ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Ο ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΤΙΜ ΜΠΑΡΤΟΝ;
Με αφορμή την κυκλοφορία της καινούργιας ταινίας του Τιμ Μπάρτον, «Σκαθαροζούμης Σκαθαροζούμης», επιχειρούμε να κάνουμε μια ενδοσκόπηση στον σκοτεινό κινηματογραφικό του κόσμο, αλλά και μια αναζήτηση στις αιτίες που έχουν οδηγήσει τον Αμερικανό σκηνοθέτη σε ένα εμφανές καλλιτεχνικό αδιέξοδο.
Έχω την εντύπωση ότι τη συζήτηση για το πώς να προφέρουμε το επώνυμο του Tim Burton, αν δηλαδή είναι Μπάρτον ή Μπέρτον, την έχω κάνει άπειρες φορές στα εναλλακτικά στέκια των 90s–00s . Πιο συχνά έξω από το «Flower» στην Πλατεία Μαβίλη και στα τραπεζάκια του Τηνιακού, μαζί με μπύρες και την επική ποικιλία-τραγωδία. Το «Μπάρτον team» αποτελούνταν συνήθως από πιο λαϊκά παιδιά που διάβαζαν ελληνικά περιοδικά, ενώ το πιο ελιτίστικο «Μπέρτον team» περιλάμβανε κομιξάκηδες, ορκισμένους μουσικόφιλους και όσους διάβαζαν ξένο τύπο. Όσο για το με ποια ομάδα συντασσόμουν εγώ; Απλά διαβάστε τον τίτλο.
Γιατί σας τα λέω όλα αυτά; Μόνο και μόνο, για να υπενθυμίσουμε στους παλιότερους και να μάθουν οι νεότεροι τι σήμαινε το όνομα «Τιμ Μπάρτον» για τη γενιά μας. Το τεράστιο καλλιτεχνικό του εκτόπισμα.
Ο Μπάρτον ήταν κομμάτι της εναλλακτικής ποπ κουλτούρας – ή αντι-κουλτούρας, αν προτιμάτε. Για όλους εμάς, που υπήρξαμε έφηβοι λίγο πριν και λίγο μετά το πέρασμα στη νέα χιλιετία και δεν ανήκαμε ούτε στη λαϊκο-τσατσά χρυσή εποχή του ΠΑΣΟΚ ούτε στη μίζερη ελληνική εκδοχή του rave (με εξαίρεση τα Οινόφυτα, το +Soda και το Factory), αλλά είχαμε σαφή πολιτισμικό προσανατολισμό προς τη Δύση. Ακούγαμε post-rock & stoner, post-garage & grunge, βλέπαμε ταινίες του Φίντσερ, του Ντέιβιντ Λιντς και, φυσικά, του Τιμ Μπάρτον.
Ο Μπάρτον είναι ο άνθρωπος που έφερε την κουλτούρα του goth στο mainstream. Πήρε τη σπουδαία αγγλοσαξονική γοτθική παράδοση και την έφερε στο σήμερα. Κατάφερε να ενσωματώσει στοιχεία υποκουλτούρας που κρύβονταν στις σκοτεινές γωνίες αμερικανικών υπογείων και τα έφερε στην επιφάνεια. Το σημαντικότερο, τα ταξίδεψε μίλια μακριά, μέχρι και τη δύσμοιρη βαλκανική εσχατιά, σε μια χώρα που ονομάζεται Ελλάδα…
Το τεράστιο κεφάλαιο του Τιμ Μπάρτον
Θυμάμαι το 1988 τον Λεωνίδα, τότε συμμαθητή και ακόμη αχώριστο κολλητό μου, να έρχεται όλο χαρά και να μου λέει: «Ξέχνα τα όλα, Γιάγκο, ο Μπάρτον θα φτιάξει τον καινούργιο Μπάτμαν». Θυμάμαι να πηγαίνουμε να το δούμε σε κάποιο σινεμά των δυτικών προαστίων, και το μόνο που να μένει στο μυαλό μου να είναι ένας γλυκός ζόφος και μια χούφτα σκοτεινοί ήρωες. Ήταν η πρώτη μου επαφή με την goth κουλτούρα, που μου προκάλεσε αναστάτωση, αλλά ευτυχώς και την επιθυμία να ακούσω The Cure, The Smiths, Misfits και να διαβάσω Έντγκαρ Άλαν Πόε.
Τον «Ψαλιδοχέρη» τον ερωτεύτηκαν όλες οι ψαγμένες συμμαθήτριές μου, ενώ το «Mars Attacks!» παραμένει μια από τις αγαπημένες, απενοχοποιημένες μου απολαύσεις. Στον «Ακέφαλο Καβαλάρη», άρχισα να έχω κάποιες κριτικές αμφιβολίες για τον Μπάρτον, αλλά τις απέδωσα στην φοιτητική μου ανατρεπτική διάθεση. Στη συνέχεια, η σχέση μας παρέμεινε τίμια. Όχι μόνο η δική μου, αλλά θαρρώ όλης της γενιάς μου.
