, όμως αν είσαι γονιός παιδιών σχολικής ηλικίας πιθανότατα γνωρίζεις τη θεατρική ομάδα του, την περίφημη Συντεχνία του Γέλιου. Κι αν δεν σου λέει κάτι ούτε αυτό, τότε θα σου πω απλά κάποιες από τις παιδικές παραστάσεις τους: Τζέλα, Λέλα, Κόρνας και Κλεομένης, Μια Γιορτή σου Νουριάν, Πιο Δυνατός κι απ’τον Σούπερμαν, Είμαστε Πάτσι! Καλά κατάλαβες, ο Βασίλης Κουκαλάνι είναι ο άνθρωπος πίσω από αυτές τις παραστάσεις (και κάμποσες ακόμα) που αν είχες την τύχη να παρακολουθήσεις με το παιδί σου, είναι βέβαιο ότι έχουν μείνει χαραγμένες μέσα σου.
Αν, πάλι, δεν είχες αυτή την ευκαιρία ακόμα, η τύχη παραμένει μαζί σου: Τόσο το «Τζέλα, Λέλα, Κόρνας και Κλεομένης», όσο και το «Είμαστε Πάτσι», αλλά και ο διασκευασμένος «Μορμόλης», «ανεβαίνουν» φέτος ξανά στο Σύγχρονο Θέατρο και ετοιμάζονται να ανοίξουν τα πορτοπαράθυρα στις καρδιές και τα μυαλά των παιδιών μας.
Κι αν ετοιμάζεσαι να βγεις από αυτό το άρθρο γιατί δεν έχεις (μικρά) παιδιά και θεωρείς ότι όλη η ωραία συζήτηση που κάναμε δεν σε αφορά, περίμενε να σου πω πού ακόμα τον έχεις δει: Στα πρώτα επεισόδια της νέας τηλεοπτικής σειράς «Το Προξενιό της Ιουλίας» στον ρόλο του πατέρα της Ιουλίας. Στο πλευρό του Τζέραρντ Μπάτλερ στην ταινία «Kandahar» που προβλήθηκε το καλοκαίρι του 2023 στους κινηματογράφους, στην επιτυχημένη σειρά της Apple TV+ «Tehran», στη γαλλοελληνική παραγωγή «Red Rose», και αν είσαι πραγματικός σινεφίλ στην καταπληκτική ταινία «Πλατεία Αμερικής», του Γιάννη Σακαρίδη, που χάρισε στον Κουκαλάνι το Βραβείο Καλλιτεχνικής Επίτευξης, στο 57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και στο «Τελευταίο Σημείωμα» του Βούλγαρη.
Τώρα που τα ξέρεις όλα αυτά, θα καταλάβεις γιατί αυτός ο τύπος έχει τόσα ενδιαφέροντα και αξιόλογα να πει.
Βασίλης Κουκαλάνι: Ένας πολίτης του κόσμου
– Καταρχάς πες μου για το επίθετό σου. Από πού μας έρχεται η οικογένεια Κουκαλάνι;
«Το Κουκαλάνι είναι ένα κλασικό περσικό όνομα από το Ιράν, και θα έπρεπε να τονίζεται στη λήγουσα, αλλά στη Γερμανία που γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν οι γονείς μου μάλλον καθιερώθηκε να τονίζεται στην παραλήγουσα, οπότε όταν ήρθαμε στην Ελλάδα έμεινε έτσι».
Ο ίδιος μου αφηγείται ότι η μαμά του είναι Ελληνίδα και ο μπαμπάς του Ιρανός. Ο ίδιος γεννήθηκε στην Κολωνία, όπου έζησε τα πρώτα 6 χρόνια, έπειτα πήγαν στον Ιράν για 5 χρόνια και όταν εκείνος ήταν 11 χρονών εγκαταστάθηκαν πλέον οριστικά στην Αθήνα. Φοίτησε στη Γερμανική Σχολή Αθηνών, στο γερμανόφωνο τμήμα, και αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να βρεθεί στα 19 του για θεατρικές σπουδές ξανά στη Γερμανία.
