ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ «ΓΙΟΣΙΡΟΥ ΓΙΑΜΑΓΚΟΥΣΙ», Η ΚΩΜΩΔΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΠΟΛΛΑ
«Γιοσίρου Γιαμαγκούσι». Μια παράσταση που θα σου χαρίσει πολλές στιγμές γέλιου, ενώ αποκαλύπτει τη σκοτεινή πλευρά της ελληνικής κοινωνίας.
Όλα ξεκίνησαν ευχάριστα. Μέχρι που σταμάτησαν να είναι. Όλα ήταν «στημένα» με τέτοιο τρόπο, που σιγά σιγά το γέλιο έδωσε τη θέση του σε κάτι πιο σκοτεινό. Σταδιακά, σχεδόν υποχθόνια, η κωμωδία πήρε μια στροφή προς το μακάβριο και κάθε πρόταση που περνούσε σε γέμιζε υποψίες. «Πώς σου φάνηκε;» με ρώτησε η Αγγελική. Μόλις είχα βγει από το Θέατρο OLVIO. Μόλις είχα παρακολουθήσει την παράσταση «Γιοσίρου Γιαμαγκούσι». «Νιώθω σαν να έχω φάει σφαλιάρα», ήταν η απάντησή μου.
Το έργο του Γιάννη Κεντρωτά είναι ένα εκκεντρικό αστυνομικό θρίλερ, που ισορροπεί ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία, για να καταλήξει σε ένα εφιαλτικό τέλος όπου αποκαλύπτεται η σκοτεινή πλευρά της ελληνικής κοινωνίας.
Γιατί να δεις, λοιπόν, αυτήν την παράσταση; «Ο λόγος του Κεντρωτά αναδεικνύει σύγχρονα ζητήματα, όπως η αποξένωση, η μοναξιά, η πατριαρχία, και αγγίζει διαχρονικά θέματα, όπως ο έρωτας, η απώλεια και ο θάνατος. Η ικανότητά του να ισορροπεί ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό, το ρεαλιστικό και το… φεύγα, θεωρώ ότι κάνει το έργο του να ξεχωρίζει. Παρά τη σουρεαλιστική του ατμόσφαιρα, την οποία αντιλαμβάνομαι ως μια αλληγορία της σύγχρονης κοινωνίας, οι σχέσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες παραμένουν βαθιά ανθρώπινες. Αυτή η αντίθεση μεταξύ του αφηρημένου και του οικείου σού δίνει την επιλογή σαν θεατή να ταυτιστείς ή όχι με τους χαρακτήρες, να αναγνωρίσεις προσωπικές εμπειρίες ή να τις μεταθέσεις στον γείτονα, ανάλογα με τα κότσια σου. Αυτό το πάντρεμα το θεωρώ μοναδική εμπειρία», απαντά ο σκηνοθέτης της παράστασης, Μιχάλης Κοιλάκος.
Η αλήθεια είναι ότι αυτό που ήθελα να μάθω μετά την παράσταση είναι το τι έχουν να πουν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές για τους ρόλους τους. Ποιες δυσκολίες αντιμετώπισαν στην προσπάθειά τους να τους ζωντανέψουν πάνω στη σκηνή; Τι έμαθαν από την παράσταση αυτή ή τα πρόσωπα που ζουν στη Λακκοσπηλιά;
Ο Ελισσαίος Βλάχος για τον Γιοσίρου (τον ήρωα που ζει με το τραύμα της εγκατάλειψης)
«Το όνομά σημαίνει “ο καλός άντρας”, “ο καλός άνθρωπος”. Εκ πρώτης όψεως, αυτό αποπνέει ο Γιοσίρου, ένας αγαθός άντρας με κοινωνική νοημοσύνη παιδιού, που κινείται μεταξύ αφέλειας και χαζομάρας. Αυτός είναι ο τρόπος που έχει μάθει να συστήνεται, να τον αποδέχονται, να επιβιώνει. Ο μηχανισμός αυτός είναι οικείος στους περισσότερους ανθρώπους. Υιοθετούμε μια συμπεριφορά με την οποία παίρνουμε την αποδοχή ή την προσοχή, κι ενίοτε κάτι που μοιάζει με αγάπη. Έχω κι εγώ αφομοιώσει και εφαρμόσει κατ’ επανάληψη αυτό το μηχανισμό. Έχω καταπιέσει συναισθήματα και επιθυμίες, έχω αποφύγει συγκρούσεις, προκειμένου να δικαιώσω τον χαρακτηρισμό του “καλού παιδιού”, του “καλού ανθρώπου”.
