© 1959 AP Photo

ΤΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΗ ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ

Η απόλυτη ντίβα της όπερας πέθανε επισήμως από καρδιακή προσβολή. Ήταν έτσι, ή η Μαρία Κάλλας έπασχε από μια νόσο τα συμπτώματα της οποίας είχαν αγνοηθεί;

Τα εγκαίνια του μουσείου της Μαρίας Κάλλας στην Αθήνα, σε συνδυασμό με τις πρώτες εικόνες από τα γυρίσματα της ταινίας με τίτλο «Maria» και την Angelina Jolie να υποδύεται την απόλυτη ντίβα, δεν άφησαν άλλη επιλογή από το να γυρίσουμε το χρόνο πίσω και να εντοπίσουμε άγνωστες πτυχές της ζωής μιας γυναίκας που φαινόταν να τα έχει όλα.

Η πραγματικότητα απείχε παρασάγγας. Από την αρχή, έως το τέλος.

Η «παχουλή και άχαρη» Μαρία, πριν γίνει Κάλλας

Στις 2 Δεκεμβρίου του 1923, ο φαρμακοποιός Γιώργος Καλογερόπουλος και η σύζυγος του, Ευαγγελία (Λίτσα) Δημητριάδη, απέκτησαν τη δεύτερη κόρη τους, σε νοσοκομείο του Μανχάταν. Το ζευγάρι, μαζί με την πρωτότοκη Υακίνθη (που στην άλλη ακτή του Ατλαντικού έγινε Τζάκι) είχε μεταναστεύσει στις ΗΠΑ από την Ελλάδα λίγους μήνες νωρίτερα. Είχε συμπληρωθεί ένας χρόνος από τον θάνατο του γιου τους, Βασίλη, σε ηλικία 2 ετών.

Η Λίτσα ήθελε να αποκτήσει ένα αγόρι, για να καλύψει το κενό. Όταν έμαθε πως γέννησε κορίτσι, απογοητεύτηκε σε βαθμό που αρνιόταν για ημέρες για να δει το νεογέννητο. Ο Γιώργος δήλωσε ως όνομα του παιδιού το Sophie Cecelia Kalos. Είχε συντομεύσει το Καλογερόπουλος, για ευνόητους λόγους. Τελικά βαφτίστηκε Maria Anna Cecilia Sofia. Το Kalos έγινε Callas αφότου η κορυφαία Ελληνίδα υψίφωνος του 20ού αιώνα είχε χαράξει πορεία προς την εξέλιξή της σε παγκόσμιο θρύλο.

Μουσείο Κάλλας
Άποψη του νέου μουσείου για τη Μαρία Κάλλας, στην Αθήνα, 25 Οκτωβρίου 2023. © Thanassis Stavrakis / AP Photo
Άποψη του νέου μουσείου για τη Μαρία Κάλλας, στην Αθήνα, 25 Οκτωβρίου 2023.

Όταν η Λίτσα διαπίστωσε πως ο Γιώργος δεν μπορούσε να της εγγυηθεί την οικονομική άνεση και την κοινωνική καταξίωση που αποζητούσε, τον χώρισε. Εκείνος δεν έφερε αντίρρηση, αποκαρδιωμένος και από τον κατάφωρο διαχωρισμό που έκανε η σύζυγός του μεταξύ των παιδιών της. Τη Μαρία την αποκαλούσε «παχουλή» και «άχαρη», με «μεγάλα γυαλιά». Την Τζάκι «λεπτή» και «όμορφη».

Συνέχισε τη λεκτική κακοποίηση στη Μαρία και αφότου ανακάλυψε το χάρισμά της. Για την ακρίβεια, αφότου ανακάλυψε έναν τρόπο να ζήσει τη ζωή που ονειρευόταν.

Το 1937, μετά το χωρισμό του ζευγαριού, η Λίτσα επέστρεψε στην Ελλάδα με τις κόρες της. Η Μαρία ήταν 13 ετών. Η Τζάκι 19. Αρχικά τις φιλοξένησε στα Σεπόλια η γιαγιά τους. Τα μαθήματα όμως της Μαρίας ήταν στο κέντρο της Αθήνας. Οπότε έγινε αναγκαία η μετακόμιση. Η Λίτσα διάλεξε το διαμέρισμα στο κτίριο που βρίσκεται μέχρι σήμερα στη συμβολή των οδών Πατησίων (28ης Οκτωβρίου) 61 και Σκαραμαγκά.