– Γιατί θεατρικές σπουδές; Πώς «κόλλησες» αυτό το μικρόβιο;
«Μου άρεσε το θέατρο από μικρός, οπότε στην Ε’ Δημοτικού, όταν ήρθαμε στην Ελλάδα, πήγα στη θεατρική ομάδα του γερμανικού τμήματος του σχολείου μου όπου σύντομα έκριναν ότι ήμουν πολύ μικρός για τις παραστάσεις. Ένας φοβερός δάσκαλος που δίδασκε εκεί μου είπε “πήγαινε και ξαναέλα σε μερικά χρόνια”. Μετά εγώ το ξέχασα, γιατί είχα τον νου μου στους Led Zeppelin, στα κορίτσια και στο μηχανάκι. Έρχεται, ωστόσο, κάποια στιγμή ο καθηγητής και μου λέει “στο ελληνικό τμήμα ψάχνουν κάποιον σαν εσένα”, οπότε πήγα και μάλιστα πήρα και βασικό ρόλο. Εκεί είδα ότι είχα μια άνεση πάνω στη σκηνή, με το κείμενο, μου άρεσε η κωμωδία. Όταν τελικά ανεβάσαμε την παράσταση και ήρθε αυτό το χειροκρότημα, όταν έβλεπα ότι έλεγα μια ατάκα και γελούσαν όλοι... γύρισα πίσω το βράδυ και κατάλαβα ότι με είχε αλλάξει. Είχα και καλή παρέα, βέβαια, σε αυτή την ομάδα. Ήταν η Βίκυ Βολιώτη, η Λένα Κιτσοπούλου, η συγχωρεμένη Ελευθερία Σαπουντζή… μαζί πρωτοπαίξαμε θέατρο».
Μετά το σχολείο και τις σπουδές στη Γερμανία, ο Βασίλης Κουκαλάνι βρέθηκε για θεατρικές σπουδές στο Άμστερνταμ και έπειτα στη Ν. Υόρκη για πέντε χρόνια, οπού θα έμενε περισσότερο αν δεν έληγε η αναβολή του και έπρεπε να επιστρέψει στην Ελλάδα για να πάει στρατό. «Δεν θα ήθελα να ζήσω και να κάνω οικογένεια στην Αμερική πάντως», μου λέει.
«Παρόλο που ήταν καλά χρόνια εκείνα στη Ν. Υόρκη, η πόλη έχει μια αγριάδα επιβίωσης. Αν έχεις δυσκολίες, φταις εσύ. Θα κάνεις τρεις δουλειές για να πληρώσεις το ενοίκιο κ.λ.π. Και, για να είμαι ειλικρινής, πιο συναρπαστικά βρίσκω στην Ελλάδα τα πράγματα, ειδικά τα χρόνια της κρίσης. Ο στίβος μου είναι εδώ».
– Δεδομένου ότι έχεις Ιρανό μπαμπά, στη «Γιορτή στου Νουριάν» βλέπουμε και γεγονότα ρατσιστικής φύσης που έχεις ζήσει;
«Έχω παρατηρήσει τέτοια γεγονότα. Καταρχάς το έργο το ξέρω από παιδί, το είχα δει στη Γερμανία όταν ακόμα είχε τον τίτλο “Μια γιορτή στου Παπαδάκη” [ο “ξένος” στο αρχικό, γερμανικό κείμενο του Volker Ludwig, του 1973, είναι Έλληνας]. Δεν μπορώ να πω, όμως, ότι έχω φάει ταξική εκμετάλλευση ή καταπίεση. Διακρίνουσα συμπεριφορά ναι, αλλά όχι διάκριση. Όχι στο πετσί μου και όχι τόσο ώστε να με φέρει σε κοινωνικό κίνδυνο».
