SOCIAL STREETWORK: Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΜΕ ΕΚΑΝΕ ΝΑ ΔΩ ΤΗ ΖΩΗ ΑΛΛΙΩΣ
Ο δρόμος είναι σχολείο. Σε μαθαίνει τα όριά σου, τι θα πει συνύπαρξη, αλληλεγγύη και ενσυναίσθηση. Το social streetwork, η κοινωνική εργασία στον δρόμο, υπήρξε για μένα μάθημα ζωής.
Γύριζα σπίτι μετά τη δουλειά, έτρωγα κάτι στα γρήγορα, έβαζα στην πλάτη το μικρό σακίδιο με το κινητό, ένα φυλλάδιο με τηλέφωνα έκτακτης ανάγκης, ένα μπουκαλάκι νερό, απολυμαντικά, γάντια και χαρτομάντηλα και έπαιρνα τον δρόμο για τα γραφεία της Emfasis Foundation, της οργάνωσης που μου έμαθε τι σημαίνει social streetwork ή αλλιώς κοινωνική εργασία στον δρόμο.
Φτάνοντας εκεί, φορούσα το χοντρό μπουφάν με το λογότυπο της ομάδας και μαζί με τους υπόλοιπους εθελοντές ξεκινούσαμε την προετοιμασία για τη βάρδια που ακολουθούσε.
Φορτώναμε τα δυο βανάκια με φαγητά, ρούχα, υπνόσακους και ό,τι άλλο μας είχαν ζητήσει οι άνθρωποι που ζούσαν στους δρόμους της πρωτεύουσας, και γύρω στις εννιά ξεκινούσαμε. Ο Δημήτρης και ο Παναγιώτης, οι οδηγοί, όριζαν την πορεία. Μέσα σε λίγες ώρες έπρεπε να περάσουμε από ένα κάρο περιοχές: Μοναστηράκι, Ομόνοια, Αμπελόκηποι, Παγκράτι, Νέα Σμύρνη.
Επιστρέφαμε στα σπίτια μας μετά τα μεσάνυχτα, αφού είχαμε ακούσει τα παράπονα ενός ζευγαριού στον Προφήτη Ηλία και τις ιστορίες δυο αδελφών στο πάρκο του Ευαγγελισμού. Αφού οι «ένοικοι» της Σταδίου μάς είχαν ζητήσει μια έξτρα μερίδα για τον νεαρό που εκείνη τη στιγμή έλειπε και ένα ζευγάρι παπούτσια νούμερο 45.
Αυτές ήταν οι μέρες οι καλές. Γιατί υπήρχαν και οι άλλες. Οι μέρες που το μόνο που μπορούσες να κάνεις για να ζεσταθούν οι συνάνθρωποί σου ήταν να τους προσφέρεις λίγο τσάι, γιατί η κουβέρτα ήταν μούσκεμα από την πρωινή βροχή, ή γιατί κάποιος είχε κλέψει το μοναδικό τους sleeping bag. Οι μέρες που ο άνθρωπος που έψαχνες δεν ήταν στο γνωστό σημείο και οι υπόλοιποι θαμώνες της πλατείας είχαν μέρες να τον δουν.
Το streetwork δεν κρίνει κανέναν
Όταν ξεκίνησα –πάνε πια αρκετά χρόνια–, το street work δεν ήταν τόσο διαδεδομένο. Συχνά ένιωθα τα γεμάτα απορία βλέμματα των περαστικών να καρφώνονται πάνω μας, την ώρα που συνομιλούσαμε με τους «αόρατους» κατοίκους της πόλης. Ευτυχώς, με τον καιρό τα βλέμματα άλλαξαν και πολλοί μοίραζαν με χαμόγελο ένα «μπράβο» ή ρωτούσαν τι μπορούσαν να κάνουν. Και τότε έπαιρνες κι εσύ δύναμη και συνέχιζες.
Για να φτάσεις, όμως, στο σημείο να κατέβεις στο πεδίο, να συνομιλήσεις με τους ανθρώπους στον δρόμο, έπρεπε να ξεπεράσεις τα δικά σου εμπόδια, να αναθεωρήσεις απόψεις, να γκρεμίσεις στερεότυπα, να ξεπεράσεις την ανάγκη για κριτική και «κούνημα δακτύλου».
«Ένας street worker πρέπει να σέβεται τη μοναδικότητα κάθε ανθρώπου. Οφείλει να μην κρίνει τις στάσεις, τις πράξεις και την ιδεολογία του ωφελούμενου, να μην τον ενοχοποιεί για την κατάστασή του, ούτε να απαιτεί από εκείνον να αλλάξει παρά τη θέλησή του», μου είχε πει τότε η team leader.
ΤΟ SOCIAL STREETWORK ΕΙΝΑΙ ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΕΙ ΧΡΟΝΟ, ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ.