Κάλλας
Στο Μιλάνο, την άνοιξη του 1951. © AP Photo
Στο Μιλάνο, την άνοιξη του 1951.

Μαρία Κάλλας: «Δεν θέλω να έχω σχέσεις με τους γονείς μου»

Τα παιδικά και εφηβικά χρόνια της Κάλλας περιγράφηκαν από την ίδια στα γράμματα που έστελνε σε φίλους –και αποκαλύφθηκαν το 2021– με τον εξής τρόπο:

«Έπρεπε να δουλεύω για να έχω χρήματα από παιδί. Απαιτεί να τη συντηρήσω. Είναι ακόμα νέα. Άρα μπορεί να δουλέψει. Αν δεν μπορεί να επιβιώσει, ας πηδήξει από το παράθυρο ή να πάει να πνιγεί. Γιατί φταίω εγώ που δεν έχει λεφτά; Δεν νιώθω τύχεις ή ενοχές. Αν μου είχε σταθεί ποτέ σαν μάνα, θα τη λάτρευα. Μου κατέστρεψε τα παιδιά χρόνια. Με έκανε να νιώθω άσχημη και ανεπιθύμητη. Δεν θα σε συγχωρήσω ποτέ που αντί να ζω τα παιδικά μου χρόνια, τραγουδούσα για να βγάζω λεφτά. Προτείνω να δημιουργηθεί νόμος που να απαγορεύει στα ανήλικα παιδιά να δουλεύουν. Δεν θέλω να έχω σχέσεις με τους γονείς μου. Κουράστηκα. Ελπίζω να μη μάθουν την αλήθεια οι εφημερίδες».

«ΑΝ ΚΑΠΟΙΑ ΗΜΕΡΑ ΧΡΕΙΑΣΤΩ ΒΟΗΘΕΙΑ, ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΚΑΝΕΝΑΝ. ΟΤΑΝ ΓΕΡΑΣΩ, ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΜΕ ΝΟΙΑΣΤΕΙ».

Δεν βοήθησε ότι η μητέρα της είχε γράψει βιβλίο για εκείνη χωρίς καν να ζητήσει την άδειά της. Μεταξύ άλλων, είχε αναφέρει πως η Μαρία ήταν αχάριστη, καθώς δεν τη συντηρούσε ως όφειλε, αφότου έγινε επιτυχημένη μονωδός.

Η Κάλλας είχε γράψει και ότι η μητέρα της κατά τη Γερμανική Κατοχή πρόσφερε συντροφιά σε άνδρες που ήταν σε καίριες θέσεις «προκειμένου να εξασφαλίζει φαγητό ή χρήματα». Αποκάλυψε και ότι η Λίτσα είχε προσπαθήσει να πείσει τη Μαρία να κάνει ό,τι και αυτή. Το κορίτσι αρνήθηκε και η μητέρα της άρχισε να την εκβιάζει πως θα πουλούσε τις ιστορίες της στον Τύπο, εάν δεν τη συντηρούσε.

La;idh M;akbeu
Με το κοστούμι της Λαίδης Μάκβεθ, στο καμαρίνι της στη Σκάλα του Μιλάνου, 13 Δεκεμβρίου 1952. © AP Photo
Με το κοστούμι της Λαίδης Μάκβεθ, στο καμαρίνι της στη Σκάλα του Μιλάνου, 13 Δεκεμβρίου 1952.

Έκανε γνωστό και ότι ο πατέρας της τής είχε στείλει ένα γράμμα στο οποίο εμφανιζόταν ως ετοιμοθάνατος σε νοσοκομείο απόρων. Τόνιζε πως χρειαζόταν χρήματα. Στην πραγματικότητα, «είχε μια ελαφρά ασθένεια». Τον αγνόησε κι αυτόν, σημειώνοντας: «Έχω βαρεθεί τον εγωισμό και την αδιαφορία των γονιών μου απέναντι μου».