– Πάντως σε αγγίζει πολύ αυτό το θέμα.
«Ο ρατσισμός, οι προκαταλήψεις, οι διακρίσεις, η περιθωριοποίηση ανθρώπων είναι θέματα που περιέχουν πάρα πολλά πολιτικά ζητήματα. Είναι μια τόσο ανοιχτή ομπρέλα που πραγματικά μπορείς να βάλεις τις ιδέες σου που είναι προοδευτικές, ριζοσπαστικές, που προτείνουν κάτι διαφορετικό από το κυρίαρχο αφήγημα. Αυτό που καταφέρνει αυτό το έργο είναι να τα θέσει όλα σε μια τελείως διαλεκτική βάση, όπου τα παιδιά σου λένε: αυτό που λες είναι βλακεία και παράλογο. Πίσω δε από όλο αυτό βρίσκεται ένας τόσο βαθύς ανθρωπισμός που αν ξεκινήσεις από εκεί δεν φτάνεις καν στη διαλεκτική εξέταση του πράγματος. Από τη διαλεκτική διαπραγμάτευση, όμως, ξεμπροστιάζοντας κάποιους μηχανισμούς, βγαίνει τόση βαθιά συγκίνηση και ανθρωπιστική ανταπόκριση. Η ουσία ότι είμαστε όλοι πλασμένοι από το ίδιο υλικό».
– Πότε αποφάσισες πως θες να γίνεις σκηνοθέτης;
«Εγώ είμαι ηθοποιός, αυτή είναι η δουλειά μου, αυτό έχω μάθει να κάνω. Έγινα σκηνοθέτης μόνο και μόνο γιατί είχα να πω αυτές τις φοβερές ιστορίες που λέει η Συντεχνία του Γέλιου. Ξέρω να λέω τις ιστορίες αυτές καλά. Τώρα σκέφτομαι η Συντεχνία του Γέλιου να προχωρήσει σε εφηβικό θέατρο, ενώ σκέφτομαι μήπως κάνουμε και ένα ενήλικο».
– Μέσα από τις παραστάσεις της Συντεχνίας του Γέλιου απευθύνεσαι πιο πολύ στο παιδί ή τον γονιό;
«Και στους δύο. Αυτές οι παραστάσεις, όπως το λέει ωραία ένας φίλος μου, είναι για μεγάλους. Απλά τα παιδιά τις καταλαβαίνουν καλύτερα. Εμένα αυτό που με ενδιαφέρει πάντα είναι να βρίσκεται ένας τρόπος να συμμετέχω στον δημόσιο κοινωνικό διάλογο για το θέμα. Για παράδειγμα, ο Νουριάν το 2011-2014 ήταν συνώνυμο της αντιρατσιστικής εκπαίδευσης. Ο Σούπερμαν με το κοινωνικό μοντέλο για την αναπηρία κατάφερε και μπήκε στο δημόσια συζήτηση και με ποικίλους τρόπους. Πέρα, λοιπόν, από μια παράσταση που εμπλέκει τον άνθρωπο συναισθηματικά, που ανοίγει πράγματα μέσα του και τον εμψυχώνει, εμένα με νοιάζει να αποτελεί και ένα γεγονός. Να έχει να πει κάτι που να είναι σταθμός. Να ενοχλήσει».
Συζητάμε στη συνέχεια πώς η τέχνη μπορεί να πάρει θέση χωρίς να γίνει μονοδιάστατη, γραφική, χωρίς να εξυπηρετεί μια κλειστή ιδεολογία. Πώς η τέχνη θα σε αναγκάσει να «ανέβεις», όχι πώς θα κατέβει εκείνη σε εσένα.
Και θυμόμαστε τις αρχές της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, την εποχή που έκλεισαν οι τράπεζες και ενώ αρχικά όλοι είχαν πέσει σε κατάθλιψη και αναρωτιόντουσαν πώς θα τα βγάλουν πέρα, μετά ήρθε η Άνοιξη και ο κόσμος βγήκε στις πλατείες και υπήρξε μια ανάγκη για επικοινωνία.
