ΜΑΡΤΥΡΙΑ: ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΑ «ΕΠΕΙΓΟΝΤΑ» ΛΟΝΔΡΕΖΙΚΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ
Όλοι έχουμε βρεθεί στα επείγοντα κάποιου δημόσιου νοσοκομείου και περιμένοντας, ανάμεσα στην αγωνία, την κούραση και την απελπισία, έχουμε σκεφτεί ότι δεν είναι χώρα αυτή που ζούμε, ότι αν ήμασταν στο εξωτερικό θα ήταν καλύτερα. Ή μήπως όχι;
Συνειδητοποίησα ότι οι άνθρωποι πηγαίνουν σε κάποιο νοσοκομείο του εξωτερικού για να έχουν καλύτερες υπηρεσίες υγείας, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου πήγε στο Λονδίνο για εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς. Αυτό μου είχε κάνει τόση εντύπωση όση και το ταξίδι της μητέρας ενός φίλου -πάλι στο Λονδίνο- για να βρει το κατάλληλο καλαθάκι για τα σκουπίδια του μπάνιου.
Μετά από χρόνια, συνεχίζω να αναρωτιέμαι: Γιατί να ταξιδέψει κάποιος στο Λονδίνο για καλαθάκι, αφού οι Άγγλοι ρίχνουν τα χαρτιά μέσα στη λεκάνη της τουαλέτας; Όσο για την εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, το καταλαβαίνω καλύτερα. Το Λονδίνο θεωρείται -και σε κάποιες περιπτώσεις είναι- πιο μπροστά από την Ελλάδα όσον αφορά στις ιατρικές τεχνικές, μεθόδους και θεραπείες. Αυτό, ωστόσο, μπορεί να ισχύει σε ειδικές περιπτώσεις. Δεν αφορά στην καθ’ ημέρα πράξη. Σε καμία περίπτωση.
Στο πάρκο με παιδιά
Ήταν ένα ζεστό, ηλιόλουστο -για τα δεδομένα του Λονδίνου- απόγευμα και αποφάσισα να ενδώσω στις πιέσεις των παιδιών και της ανιψιάς να πάμε στο πάρκο. Τους είπα να προσέχουν να μην πατήσουν στις λάσπες, να μην πηγαίνουν πολύ κοντά στις κούνιες γιατί ίσως χτυπήσουν, να μην ανεβαίνουν την τσουλήθρα ανάποδα και όσα μία Ελληνίδα μάνα λέει σε τρία παιδιά σε παιδική χαρά.
Φτάνει η στιγμή που θα γυρίζαμε σπίτι. Τα παιδιά προχωρούν μπροστά. Φτάνουν στα όργανα γυμναστικής που έχει τοποθετήσει ο Δήμος στα πάρκα. «Μην τα πλησιάζετε. Η χρήση τους επιτρέπεται μόνο σε ενήλικες», φωνάζω και σε κλάσματα δευτερολέπτου, όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, ο μεγάλος μου γιος αρχίζει να φωνάζει ότι χτύπησε το μάτι του. Η πρώτη μου σκέψη είναι ότι ευτυχώς δεν χτύπησε η ανιψιά μου, το «ξένο» παιδί είναι μεγαλύτερη ευθύνη. Η δεύτερη σκέψη είναι ότι πρέπει να δω γρήγορα το μάτι του. Στο μυαλό μου ήρθε εκείνο το βράδυ, πριν 25 χρόνια, που είχε χτυπήσει άσχημα το μάτι της η αδερφή μου. Τρέχω προς το μέρος του. «Δεν έχει χτυπήσει πολύ. Δεν έχει χτυπήσει πολύ». Επαναλαμβάνω συνέχεια.
Στο νοσοκομείο. Αλλά πώς;
Πράγματι δεν είχε χτυπήσει πολύ. Όμως, το μάτι ήταν πρησμένο και είχε ένα κόψιμο από το οποίο έτρεχε αίμα. «Θα πάμε στο νοσοκομείο», λέω και βγάζω το τηλέφωνο να καλέσω ταξί. Δεν υπάρχει εύκαιρο. Αυτοκίνητο δεν μπορώ να πάρω, γιατί γύρω από το νοσοκομείο δεν επιτρέπεται το παρκάρισμα. Να ήμουν στην Ελλάδα… Θα το άφηνα με αλάρμ και θα έμπαινα μέσα. Θα το έκανα άραγε; Δεν ξέρω. Μία φίλη που είναι στο πάρκο με τα παιδιά της προσφέρεται να μας πάει. Μπαίνουμε όλοι στο αυτοκίνητο και πάμε στο νοσοκομείο.
Στην Αγγλία τα πράγματα δεν είναι όπως τα ξέρουμε στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει Παίδων ούτε νοσοκομεία που εφημερεύουν. Κάποια συγκεκριμένα νοσοκομεία έχουν τμήμα για επείγοντα και ατυχήματα τόσο για ενήλικες όσο και για παιδιά. Πηγαίνουμε στο κοντινότερο. «Θα μπορούσαμε να πάμε και στην κλινική κοντά στο πάρκο», προτείνει η Αγγλίδα φίλη. «Αποκλείεται. Εκεί έχει μόνο γενικούς γιατρούς και νοσοκόμες. Εγώ θέλω να δει το παιδί οφθαλμίατρος», απαντώ.