«Ένιωθα να με αγαπούν, μόνο όταν τραγουδούσα»

Μετά την απόρριψη από το Ωδείο Αθηνών (οι ειδικοί είχαν κρίνει πως η φωνή της έφηβης Μαρίας ήταν άγουρη και ανεκπαίδευτη), πέρασε από audition στο Εθνικό Ωδείο, το καλοκαίρι του 1937. Εκεί, η δασκάλα μονωδίας Μαρία Τριβέλλα αναγνώρισε ένα ζεστό, λυρικό, έντονο τόνο, που ωστόσο χρειαζόταν έλεγχο, τεχνική εκπαίδευση και αυστηρή πειθαρχία. Δέχθηκε να την αναλάβει. Δούλεψε μαζί της για την επέκταση του φωνητικού της εύρους και την ελάφρυνση του ηχοχρώματός της, ώστε να γίνει υψίφωνος – από κοντράλτο που πίστευε ότι ήταν μέχρι τότε.

Μαρία Κάλλας
Η Μαρία Κάλλας πολιορκείται από δημοσιογράφους κατά την άφιξή της στο Μιλάνο, 20 Νοεμβρίου 1955 © AP Photo
Η Μαρία Κάλλας πολιορκείται από δημοσιογράφους κατά την άφιξή της στο Μιλάνο, 20 Νοεμβρίου 1955

Η Μαρία ξημεροβραδιαζόταν στα μαθήματα, γιατί η όπερα έγινε η μόνη της φίλη, η μόνη διέξοδος που είχε από την απόλυτα μοναχική ζωή στο σπίτι της και ο μόνος τρόπος για να εκφράζει τα συναισθήματα που κρατούσε χρόνια μέσα της και την έπνιγαν. Όπως ομολόγησε αργότερα «μέσω του τραγουδιού, ένιωσα για πρώτη φορά να εισπράττω αγάπη. Για την ακρίβεια ένιωθα πως με αγαπούν, μόνο όταν τραγουδούσα».

Σε έξι μήνες κατάφερε να αποκτήσει όλα τα «εργαλεία» που χρειαζόταν, ώστε τραγουδήσει τις πιο δύσκολες άριες. Τον Απρίλιο του 1938 η Τριβέλλα επέλεξε την Κάλλας για να κλείσει το ρεσιτάλ της τάξης της, στο Μουσικό Μέγαρο Παρνασσού, με ένα ντουέτο από την όπερα «Τόσκα» του Πουτσίνι. «Η Τριβέλλα είχε μια γαλλική μέθοδο που ήταν η τοποθέτηση της φωνής μέσα στη μύτη. Είχα πρόβλημα, καθώς δεν “κατείχα” τους τόνους που βγαίνουν χαμηλά από το στήθος και επί της ουσίας είναι το bel canto», είχε πει.

Η επόμενη δασκάλα της, η παγκοσμίου φήμης Ισπανίδα κολορατούρα υψίφωνος Elvira de Hidalgo τακτοποίησε το πρόβλημα. Της έμαθε όσα έπρεπε να γνωρίζει για το bel canto, τη φωνητική τεχνική της Ιταλίας του 18ου αιώνα, που είχε ως προτεραιότητα την έκφραση του συναισθήματος και όχι την αρτιότητα της ερμηνείας, με τη φωνή να βγαίνει από το στήθος.

Μουσείο
Ιδιόχειρο σημείωμα της Κάλλας και παρτιτούρα όπερας, στο νέο μουσείο της Αθήνας. © Thanassis Stavrakis / AP Photo
Ιδιόχειρο σημείωμα της Κάλλας και παρτιτούρα όπερας, στο νέο μουσείο της Αθήνας.

«Η εκπαίδευσή μου ήταν πολύ δύσκολη. Σαν να σου λένε πως πρέπει να βάλεις ένα άκαμπτο κοστούμι, είτε σου αρέσει, είτε όχι. Πρέπει να μάθεις να διαβάζεις, να γράφεις, να διαμορφώνεις προτάσεις, να διαπιστώνεις πόσο μακριά μπορείς να φτάσεις. Να πληγώνεις τον εαυτό σου, να πέφτεις και να ξανασηκώνεσαι».