«Και τότε ήταν που μιλάγαμε με άλλους καλλιτέχνες και λέγαμε: πώς γινόμαστε αντιληπτοί; πώς παίρνουμε θέση; Τότε, εμένα μου ήρθε αυτή η ιδέα, ότι ο τρόπος να πάρω θέση είναι αυτός. Τον ξέρω από μικρός, πάμε να τον εφαρμόσουμε», περιγράφει και εξηγεί γιατί στόχευσε στο πιο πολύτιμο κομμάτι της κοινωνίας: τα παιδιά.
«Ο Volker Ludwig, μετά το πολιτικό κίνημα στη Γερμανία, ξεκίνησε να κάνει θέατρο για παιδιά. Γιατί τα παιδιά αντιπροσωπεύουν την πιο καταπιεσμένη τάξη, ακόμα και μέσα σε μια πλούσια οικογένεια, πόσο μάλλον σε μια εργατική. Η αστική τέχνη δεν συμπεριλαμβάνει αυτή την τάξη, οπότε ο Volker σκέφτηκε να δημιουργήσει για τα παιδιά μια τέχνη κατάδική τους και να μπει στα σπίτια της εργατικής οικογένειας που δεν βλέπει τέχνη γιατί είναι πανάκριβη και να την καλέσει να πάει τα παιδιά στο θέατρο. Αυτή ήταν η ιδέα της αποαστικοποίησης του θεάτρου. Αυτό ψάχναμε κι εμείς. Να αναμοχλεύσουμε διαδικασίες που θα ανοίξουν διάλογο, ακόμα και συγκρούσεις. Το θέατρο πρέπει να διαμορφώνει αντιλήψεις. Στον μοντερνισμό λέγανε αν αυτό που κάνεις δεν είναι προκλητικό, αν δεν παίρνεις θέση, δεν είναι καν τέχνη».
Ο Βασίλης Κουκαλάνι θέλει το παιδί φεύγοντας από την παράσταση να λέει: θα το κάνω πιο καλά τώρα
– «Τζέλα, Λέλα, Κόρνας και Κλεομένης» φέτος, στο Σύγχρονο Θέατρο, 10 χρόνια μετά την πρώτη πρεμιέρα. Δίκαιο γιατί πρέπει να δουν την παράσταση αυτή και τα παιδιά που δεν είχαν ακόμα γεννηθεί τότε.
«Ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα τότε. Μέσα σε 10 χρόνια έχουν αλλάξει πάρα πολύ και τα μικρά παιδιά. Τότε, δεν υπήρχε ακόμα αυτή η μόνιμη ενασχόληση με το τάμπλετ και νομίζω ότι η ελευθερία τους (ελεύθεροι συνειρμοί, καταστάσεις, χρόνος παιχνιδιού κλπ.) έχει περιοριστεί ακόμα πιο πολύ. Δεν μας πτοεί, βέβαια, αυτό καθόλου, γιατί η κυτταρική μνήμη εξακολουθεί να υπάρχει. Αφενός, αν δει ένα παιδί ότι σκηνικά ένας ενήλικας παίζει το παιδί σημαίνει “συνηγορώ μαζί σου, είμαι με εσένα”. Αφετέρου, όταν βλέπει παιδιά να πηγαίνουν σε μια γειτονιά πέρα δώθε, ακόμα κι αν δεν ζήσει κάτι αντίστοιχο, ταυτίζεται, είναι στη φύση του. Αυτή η παράσταση, λοιπόν, έχει να κάνει με το ελεύθερο παιχνίδι και τις εμπειρίες που μας πάνε παρακάτω, που μας αλλάζουν ακαριαία για πάντα. Το παιχνίδι δεν είναι απλά μια δραστηριότητα, είναι κάτι που σε “πηγαίνει”. Αυτό ζουν τα παιδιά σε αυτή την παράσταση, μια περιπέτεια. Παίρνουν ένα μεγάλο ρίσκο, το οποίο τους προκύπτει αυθόρμητα και κάνουν μέσα από αυτό έναν μικρό καθημερινό θρίαμβο που τους αλλάζει για πάντα. Είναι σαν να είσαι ερωτευμένος. Όλα ξαφνικά παίρνουν νόημα».