»Η ροή των σκηνών για τον ρόλο μου δεν είναι χρονικά γραμμική. Εκεί μπαίνει η πρώτη δυσκολία. Πόσο συνειδητά στο παρόν είναι τα γεγονότα που έχουν τελεστεί; Πόσο ρεαλιστικά ερμηνεύονται σκηνές που δεν ανήκουν στην ρεαλιστική πραγματικότητα; Πώς συνταιριάζεις την κανονικότητα με τη διαταραχή; Πώς αφήνεις το κωμικό να ανθίσει μέσα από την αφέλεια, χωρίς να το πιέσεις και να το γελοιοποιήσεις; Ακόμη με δυσκολεύουν όλα αυτά. Άλλες φορές νομίζω πως τα προσεγγίζω αποτελεσματικά κι άλλες αισθάνομαι ανεπαρκής. Σίγουρα ο ρόλος είναι για μένα μια πρόκληση με την οποία αναμετριέμαι με χαρά και αγωνία».
Ο Φοίβος Συμεωνίδης για τη Μηνά (τη μοναδική έγκυο γυναίκα της Λακκοσπηλιάς)
«Η Μηνάς, όπως και όλοι οι κάτοικοι της Λακκοσπηλιάς, μου προκαλεί ένα αίσθημα ασφυκτικό αλλά και μία δυνατή συμπάθεια. Σε όλη τη διάρκεια των προβών, ένιωσα συχνά την ανάγκη να πάρω απόσταση από την τόσο ιδιαίτερη συνθήκη που περιγράφει το έργο, αντιμετωπίζοντας την ως σουρεαλιστική. Όσες φορές κι αν το έκανα, άλλες τόσες ανακάλυψα (με ένα μικρό σοκ κάθε φορά) ότι η τραβηγμένη ιστορία της Λακκοσπηλιάς συνδέεται γερά με τις ζωές, τα μυστικά και τους φόβους μας.
»Τόσο ο ρόλος όσο και το ίδιο το έργο χαρακτηρίζονται από δύσκολες ισορροπίες. Το δράμα με την κωμωδία αλληλοπλέκονται. Ειδικά για τον χαρακτήρα που ερμηνεύω, ήδη από το όνομά της ξεκινάνε... οι περιπέτειες. Το φαρσικό στοιχείο κλείνει το μάτι συνεχώς στο τραγικό υπόβαθρο της ιστορίας της Μηνάς, κι εγώ προσπαθώ σε κάθε παράσταση να ισορροπήσω ανάμεσα σε αυτά».