Ακολούθησαν καθημερινά 10ωρα «κατά τα οποία καταβρόχθιζα μουσική». Έγινε σοπράνο. Όπως είπε πολύ αργότερα η Montserrat Caballé, η Κάλλας ήταν εκείνη που αναβίωσε το bel canto και «άνοιξε για όλους μας αυτή την κλειστή πόρτα. Από πίσω δεν ήταν μόνο η εξαιρετική μουσική, αλλά και η μοναδική ιδέα της ερμηνείας».

Κάλλας
Στο Μονακό, 10 Αυγούστου 1965. © AP Photo
Στο Μονακό, 10 Αυγούστου 1965.

Το θεόσταλτο θαύμα

Το 1939, όταν ιδρύθηκε η Εθνική Λυρική Σκηνή, η de Hidalgo επιλέχθηκε για καλλιτεχνική σύμβουλος, με αρμοδιότητα να επιλέξει μονωδούς και χορωδούς για τη νεοσυσταθείσα όπερα. Πήρε τη Μαρία Kαλογεροπούλου μαζί της, ώστε να κερδίζει ένα μικρό μισθό και να συντηρεί την οικογένεια της. Έκανε το επαγγελματικό της ντεμπούτο το Φλεβάρη του 1941. Ερμήνευσε τη Μπεατρίς στο «Boccaccio» του Σουπέ. Όσες συνάδελφοι της ήταν παρούσες αναγνώρισαν το μεγαλείο της. Και άρχισαν να της εμφανίζουν εμπόδια, για να μην τους «φάει» τη θέση.

Κάλλας
Η Κάλλας υποκλίνεται σε παράσταση. © AP Photo
Η Κάλλας υποκλίνεται σε παράσταση.

Ό,τι και αν έκαναν, ό,τι και αν έλεγαν, δεν ανέκοψαν την πορεία προς τον πρώτο πρωταγωνιστικό ρόλο: την «Tosca». Ακολούθησαν κι άλλες μεγάλες ερμηνείες –και στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού– που απέσπασαν λαμπρές κριτικές και από ξένους. Tην αναγνώρισαν και στην ημεδαπή, με τις κύριες ανταγωνίστριές της να λένε ότι επρόκειτο για θεόσταλτο θαύμα. Είχαν πια ανοίξει οι πόρτες για την έξοδο από τη χώρα και τη διεθνή καριέρα. Έπρεπε όμως να κάνει το βήμα.

«Εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο από το να τραγουδώ»

Σε συνέντευξη που έδωσε τον Αύγουστο του 1957, εξήγησε στα ελληνικά πως ό,τι κι αν έλεγε ο κόσμος για το μεγαλείο της εκείνη δεν το άκουγε, «αφού δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο από το να τραγουδώ. Δεν ξέρω τι μπορεί να θέλετε από εμένα, μέσα στο αγαπητό σας μυαλό. Αυτό είναι κάτι που με φοβίζει, γιατί είμαι ζωντανή, έχω αισθήματα και θέλω τόσο πολύ να τραγουδώ καλά.

»Δεχθείτε ό,τι είμαι, με χαρά. Μην περιμένετε ένα θαύμα. Δεν ξέρω πώς μπορώ να σας ικανοποιήσω».

Το βάρος ήταν το μόνιμο άγχος της Κάλλας

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από την Κατοχή, η δασκάλα της της συνέστησε να εγκατασταθεί στην Ιταλία. Εκείνη έκανε μια σειρά συναυλιών σε όλη τη χώρα και ταξίδεψε στις ΗΠΑ. Η επανένωση με τον πατέρα της ήταν ένας από τους λόγους. Ο κυριότερος ήταν η καριέρα της. Αναχώρησε δυο μήνες πριν τα 22α γενέθλια της, το Σεπτέμβριο του 1945.

Είχε δώσει 56 παραστάσεις σε επτά όπερες και είχε εμφανιστεί σε περίπου 20 ρεσιτάλ. «Έτσι, όταν έφτασα στο σημείο να ζήσω τη μεγάλη καριέρα, δεν υπήρχαν εκπλήξεις που δεν είχα ζήσει».

Δοκιμάστηκε σε διάφορες ακροάσεις και τον Δεκέμβριο του ’45 άκουσε τον γενικό διευθυντή της Metropolitan Opera, Edward Johnson, να της λέει πως η φωνή της ήταν τόσο εξαιρετική που σύντομα θα έπρεπε να ακουστεί στην σκηνή. Της πρότειναν δυο ρόλους. Ο ένας ήταν της «Madama Butterfly». Ο αστικός μύθος τη θέλει να αρνείται γιατί ένιωθε πως δεν μπορούσε να τον υποστηρίξει, λόγω των κιλών της.