– Τα παιδιά που πρωταγωνιστούν στην παράσταση έχουν κινητά;
«Ένα τάμπλετ το έχουν πλέον, πριν 10 χρόνια είχαν ένα Atari. Γενικά, όμως, δεν προσπαθούμε να τους πούμε μην παίζετε με τα κινητά. Προσπαθούμε να δείξουμε το πιο ζωηρό παράδειγμα, το αληθινό παιχνίδι. Όπως όταν τα παιδιά είναι στην εξοχή και παίζουν όλη μέρα και ξεχνούν και τα κινητά. Δίνοντας το διαφορετικό παράδειγμα κάνουμε μία αντιπρόταση».
– Την παράσταση, αυτή, εν τω μεταξύ θέλεις να την δεις μόνο και μόνο έχοντας ακούσει τα τραγούδια. Μεγάλο δώρο του Φοίβου Δεληβοριά.
«Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ο Δεληβοριάς έκανε μουσική για θέατρο, ήμουν ο πρώτος που του το ζήτησε το 2013. Είχαν έρθει νωρίτερα στο Νουριάν με τη γυναίκα του τη Βάσω, το είδαν, τους άρεσε πάρα πολύ, οπότε ενάμιση χρόνο μετά του έστειλα ένα mail και του το πρότεινα. Δέχθηκε αμέσως με χαρά και, μάλιστα, έχει πει πόσο αβίαστα του βγήκαν αυτά τα φοβερά τραγούδια. Πλέον, δέκα χρόνια μετά, τα τραγούδια αυτά τα πειράξαμε, τα εμπλουτίσαμε με μουσικά όργανα, βάλαμε λίγο μπάλκαν και σκα ρυθμούς και τα δυναμώσαμε. Έχει και ο κόσμος μεγάλες προσδοκίες από αυτή την παράσταση…»
– Είναι γεγονός πως έχεις γονείς που είναι «ταγμένοι» στις παραστάσεις σου. Αν δουν μία, θα έρθουν και σε όλες τις άλλες.
«Αυτό το θεωρώ μεγάλη επιτυχία, και προσωπική. Έχουμε ένα κοινό που είναι καταρχάς ορθάνοιχτο να έρθει να μας δει, ξέρουν ότι αυτό που θα δουν είναι εγγύηση, θα το δουν με μια κριτική ματιά μικροί και μεγάλοι και θα συμμετέχουν στον διάλογο. Καταλαβαίνουν ότι εδώ συνηγορούμε με τα παιδιά. Το καταλάβαμε όταν ερχόντουσαν παιδιά και μας έλεγαν “γράψτε κι γι’ αυτό που συμβαίνει στο δικό μου σχολείο”. Κάνουμε ένα χειραφετημένο και αντιαυταρχικό θέατρο.»
– Τι θέλεις να παίρνει το παιδί φεύγοντας από τις παραστάσεις;
«Θέλω να βγαίνει έξω και να λέει: θα το κάνω πιο καλά τώρα. Θέλω να νιώθει ότι υπάρχουν κάποιοι που είναι με το μέρος του, ότι το εκπροσωπούν. Θέλω να ξέρει ότι όλα δύνανται να αλλάξουν, άμα το θέλουμε. Άμα το σκεφτούμε διαφορετικά.»
