ΤΟ ΧΑΡΤΙΝΟ ΚΑΡΑΒΑΚΙ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ
Λένε ότι για να απαλλαγείς από το μαρτύριο του χωρισμού, πρέπει να σκέφτεσαι τα αρνητικά στοιχεία της σχέσης, ν' ανοιχτείς στον κόσμο, να ψάξεις για κάτι καινούργιο. Ανοησίες. Τον χωρισμό –όποιος κι αν πήρε την πρωτοβουλία– τον αφήνεις μέσα σου να πλέκει πίκρα και «γιατί».
Τα πέταξε όλα. Τα 'σβησε, τα 'σκισε, τα εξαφάνισε. Φωτογραφίες, μηνύματα, μέιλ, βίντεο, χειρόγραφες τρυφερότητες και πλήθος ενθύμια που οι άλλοι θεωρούν «περιττά», αλλά γι' αυτόν είναι πολύτιμα: αποκόμματα εισιτηρίων για σινεμά, θέατρο και ταξίδια με το πλοίο, λογαριασμοί από ξενοδοχεία και μπαρ, πετρούλες θαλασσινές, ένα φύλλο εφημερίδος στο οποίο είχε γράψει τ' όνομά της κλεισμένο σε καρδούλα, το άρωμα που του είχε χαρίσει τελευταία μαζί με το κουτί του, και φύλλα νεραντζιάς που ευωδίαζαν έρωτα – όλα σας λέω.
Όχι. Η μανία να εξαφανίσει οτιδήποτε είχε σχέση μ' εκείνη δεν ήταν άσκηση εξοστρακισμού και λησμονιάς σαν αυτές που συστήνουν κάτι επιπόλαιοι ειδικοί. Λένε αυτοί οι καημένοι ότι για να απαλλαγείς από το μαρτύριο του χωρισμού, πρέπει να σκέφτεσαι τα αρνητικά της στοιχεία, να διώξεις την μορφή της, ν' ανοιχτείς στον κόσμο, να ψάξεις για κάτι καινούργιο κι έτσι θα την ξεπεράσεις ανώδυνα.
Ανοησίες. Τον χωρισμό –όποιος κι αν πήρε την πρωτοβουλία– τον αφήνεις μέσα σου να πλέκει πίκρα και «γιατί». Να μη σ' αφήνει να κοιμηθείς, να υγραίνονται που και που τα μάτια και να πενθείς όσο καιρό υπάρχει η ομίχλη στο βλέμμα σου.
Έτσι κι εκείνος. Κλείδωσε την πίκρα του, υπέμενε μαρτυρικά την απουσία της και χαμογελούσε λυπημένος όταν σκεφτόταν ότι c'est la vie...
Εντάξει, αλλά γιατί κατέστρεψε και πέταξε στα σκουπίδια οτιδήποτε είχε σχέση με εκείνη; Έτσι εύκολα εξαφανίζεις δέκα χρόνια κοινής ζωής; Τι τον έπιασε και τα πέταξε όλα, λες και ήταν λυμένη εξίσωση σε μαυροπίνακα του παλιού καιρού και την έσβησε με βρεγμένο σφουγγάρι;
Λοιπόν, ακούστε. Ο λόγος είναι ένας και μοναδικός: Δεν άντεχε τις φωτογραφίες και τα λοιπά να δείχνουν τα μάτια, τα γόνατα, τα δόντια, το δέρμα, τις μεταξωτές στιγμές και τα μαλλιά της, όταν τ' ανέμιζε ο άνεμος στο πρόσωπό του, και να τη φαντάζεται σε ξένα χέρια. Δεν μπορούσε τις λέξεις «ήταν, υπήρχαν, πέρασαν». Δεν άντεχε τον αόριστο, αυτό το βάραθρο αναμνήσεων και πιστοποιημένου τέλους.
Εντάξει, αλλά μήπως όλα αυτά –εικόνες, στιγμές, φιλιά και συγκινήσεις– δεν θα τα είχε μέσα του σαν φωτιές που σιγοκαίνε, αναζωπυρώνονται και γίνονται τη νύχτα πυρκαγιές στο μαξιλάρι του;
Βεβαίως και θα τα είχε. Όμως «το μέσα του» θα μπορούσε να το τιθασεύσει κάποια στιγμή, να το ελέγξει και να πάει στο καλό κι εκείνη και η ανάμνησή της. Ναι, μπορούσε σιγά σιγά να την κάνει εικόνισμα και να το βάλει στη γωνιά του, χωρίς να το προσκυνάει. Να υπάρχει σαν απόδειξη τρυφερότητας για τα δέκα χρόνια και σαν υπόμνηση για το οριστικό κλείσιμο των «βιβλίων» της πολύκροτης σχέσης.
Τα πέταξε όλα, χωρίς να πετάξει τίποτε, αν μ' εννοείς. Κι έτσι, αφού ξεμπέρδεψε και δεν άφησε ούτε το παραμικρό που θα τον έσπρωχνε να την αναζητήσει στο υλικό που σας είπα, έτσι λοιπόν, με κύκλους αγρύπνιας και λύπης στα μάτια έγειρε στον καναπέ κι άναψε τσιγάρο.
Τότε, στην άκρη της κοντινής βιβλιοθήκης διέκρινε κάτι που του τράβηξε την προσοχή. Ηταν ένα μικρό χάρτινο καραβάκι, άσπρο με γαλάζιο εσωτερικό, από αυτά που φτιάχνουν κάτι πιτσιρικάδες σε στιγμές τρυφερής δημιουργικότητας, παιδιά που ονειρεύονται θάλασσες, ταξίδια και περιπέτειες.
Άφησε το τσιγάρο να καίει στο τασάκι και ανάμεσα στον καπνό που ανέβαινε ήσυχα κι αδιάφορα, πλησίασε, είδε από πιο κοντά το καραβάκι, το πήρε στα χέρια του με προσοχή και το κοίταζε ώρα πολλή, μέχρι που κύλησαν σταγόνες απ' τα μάτια του. Το καραβάκι αυτό το είχε φτιάξει εκείνη, μια νύχτα με τελετουργίες και φεγγαρίσια ζάλη…
Ήταν το μόνο που γλίτωσε απ' την καταστροφή. Δεν το είχε δει νωρίτερα ή με κάποιον μαγικό τρόπο το καραβάκι φρόντισε να περάσει απαρατήρητο και απέφυγε τη μοίρα των άλλων;
Και να τώρα, το είχε στα ιδρωμένα χέρια του κι ούτε που χρειάστηκε δεύτερη σκέψη. Θα το κρατούσε! Θα κοσμούσε την βιβλιοθήκη του, όπως και πριν. Μικρό, ελάχιστο, αλλά πολύτιμο ανάμεσα στα τιμαλφή της ζωής του.
Δεν αναρωτήθηκε ούτε στιγμή γιατί κράτησε αυτό μονάχα – και μάλιστα ένα έργο εκείνης που είχε σαλπάρει για άλλες θάλασσες. Απλώς χαμογέλασαν τα μάτια του, έβαλε το καραβάκι στη θέση του και είπε μιλώντας μόνος του: Καλό ταξίδι, όμορφη…
Αργότερα, σιμά το πρωί, κι όπως δεν τον έπαιρνε ο ύπνος, βεβαιώθηκε για τα καλά γιατί το κράτησε: για εκείνη ήταν καραβάκι της φυγής για φρέσκα πέλαγα –δικαίωμά της– γι' αυτό και η ευχή «καλό ταξίδι».
Αλλά για τον ίδιο –έτσι που το κοίταζε– ίσως να ήταν πλοίο πιθανής επιστροφής…