Έχει πει πως «ναι, μπορεί κάποιος να πει πως ήμουν υπέρβαρη. Αν και ψηλή γυναίκα (σ.σ. 1,74) ζύγιζα 90 κιλά. Ήμουν τόσο βαριά που ακόμα και η φωνή μου γινόταν πιο βαριά. Κούραζα τον εαυτό μου, ίδρωνα πολύ και δεν ένιωθα υγιής. Ή ότι μπορώ να κινηθώ ελεύθερα. Από ένα σημείο κι έπειτα κουράστηκα να “παίζω” την όμορφη νεαρή γυναίκα δημοσίως, ενώ ένιωθα βαριά και δεν ήθελα να κυκλοφορώ. Όλη μου τη ζωή μελετούσα πώς να τοποθετούμαι σωστά μουσικά. Δεν έβλεπα τον λόγο που δεν θα μπορούσα να πειθαρχήσω σε μια δίαιτα».

Όσο κι αν την αποθέωνε όλος ο πλανήτης, εκείνη δυσκολευόταν να εκτιμήσει και να αγαπήσει τον εαυτό της. Αργότερα αποκάλυψε πως τα προβλήματα βάρους οφείλονταν σε προβλήματα υγείας και εντείνονταν όσο αδυνατούσε να πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο της όνειρο: την ειλικρινή, ανιδιοτελή αγάπη που είχε στερηθεί από το σπίτι της.

Ρεσιτάλ
Σε ρεσιτάλ στο Λονδίνο, 23 Σεπτεμβρίου 1959. © Robert Dear / AP Photo
Σε ρεσιτάλ στο Λονδίνο, 23 Σεπτεμβρίου 1959.

Το 1954 το πήρε απόφαση και έχασε 36 κιλά, τα οποία δεν πήρε ποτέ πίσω. Έχει ειπωθεί πως η απώλεια αυτού του βάρους έκανε πιο δύσκολο τον έλεγχο της φωνής της, πράγμα που φάνηκε μια δεκαετία μετά. Σίγουρα πρόσδωσε θηλυκότητα στη φωνή της και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στις εμφανίσεις της.

Ο σύζυγος που τελικά δεν την αγάπησε ανιδιοτελώς

Μετά τις ΗΠΑ, η Κάλλας πήγε στην Ιταλία και με τις συστάσεις ενός συναδέλφου της βρήκε τον δρόμο προς το τρίτο ντεμπούτο. Και αυτήν τη φορά οι κριτικοί έκαναν λόγο για θαύμα. «Ακόμα και οι πιο δύσπιστοι πρέπει να αναγνωρίσουν το θαύμα της Μαρίας Κάλλας, την ευελιξία της πεντακάθαρης και όμορφα ρυθμισμένης φωνής της και τις υπέροχες ψηλές νότες, ενώ η ερμηνεία της χαρακτηρίζεται από ανθρωπιά, ζεστασιά και εκφραστικότητα».

Είχε γίνει και η γνωριμία με τον Giovanni Battista Meneghini, έναν πλούσιο βιομήχανο που τη φλέρταρε απροκάλυπτα από την πρώτη στιγμή. Ήταν εκείνος που μεσολάβησε ώστε να παρατείνει η νεαρή πριμαντόνα την παραμονή της στην Ιταλία, καθώς παρά την επιτυχία της, δεν έβγαζε αρκετά χρήματα. Της πρότεινε να γίνει ο ατζέντης της και να υπογράψουν εξάμηνο συμβόλαιο.

Μενεγκίνι
Η Κάλλας με τον τότε σύζυγό της, Giovanni Battista Meneghini, στο σπίτι τους στο Μιλάνο, 24 Νοεμβρίου 1955. © Raoul Fornezza / AP Photo
Η Κάλλας με τον τότε σύζυγό της, Giovanni Battista Meneghini, στο σπίτι τους στο Μιλάνο, 24 Νοεμβρίου 1955.