Τρελάθηκα με τη «Νεκρή Νύφη», απογοητεύτηκα με τον «Πλανήτη των Πιθήκων», ξαναβρήκα την πίστη μου με το «Sweeney Todd: Ο Φονικός Κουρέας της Οδού Φλιτ», περίμενα περισσότερα από την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων». Και μετά ξεκινάει η κατηφόρα…
Από το «Dark Shadows» και μετά, ο Τιμ Μπάρτον μοιάζει σκιά του εαυτού του. Ένας καλλιτέχνης που προσπαθεί να δημιουργήσει κάτι καινούργιο, ανακυκλώνοντας τα κομμάτια του παρελθόντος, φτιάχνοντας συχνά ένα ακανόνιστο patchwork. Οι ταινίες του μοιάζουν λιγότερο συνεκτικές, σκηνοθετημένες με ελαφρότητα και πασπαλισμένες επιτηδευμένα με σκοτεινή χρυσόσκονη. Η πτώση του Τζόνι Ντεπ, του απόλυτου πρωταγωνιστή του Μπάρτον, σίγουρα δεν βοήθησε.
Αλλά και ο ίδιος ο Μπάρτον δεν βοήθησε τον εαυτό του με τις βιαστικές επιλογές που έκανε. Όσο με απογοήτευε, όμως, τόσο πιο πιστά τον ακολουθούσα στις επόμενες ταινίες του, περιμένοντας καρτερικά την ανατροπή. Να γυρίσει το παιχνίδι. Να με ενθουσιάσει ξανά. Με λίγα λόγια, να συνεχίζω να έχω την προσδοκία να ξαναγίνω νέος μέσα από το σινεμά του. Με αυτόν τον ενθουσιασμό πήγα να δω την καινούργια του ταινία, «Σκαθαροζούμης Σκαθαροζούμης».
Το ξεθυμασμένο φάντασμα του παρελθόντος
Πάντα μου αρέσει να ακούω τη γνώμη των νεότερων. Μερικές φορές εμείς οι μεσήλικες χάνουμε το κριτικό μας ένστικτο, βυθισμένοι μέσα στην γκρίνια και στα νοσταλγικά βαρίδια που γίνονται ασήκωτα με τον καιρό.
Ρώτησα, λοιπόν, τη γνώμη ενός 12χρονου κοριτσιού για το φιλμ, της Χαράς, που είναι λάτρης του φανταστικού, ορκισμένη χαριποτερού, το μυαλό της πετάει σπίθες και η κριτική της σκέψη κόβει σαν ξυράφι. «Ήταν πολύ μπερδεμένη η ταινία», μου είπε. «Είχε πολλά μπρος-πίσω που δεν είχαν λόγο να γίνονται».
Κάπως έτσι η 12χρονη ψαγμένη προ-έφηβη εντόπισε τον πυρήνα του προβλήματος. Στο «Σκαθαροζούμης Σκαθαροζούμης» όσο και να ψάξεις δεν θα βρεις αιτίες για το τι συμβαίνει, παρά μόνο αφορμές. Η επιστροφή σ’ έναν γοτθικό κινηματογραφικό μύθο –έστω και ανάλαφρο– μοιάζει να γίνεται χωρίς ουσιαστικό λόγο. Είναι σαν να παίρνεις τηλέφωνο τον ή την πρώην σου μετά από 35 χρόνια και να λες: «Έτσι πήρα, να δω τι κάνεις».
Ο Μπάρτον παραθέτει στην καινούργια ταινία του αχρείαστες υπο-πλοκές (ας μου εξηγήσει λίγο κάποιος τι κάνει η Μόνικα Μπελούτσι στην ταινία), υποδαυλίζει χωρίς λόγο τη γοτθική πλευρά του έργου του (συγγνώμη, αλλά το Soul-από-τη-μουσική-Train αρνούμαι ότι μπορεί να είναι μπαρτονική σύλληψη), ενώ οι πρόχειρες σεναριακές λύσεις βγαίνουν από το τσεπάκι του Σκαθαροζούμη x 2 με μεγάλη ευκολία (π.χ. η κάθοδος της Άστριντ στον άλλο κόσμο ή το φινάλε που μοιάζει με σκετς).
Και κάπως έτσι, η επιστροφή της οικογένειας Ντιτζ στο στοιχειωμένο σπίτι, που όλοι περιμέναμε με ανυπομονησία, μοιάζει ξεθυμασμένη. Πού είναι η υποβλητική σκοτεινή ατμόσφαιρα του Μπάρτον που όλοι αγαπήσαμε; Πώς γίνεται ένας σκηνοθέτης να μην μπορεί να ξαναβρεί τον παλιό καλό του εαυτό;
Αυτή είναι μια απάντηση που πάντα θα μας τυραννά. Όταν για παράδειγμα βλέπεις τις τελευταίες ταινίες του Βιμ Βέντερς (αναφέρομαι στο εικοσαετές του ντεφορμάρισμα πριν τις «Υπέροχες Ημέρες»), τον Φράνσις Φορντ Κόπολα, τον Φατίχ Ακίν και ένα σωρό άλλων σκηνοθετών που έχουν γράψει ιστορία στο σινεμά να απέχουν μίλια από τον παλιό καλό τους εαυτό, τότε είναι λογικό να αναρωτιέσαι: Μήπως όλοι έχουμε ημερομηνία λήξης δημιουργικά; Ή μήπως το «Σκαθαροζούμης Σκαθαροζούμης» είναι μια κακή παρένθεση και θα ξαναδούμε τον Μπάρτον να επιστρέφει θριαμβευτικά στο άμεσο μέλλον;