Στο σημείο αυτό ο Βασίλης Κουκαλάνι μου περιγράφει την πρώτη φορά που είχε έρθει ο Volker στην Ελλάδα για την παράσταση του Νουριάν, το 2013, και είχε μαζευτεί κόσμος να του μιλήσει. Μια από τις ερωτήσεις που του έκαναν παιδιά ήταν η εξής: Η Πακιστανή θα πάει τελικά στο σχολείο; Για να απαντήσει εκείνος στο παιδί: «Εσύ τι θα ήθελες να κάνει; Αυτό που θα ήθελες κάν’ το!».
Βασίλης Κουκαλάνι: «Για να τηρήσω τον όρο της ύπαρξής μου πρέπει να είμαι αισιόδοξος»
Η συνέντευξη με τον Βασίλη Κουκαλάνι έγινε λίγες ημέρες πριν τις δημοτικές εκλογές, στις οποίες κατέβηκε υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στο σχήμα του Κώστα Παπαδάκη για τον Δήμο της Αθήνας. Αναπόφευκτα, λοιπόν, η κουβέντα μας μπαίνει και σε πολιτική τροχιά, ενώ φτάνουμε να συζητάμε για την κατάσταση της Αριστεράς στην Ελλάδα σήμερα.
Τον ρωτώ αν βλέπει κάποιο φως: «Μα φυσικά», μου λέει. «Αν έπαυα να βλέπω φως, θα έπαυαν πολλά πράγματα να έχουν νόημα. Το πιο δημιουργικό κομμάτι του κόσμου μπορεί να μην είναι η ίδια η Αριστερά όπως την καταλαβαίνουμε, αλλά είναι το σκεπτικό, οι ιδέες της παραδοσιακής Αριστεράς που από μόνες τους έχουν φως και προοπτική. Αν πάψω να πιστεύω σε αυτά που πιστεύω με τι θα ασχοληθώ; Όπως κι αν είναι η κατάσταση σήμερα, δεν θα δεχθώ να γίνω στο σύνολο απαισιόδοξος. Για να τηρήσω τον όρο της ύπαρξής μου πρέπει να είμαι αισιόδοξος και πρέπει να πιστεύω σε κάτι – σε έναν καλύτερο κόσμο, σε μια καλύτερη ζωή, σε έναν πιο δίκαιο και λογικό κόσμο. Και να περάσω και στη δράση – μια από τις σημαντικότερες είναι η Συντεχνία του Γέλιου. Πολιτικά και καλλιτεχνικά εκπροσωπούμαι απόλυτα από αυτό που φτιάχνουμε εδώ, γιατί είναι αισιόδοξες οι ιδέες, οι ιστορίες, εμείς ως συλλογικότητες, οι άνθρωποι όλοι εδώ. Και θα συνεχίσω με αυτούς τους όρους να ζω».
Λίγο πριν αποχαιρετιστούμε, κοντά δυο ώρες αργότερα, τον ρωτώ τι άλλο ετοιμάζει και μου αναφέρει μια ακόμα διεθνή κινηματογραφική παραγωγή που σύντομα θα δούμε, την ταινία «Dirty Angels» με πρωταγωνίστρια την Eva Green. Με αφορμή αυτό ανατρέχουμε σε όλες τις ταινίες στις οποίες έχει συμμετάσχει και μου αποκαλύπτει πόσο πολύ «γουστάρει» όσα η δουλειά του τού έχει φέρει: ταξίδια, διακρίσεις, γνωριμίες. Πόσο γεμάτος είναι.
– Σε προσωπικό επίπεδο, όμως; Είσαι καλά;
«Καλά είμαι!»
– Ποιο είναι το μεγαλύτερο όνειρο του Βασίλη Κουκαλάνι για το μέλλον;
«Είναι όνειρα που θα έπρεπε να έχω πριν από 15 χρόνια, μάλλον… Λίγο να με μαζέψω. Λίγο να απλοποιήσω κάποια πράγματα. Και ως προς την οικογένεια... Μπορεί να το θυμήθηκα πολύ αργά, αλλά τα τελευταία χρόνια νιώθω ότι εκεί έχω να δώσω».