Σε δυο χρόνια παντρεύτηκαν. Ο Meneghini φαινόταν να έχει αφιερώσει τη ζωή του στην Κάλλας. Έγινε ο μέντορας της, ο άνθρωπος που απογείωσε την καριέρα της και ο σύζυγός της από το 1949 έως το 1959 – ενάντια στα θέλω της καθολικής οικογένειάς του. Ήταν κι εκείνος που τη μεταμόρφωσε σε κομψή ντίβα, ενώ τη βοηθούσε να γίνει διάσημη και πλούσια. Η αλήθεια, βέβαια, αποδείχθηκε κάπως διαφορετική.

Το 2021, όταν αποκαλύφθηκαν τα γράμματα που είχε γράψει η Κάλλας σε αγαπημένους της, μεταξύ άλλων είχε σημειώσει πως ο Meneghini είχε κλέψει τουλάχιστον τα μισά της χρήματα, «με το να καταθέτει τους μισθούς μου στο όνομα του. Ήμουν ηλίθια που τον εμπιστεύτηκα. Παρουσιαζόταν ως εκατομμυριούχος, ενώ δεν έχει δεκάρα».

Βενετία
Στη Βενετία, με τη η θρυλική δημοσιογράφο Elsa Maxwell, 5 Σεπτεμβρίου 1957. © Jim Pringle / AP Photo
Στη Βενετία, με τη η θρυλική δημοσιογράφο Elsa Maxwell, 5 Σεπτεμβρίου 1957.

H βίαιη σχέση της Κάλλας με τον Ωνάση

Στον Αριστοτέλη Ωνάση είδε τον άνδρα της ζωής της, την πραγματοποίηση του ονείρου της για την κατάκτηση της πραγματικής αγάπης. Βιογράφος του ζευγαριού έχει γράψει πως οι δυο τους απέκτησαν ένα αγοράκι, το οποίο πέθανε λίγες ώρες μετά τη γέννηση του – τον Μάρτιο του ’60. Ο Meneghini είχε αποκαλύψει ωστόσο (σε βιβλίο που προφανώς δεν είχε την έγκριση της) πως η Κάλλας δεν μπορούσε να κάνει παιδιά.

Δελφοί
Στους Δελφούς, στις 28 Ιουλίου 1959, με την τότε σύζυγο του Ωνάση, Τίνα Λιβανού, και τη Λαίδη Κλέμεντιν Τσόρτσιλ, σύζυγο του τ. Βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσόρτσιλ. © AP Photo
Στους Δελφούς, στις 28 Ιουλίου 1959, με την τότε σύζυγο του Ωνάση, Τίνα Λιβανού, και τη Λαίδη Κλέμεντιν Τσόρτσιλ, σύζυγο του τ. Βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσόρτσιλ.

Τη χρονιά που εκδόθηκε το διαζύγιο της με τον Ιταλό, το 1959, γνώρισε τον Ωνάση. Συστήθηκαν σε πάρτι που είχε κάνει προς τιμή της ντίβας η Elsa Maxwell, έπειτα από εμφάνισή της. Ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά. Δεν έκαναν καν τον κόπο να το κρύψουν, ενώ τους ακολουθούσαν όλα τα media της εποχής.

Ο Έλληνας μεγιστάνας της ναυτιλίας ήταν παντρεμένος με την Τίνα Λιβανού, γεγονός που δεν ενόχλησε την Κάλλας. Ή τον Ωνάση. Δυο χρόνια μετά, ο Ωνάσης παντρεύτηκε την Τζάκι Κένεντι. Επισήμως χώρισε την Κάλλας. Ανεπίσημα διατήρησε σχέσεις μαζί της, έως ότου ξημέρωσε η ημέρα που αυτό δεν γινόταν να συνεχιστεί.

Ωνάσης
Με τον Ωνάση στις Μπαχάμες, 1967. © AP Photo
Με τον Ωνάση στις Μπαχάμες, 1967.

Στο ημερολόγιο στενής της φίλης αναφέρονται ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για το πώς ο Ωνάσης τη νάρκωνε, κυρίως για σεξουαλικούς λόγους. Σε απάντηση προς τη γραμματέα της, η Κάλλας είχε γράψει πως «δεν θα ήθελα να μου τηλεφωνήσει (ο Ωνάσης) και να αρχίσει να με βασανίζει ξανά».