Η Χαρά Δημητριάδη για τη Φανή (μια γυναίκα που κλείνει μέσα στο παρατημένο πανδοχείο τα δικά της τραύματα)
«Η Φανή είναι μια γυναίκα που έχει μεγαλώσει σε ένα ορεινό χωριό της ελληνικής υπαίθρου. Ένα χωριό χτισμένο κυριολεκτικά και μεταφορικά πάνω σε λάσπες και σκατά. Μεγάλωσε σε ένα βίαιο και κακοποιητικό περιβάλλον, και έχει φτιάξει το δικό της ψέμα για να μπορέσει να επιβιώσει. Μου φαίνεται τρομερός και ταυτόχρονα ανθρώπινος ο μηχανισμός με τον οποίο θωρακίζονται οι κάτοικοι της Λακκοσπηλιάς, ώστε να μπορέσουν να ζήσουν. Η βαθιά πίστη στο ψέμα κάνει τη μόνη πραγματικότητα που ξέρουν ανεκτή, ακόμα κι αν είναι βαθιά τραυματική. Αυτό δεν κάνουμε λίγο πολύ όλοι μας;
»Όταν είμαστε μικροί, βαφτίζουμε την πραγματικότητα που γνωρίζουμε ως “κανονική” κι έτσι προχωράμε. Μέχρι τη στιγμή που κοιτάμε λίγο πιο έξω από τους τοίχους του δικού μας σπιτιού και λίγο περισσότερο μέσα μας. Βασικά στοιχεία της Φανής είναι η ανάγκη της για υγιή ανθρώπινη επαφή και η δυσκολία της να την πετύχει. Η αμηχανία της, η ανάγκη να μιλήσει για εκείνη περισσότερο από το να ακούσει, ο “επιθετικός” τρόπος με τον οποίο θέλει να γίνει φιλόξενη και αρεστή, με βάζουν να σκεφτώ τον τρόπο με τον οποίο κι εγώ σχετίζομαι με τους ανθρώπους γύρω μου.
»Η Φανή μιλάει πολύ. Λαχταράει όσο τίποτα να βρει έναν άνθρωπο να ανταλλάξει μια κουβέντα και όταν τον βρίσκει, τον αρπάζει από τα μούτρα και δεν σταματάει να μιλάει για τις επόμενες 14 σελίδες περίπου σε ένα γοητευτικό και ενδιαφέρον κείμενο με εκκεντρικό χιούμορ, που συνδυάζει το παράλογο με τον ρεαλισμό».
Ο Σήφης Πολυζωίδης για τον Ιάσονα (τον αστυνομικό του χωριού)
«Εγώ απλώς προσπαθώ να εξιχνιάσω μια εξαφάνιση, να ανακαλύψω τον πιθανό δολοφόνο και να τον πιάσω πριν το σκάσει από το χωριό. Νομίζω αυτό που με δυσκόλεψε πιο πολύ είναι το κείμενο του Κεντρωτά, γιατί η γραφή του είναι παράλογη και παράλληλα απόλυτα ρεαλιστική. Είναι πολύ δύσκολο να τα παντρέψεις αυτά τα δύο, ώστε να βγει ένα καλό αποτέλεσμα. Και βέβαια, όπως όλους μας, με δυσκόλεψε ο σκηνοθέτης μας, που είναι κι αυτός ρεαλιστής και παράλογος συγχρόνως».
Η Μαρία Μπαλούτσου για την Έρικα (τη μητέρα του Γιοσίρου)
«Η σύνδεσή μου με αυτόν τον χαρακτήρα είναι προσωπική κι αυτό την κάνει εξαιρετικά δυνατή. Πριν από κάποια χρόνια, “έχασα” μια από τις πιο παλιές και καλές μου φίλες. Σχεδόν με τον τρόπο που χάθηκε η Έρικα. Ήταν κι εκείνη μητέρα, όλα πήγαιναν καλά στη ζωή της, φαινόταν χαρούμενη, και ξαφνικά αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή της, πηδώντας από το μπαλκόνι. Για καιρό δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί. "Έπαιζα" στο μυαλό μου συζητήσεις μας αναζητώντας σημάδια, αλλά