Τα «Λονδρέζικα» επείγοντα στο νοσοκομείο
Μας αφήνει έξω από τα επείγοντα. Εμένα και τα τρία παιδιά. Πηγαίνουμε στην υποδοχή. Περιμένουμε για λίγο στη σειρά. Μπροστά μας ένας τύπος με γδαρμένο πρόσωπο που κρατάει το χέρι του, μία κυρία που φαίνεται να πονάει η κοιλιά της και πίσω μας ένα μωρό λίγων εβδομάδων σε ένα πορτ μπεμπέ. Κάνω νόημα στα παιδιά να μην πλησιάζουν. Αυτό μου έλειπε να κολλήσουν τίποτε. Δίνω το όνομα του γιου μου.
Ο χώρος αναμονής για τα παιδιά είναι διαφορετικός από εκείνον των ενηλίκων. Κάτι είναι κι αυτό. Δεν είναι όμως μεγάλος. Ένα μικρό σαλόνι που βλέπει σε δύο κλειστές γυάλινες πόρτες. Έχει δύο άδειες θέσεις. Μία τηλεόραση παίζει παιδικά. Μία νοσοκόμα έρχεται και παίρνει τους γονείς με το μωρό. Τους περνά μέσα από τις γυάλινες πόρτες. Σε πέντε λεπτά έρχεται και μας φωνάζει να μπούμε σε ένα δωματιάκι, όπου γίνεται η «διαλογή» των ασθενών. Νιώθω ότι πρέπει να απολογηθώ που έχω μαζί μου τρία παιδιά. Τι να τα έκανα όμως; Στη νοσοκόμα φαίνεται φυσιολογικό. Όλοι έτσι πάνε στο νοσοκομείο. Οικογενειακώς. Στην Ελλάδα θα είχα αφήσει τα άλλα παιδιά στη γιαγιά, στη φίλη μου, στην αδερφή μου. Εδώ δεν έχουμε τέτοιες πολυτέλειες.
Η νοσοκόμα επιμένει περισσότερο στο πώς χτύπησε το παιδί. Θέλει να μάθει όλες τις λεπτομέρειες. «Σας παρακολουθεί κοινωνικός λειτουργός;» με ρωτάει. Την κοιτάω απορημένη. Πώς της ήρθε αυτό; «Όχι» της λέω και αναρωτιέμαι αν θεωρεί ότι μπορεί να το αμέλησα και έτσι να χτύπησε. Σαν να διαβάζει τη σκέψη μου μού λέει: «Το ρωτάμε σε όλους». Από την προφορά καταλαβαίνω ότι είναι Ισπανίδα. Μου χαμογελάει. «Δεν φαίνεται πολύ σοβαρό, αλλά χρειάζεται ράμματα ίσως και ακτινογραφία. Θα περιμένετε», συμπληρώνει. Την ίδια στιγμή φτάνει ο άνδρας μου που τον είχα ειδοποιήσει. Του λέω να πάρει τα άλλα παιδιά και να πάνε σπίτι. «Μήπως να σας περιμένουμε; Θα αργήσετε;», ρωτάει. «Τέσσερις ώρες κατά μέσο όρο είναι η αναμονή», λέει η νοσοκόμα.
Τελικά τον είδε οφθαλμίατρος
Μετά από τέσσερις ώρες ανοίγει η διπλή γυάλινη πόρτα και ένας νεαρός γιατρός, ειδικευόμενος φαντάζομαι, μας φωνάζει να περάσουμε μέσα. Με την άκρη του ματιού μου βλέπω τους γονείς με το μωρό. Είναι όρθιοι σε μία γωνία. Το μωρό ακόμα στο πορτ μπεμπέ. «Είστε οι επόμενοι», τους λέει η νοσοκόμα. Μπαίνουμε σε ένα εξεταστήριο. Θα βάλει «κόλλα», μου εξηγεί ο γιατρός, αλλά φοβάται λίγο επειδή είναι στο μάτι. Μου ζητάει να καλύψω το μάτι του παιδιού. Το χέρι του τρέμει. Δεν νομίζω ότι το έχει κάνει πολλές φορές. «Θα τον δει και οφθαλμίατρος;» ρωτάω. Εκπλήσσεται. Το αποκλείει να βρουν οφθαλμίατρο έτσι εύκολα τέτοια ώρα στο νοσοκομείο. Ήταν 9 το βράδυ. Μας στέλνει για ακτινογραφίες. Όλα φαίνονται καλά. Μας δίνει κάποιες οδηγίες και φεύγουμε. Όταν βγαίνουμε έξω έχει ένα τεράστιο φεγγάρι. Μείναμε στο νοσοκομείο ακριβώς πέντε ώρες. Τελικά, τον είδε οφθαλμίατρος. Μετά από 10 μέρες που ήρθαμε στην Ελλάδα για τις καλοκαιρινές μας διακοπές.