Πώς έχασε η Κάλλας τη φωνή της

Κάποιοι τραγουδιστές έχουν εξηγήσει πως οι πολύ απαιτητικοί ρόλοι που ανέλαβε στα πρώτα χρόνια της καριέρας της η Κάλλας ήταν ο λόγος που άρχισε να χάνει νωρίς το χάρισμα. Οδήγησαν σε αδυναμία στο διάφραγμα και επακόλουθη δυσκολία στον έλεγχο. Άλλοι έχουν προτείνει πως η έντονη χρήση της φωνής στο στήθος οδήγησε σε αυστηρότητα και αστάθεια με τις ψηλές νότες

Στο βιβλίο του, ο Meneghini έγραψε ότι η ντίβα υπέστη μια ασυνήθιστα πρώιμη εμμηνόπαυση, που ενδεχομένως να επηρέασε τη φωνή της, με τη σοπράνο Carol Neblett να προσθέτει «μια γυναίκα τραγουδά με τις ωοθήκες της: είσαι τόσο καλή όσο οι ορμόνες σου».

Στην Ευρώπη έκλεισε την καριέρα της με τον ρόλο που την άνοιξε: την Τοsca. Την ερμήνευσε το 1965 στο Covent Garden του Λονδίνου, σε παραγωγή του Franco Zeffirelli. Τα επόμενα χρόνια δίδασκε masterclasses σε όλον τον κόσμο.

Επίσημα αποσύρθηκε στην Ιαπωνία στις 11 Νοεμβρίου του 1974, με την τελευταία της εμφάνιση να γίνεται στο Σαπόρο. Ήταν στο πλαίσιο σειράς ρεσιτάλ που έκανε στην Ευρώπη (1973) και στις ΗΠΑ, τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία (1974) με τον επί χρόνια συνεργάτη της, Giuseppe Di Stefano. Αμφότεροι είχαν θέματα με τη φωνή τους. Από εισπρακτικής απόψης, η περιοδεία ήταν άκρως επιτυχημένη. Κατόπιν αυτής, η Κάλλας απομονώθηκε στο σπίτι της στο Παρίσι.

Μαρία Κάλλας
Η Μαρία Κάλλας στο Juilliard School της Νέας Υόρκης, όπου έκανε masterclasses, 3 Φεβρουαρίου 1972. © John Rooney / AP Photo
Η Μαρία Κάλλας Juilliard School της Νέας Υόρκης, όπου έκανε masterclasses, 3 Φεβρουαρίου 1972.

Η Κάλλας πέθανε μόνη, στο Παρίσι

Πέθανε στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977, από καρδιακή προσβολή. Η επιθυμία της ήταν να σκορπίσουν τις στάχτες της στο Αιγαίο. Αυτό έγινε λίγο αργότερα, την άνοιξη του 1979, αφού έπρεπε να ανακτηθούν έπειτα από την κλοπή τους.

Επισήμως, λοιπόν, κατέληξε έπειτα από καρδιακή προσβολή. Στοιχεία που προέκυψαν όμως στα χρόνια που ακολούθησαν κάνουν λόγο για ύπαρξη νευρομυϊκής διαταραχής, της οποίας τα συμπτώματα άρχισαν τη δεκαετία του 1950. Τα επισήμανε σε γιατρούς, αλλά της είχαν πει πως υπερβάλει. Μετά της είπαν πως είναι τρελά όσα λέει. Ότι δεν υπάρχουν. Παρεμπιπτόντως, αυτά τα συμπτώματα δικαιολογούν και την απώλεια της φωνής της.

Όταν άφησε την τελευταία της πνοή, ήταν μόνη στο διαμέρισμα της. Ήταν μια εποχή που στηριζόταν στην αδερφή της και τη σύντροφό της για να την προμηθεύουν με τα ηρεμιστικά που τη απάλλασσαν από τους αφόρητους πόνους.

SLOW MONDAY NEWSLETTER

Θέλεις να αλλάξεις τη ζωή σου; Μπες στη λογική του NOW. SLOW. FLOW.
Κάθε Δευτέρα θα βρίσκεις στο inbox σου ό,τι αξίζει να ανακαλύψεις.