ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ Η ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΟΥ ΚΟΡΥΦΑΙΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΥ ΒΡΑΒΕΙΟΥ PRITZKER
Λίγους μήνες αφότου ήρθε στην Αθήνα για να μας δείξει πώς θα είναι σε κάποια χρόνια το αναβαθμισμένο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ο David Chipperfield θα ξαναέρθει στην πόλη για την απονομή του κορυφαίου αρχιτεκτονικού βραβείου Pritzker.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως η Αθήνα έφερε γούρι στον αρχιτέκτονα David Chipperfield. Στα μέσα Φεβρουαρίου ήρθε στην πόλη για να παρουσιάσει τα σχέδια για την αναβάθμιση και επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, σε συνεργασία με το γραφείο του Έλληνα αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Τομπάζη. Τρεις εβδομάδες αργότερα, ανακοινώθηκε ότι του απονέμεται το φετινό αρχιτεκτονικό βραβείο Pritzker. Μάλιστα, η επίσημη τελετή θα πραγματοποιηθεί τον Μάιο στην Αθήνα.
Για να καταλάβει κανείς τη σημασία του Pritzker, αρκεί να πούμε ότι θεωρείται το κορυφαίο αρχιτεκτονικό βραβείο, κάτι σαν «Νόμπελ της αρχιτεκτονικής». Όσο για την απόφαση να γίνει η απονομή στην Αθήνα, είχε ληφθεί πριν αποφασιστεί σε ποιον θα δοθεί το βραβείο!
Το Pritzker Architecture Prize στην Αθήνα
«Η τελετή απονομής του βραβείου πραγματοποιείται σε μια σημαντική τοποθεσία του κόσμου», με ενημερώνει η Eunice Kim, διευθύντρια επικοινωνίας του Pritzker Architecture Prize. «Καθώς η τοποθεσία επιλέγεται κάθε χρόνο πριν από την επιλογή του αποδέκτη του βραβείου, δεν υπάρχει σκοπίμως κάποια σύνδεση ανάμεσα στον βραβευθέντα και τον τόπο της τελετής».
Το Pritzker θεσμοθετήθηκε το 1979 από τον Αμερικανό Jay A . Pritzker –ιδρυτή της ξενοδοχειακής αλυσίδας Hyatt– και τη σύζυγό του, Cindy. Η Ευρώπη έχει φιλοξενήσει δεκατρείς από τις απονομές, σε οκτώ διαφορετικές χώρες, μεταξύ των οποίων η Μεγάλη Βρετανία, η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία.
Η αλήθεια είναι ότι τα σχέδια για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο δεν περιλαμβάνονται στον φάκελο που διανέμεται με την ανακοίνωση του Pritzker. Ωστόσο, μπορεί να διακρίνει κανείς σε αυτά κάποια στοιχεία και ποιότητες που συναντάμε σε παλαιότερα έργα του David Chipperfield. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά είναι το Neues Museum στο Βερολίνο, που είχε οικοδομηθεί στα μέσα του 19ου αιώνα και υπέστη μεγάλες ζημιές στον Δεύτερο Παγκόσμιο.
Από το 1993 έως το 2009, ό,τι είχε σωθεί πλαισιώθηκε με μοντέρνα στοιχεία. Έτσι, περνώντας τους κίονες της εισόδου μπαίνεις σε ένα φουαγιέ όπου κυριαρχεί το τσιμέντο. Αν στη θεωρία ακούγεται αταίριαστο, μπορώ να πω πως όταν βρέθηκα εκεί αισθάνθηκα ότι λειτουργεί υποδειγματικά. Κάτι τέτοιο μπορούμε να περιμένουμε και για το ΕΑΜ, αφού το μπετόν θα κυριαρχεί στη νέα υπόγεια πτέρυγα που θα δημιουργηθεί μπροστά από το παλιό κτήριο.
«Ως αρχιτέκτονας, είμαι κατά κάποιο τρόπο θεματοφύλακας του νοήματος, της μνήμης και της κληρονομιάς», σημειώνει ο ίδιος. «Οι πόλεις συνιστούν ιστορικά αρχεία και η αρχιτεκτονική από ένα σημείο και μετά είναι μια ιστορική καταγραφή. Οι πόλεις είναι δυναμικές, οπότε δεν μένουν απαράλλαχτες, εξελίσσονται. Και σε αυτή την εξέλιξη, καταργούμε κτήρια και τα αντικαθιστούμε με άλλα. Εμείς οι ίδιοι επιλέγουμε και δεν αρκεί να προστατεύουμε μόνο το καλύτερο. Πρέπει επίσης να προστατεύουμε τον χαρακτήρα και τις ποιότητες που αντικατοπτρίζουν τον πλούτο της εξέλιξης μιας πόλης».
Το Pritzker στον David Chipperfield
«Δεν βλέπουμε ένα άμεσα αναγνωρίσιμο κτήριο του David Chipperfield σε διαφορετικές πόλεις, αλλά διαφορετικά κτήρια του David Chipperfield σχεδιασμένα ειδικά για κάθε περίσταση», αναφέρεται στο σκεπτικό της κριτικής επιτροπής του Pritzker. «Το καθένα διακηρύσσει την παρουσία του ακόμα κι όταν τα κτήριά του δημιουργούν νέες συνδέσεις με τη γειτονιά. Η αρχιτεκτονική του γλώσσα εξισορροπεί τη συνέπεια με τις θεμελιώδεις αρχές σχεδιασμού και την ευελιξία απέναντι στους τοπικούς πολιτισμούς. Περιλαμβάνει κιονοστοιχίες στα ευρωπαϊκά του έργα και αυλές στα κινεζικά, χρησιμοποιεί τοπικά υλικά με πολυτελείς τρόπους, συνηθισμένες τεχνικές σε πολύπλοκες δομές. Βελτιώνει την ποιότητα της ζωής των ανθρώπων μέσα από μια ποιητική αίσθηση που αναβλύζει πάντα από τα κτήριά του. Το έργο του David Chipperfield ενοποιεί τον ευρωπαϊκό κλασικισμό, την περίπλοκη φύση της, ακόμη και τη λεπτότητα της Ιαπωνίας. Είναι καρπός πολιτιστικής πολυμορφίας».
«Αποδέχομαι αυτό το βραβείο ως μια ενθάρρυνση για να συνεχίσω να στρέφω την προσοχή μου όχι μόνο στην ουσία της αρχιτεκτονικής και το νόημά της, αλλά επίσης στη συμβολή που μπορούμε να κάνουμε ως αρχιτέκτονες στο να αντιμετωπίσουμε τις υπαρξιακές προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και της κοινωνικής ανισότητας», δήλωσε ο ίδιος. «Γνωρίζουμε ότι, ως αρχιτέκτονες, μπορούμε να έχουμε έναν εξέχοντα και άμεσο ρόλο στη δημιουργία ενός κόσμου όχι μόνο πιο όμορφου αλλά και πιο δίκαιου και βιώσιμου».