δεν έπαιρνα απάντηση. Ήρθε λοιπόν η Έρικα να μου πει πως ο άνθρωπος μπορεί να φτιάξει “ένα ψέμα τόσο πιστευτό, που στο τέλος να το πιστέψει και ο ίδιος”, να πλάσει έναν κόσμο από την αρχή και να μπει μέσα σε αυτόν, ζώντας μια ψευδή ευτυχισμένη καθημερινότητα. Όμως, το ψέμα κάποια στιγμή δεν είναι αρκετό. Οδηγεί τον νου σε αδιέξοδα και τον φέρνει αντιμέτωπο με την αλήθεια. Εκεί είναι που μάλλον παίρνει κάποιος την απόφαση να βάλει τέλος στη ζωή του. Ίσως επειδή δεν αντέχει, ίσως επειδή αντιλαμβάνεται τι κακό μπορεί να προκαλέσει στους ανθρώπους που αγαπά, ίσως επειδή δεν υπάρχει τίποτα να πιαστεί. Σε αυτό το σημείο γνωρίζουμε την Έρικα. Όταν το μυαλό της αρχίζει να αποκαλύπτει κομμάτια της αλήθειας και τελικά βάζει τέλος στη ζωή της. Ίσως γιατί δεν θέλει να αποκαλύψει στον γιο της την αλήθεια, μήπως και τον πληγώσει. Ίσως γιατί πλέον τίποτα δεν έχει σημασία γι' αυτήν. Το σίγουρο είναι πως μιλάμε για μια γυναίκα που έζησε με πόνο, προσπάθησε να κρυφτεί και να ξεφύγει, και απλώς δεν τα κατάφερε.
»Νομίζω ότι με την Έρικα δυσκολεύτηκα κυρίως σε πρακτικά θέματα. Είναι ένας χαρακτήρας που εμφανίζεται στα 10 τελευταία λεπτά του έργου. Έπρεπε λοιπόν να βρω έναν τρόπο να διατηρήσω την ενέργειά μου στη διάρκεια της παράστασης, χωρίς να συμμετέχω σε αυτήν. Να είμαι στα παρασκήνια από την αρχή, ώστε να μπορώ να ακούω, και να μπω στη σκηνή με την ένταση που έχουν οι συμπαίκτες μου. Επίσης, ο ρόλος αυτός είναι ένα καλό μάθημα μετριοφροσύνης και ταπεινότητας. Η φύση της δουλειάς μας είναι η έκθεση και κατ’ επέκταση η ανάγκη να δείξουμε τον εαυτό μας και το πόσο καλοί είμαστε. Δεν το λέω για κακό. Παίρνοντας όμως έναν τόσο μικρό ρόλο, μπήκα στη διαδικασία να εκπαιδεύσω το μυαλό μου να μη σκέφτεται τι βλέπει ο θεατής σε εμένα, αλλά να βουτάω σε αυτό που έχω να κάνω με όλη μου την ψυχή και με μοναδικό στόχο να ολοκληρώσω ένα έργο για το οποίο ιδρώνουν επί μιάμιση ώρα οι συμπαίκτες μου. Αυτό για έναν ηθοποιό μπορεί να είναι λυτρωτικό».
Λίγα λόγια για το Γιοσίρου
Ήρωες που απέχουν ένα βήμα από την ηλιθιότητα και άλλο τόσο από το να χαρακτηριστούν «άνθρωποι της διπλανής πόρτας» ξεκινούν ένα «αθώο» όσο και επικίνδυνο παιχνίδι, που σύντομα θα εξελιχθεί σε ένα φαύλο κύκλο αίματος. Στο κέντρο του ένας καλοκάγαθος γίγαντας ο Γιοσίρου Γιαμαγκούσι, που μετά τον θάνατο της μητέρας του ψάχνει στη Λακκοσπηλιά, ένα απομονωμένο χωριό της ελληνικής επαρχίας, να βρει τον Ιάπωνα πατέρα του, ο οποίος τους είχε εγκαταλείψει όταν ήταν μωρό. Πίσω απ’ όλα αυτά, ένας ολόκληρος κόσμος λάσπης, σιωπής και απόλυτης απάθειας.
Η παράσταση «Γιοσίρου Γιαμαγκούσι» παίζεται στο Θέατρο OLVIO, κάθε Δευτέρα και Τρίτη. Κλείσε εισιτήρια