Ανάμεικτα συναισθήματα
Τα δύο χρόνια που έκανα streetwork στους δρόμους της Αθήνας ήταν αρκετά για να καταλάβω πόσο εύκολο είναι να βρεθείς εκεί. «Μια στραβή αρκεί. Δύο μήνες απλήρωτος, μια αρρώστια, μπορούν να σου στερήσουν στέγη, οικογένεια, φίλους», μου είχε πει κάποτε ένας άστεγος πωλητής του περιοδικού δρόμου «σχεδία».
Δεν ήταν λίγες οι φορές που γυρνούσα σπίτι κουρασμένη, παγωμένη, ενίοτε πεινασμένη, αλλά κυρίως αγανακτισμένη. Αγανακτισμένη για το πώς ανεχόμασταν την αδικία. Για το πώς –παρά τον πλούτο και την πρόοδο της κοινωνίας– αφήναμε συνανθρώπους μας να ζουν μέσα στο κρύο και τη βροχή.
Κατά διαστήματα με έπνιγαν οι τύψεις, γιατί υπήρχαν φορές που δεν ήθελα να βγω στον δρόμο. Ήθελα να μείνω σπίτι, γιατί βαριόμουν, γιατί έκανε κρύο, γιατί έβρεχε, γιατί η ματαίωση μου έπεφτε βαριά. Παρ’ όλα αυτά έβγαινα, βγαίναμε, γιατί ο εθελοντισμός και το social streetwork είναι δέσμευση απέναντι σε ανθρώπους και απαιτεί χρόνο, ενέργεια, υπομονή, ενσυναίσθηση. Ακόμα κι αν δεν είναι πάντα διαθέσιμα.
Κυρίως, όμως, ένιωθα έναν μεγάλο κόμπο στο στομάχι, γιατί δεν μπορούσα να κάνω περισσότερα, γιατί οι δυνάμεις και οι δυνατότητές μου ήταν περιορισμένες. Επέστρεφα σπίτι και ξεσπούσα σε κλάματα για την ευκολία με την οποία κάποτε γυρνούσα το κεφάλι αλλού, ώστε να αποφύγω να ανταλλάξω ένα βλέμμα ή –ακόμα χειρότερα– μια κουβέντα, για το πόσο εύκολα έκανα υποθέσεις και έβγαζα συμπεράσματα, για την τύχη μου να έχω ζεστά ρούχα, λεφτά για το ενοίκιο.
Ένιωθα το πόσο σημαντικό είναι να έχεις ανθρώπους να σε στηρίξουν, κάποιον να πεις μια κουβέντα, να τσακωθείς. Οι άνθρωποι στον δρόμο έχουν ανάγκη για επικοινωνία. Όχι απαραίτητα για συζήτηση, αλλά για ένα απλό «καλημέρα», ένα «χρόνια πολλά».
Αυτό που εμείς, οι στεγασμένοι, βιώσαμε για λίγους μήνες με τα lockdown, η απομόνωση, η απόσταση από τους δικούς μας, οι ατέλειωτες ώρες χωρίς επαφή, είναι μια μόνιμη κατάσταση για τους ανθρώπους στον δρόμο. «Όλη την ημέρα δεν έχω μιλήσει σε άνθρωπο», είχα ακούσει κάποιον να λέει. Αυτό σε μια πόλη πέντε εκατομμυρίων ψυχών. Μια ολόκληρη μέρα δεν είχε βρεθεί κανείς μας να αφιερώσει λίγα δευτερόλεπτα από τον χρόνο του σε έναν διπλανό του, να τον ρωτήσει αν είναι καλά, αν θέλει κάτι. Ο νους μου δεν θέλησε ποτέ να χωρέσει τη μοναξιά τους, υποθέτω για λόγους αυτοσυντήρησης.
ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΣΩΣΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΟΛΟΚΛΗΡΟ, ΑΛΛΑ ΚΑΘΕ ΒΗΜΑ ΜΕΤΡΑΕΙ.
Αναζητώντας την ισορροπία
Μέσα από τις συζητήσεις με την ομάδα και μετά από μερικές συνεδρίες με ψυχολόγο, καταφέρνεις –και πάλι για λόγους αυτοσυντήρησης– να βρεις μια ισορροπία, να αποδεχτείς αυτά που δεν μπορείς να αλλάξεις και να κάνεις αυτό που σου αναλογεί, όσο μπορείς και όσο σου επιτρέπουν. Συνειδητοποιείς ότι δεν υπάρχει ήττα ή νίκη με όρους άσπρου ή μαύρου, ότι δεν γίνεται να σώσεις τον κόσμο ολόκληρο, αλλά πώς κάθε βήμα μετράει. Κάθε άνθρωπος μετράει.
Στο τέλος της μέρας, όταν πας να ξαπλώσεις στο κρεβάτι σου, σημασία έχει να έχεις κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσες για να βελτιώσεις μια κατάσταση, την καθημερινότητα ενός άλλου. Το «ευχαριστώ» που ακούς, το βλέμμα που σου ρίχνουν, πολλές φορές είναι ειλικρινή. Και αυτό είναι αρκετό.
Αν σας δοθεί η ευκαιρία να βοηθήσετε έναν συνάνθρωπό μας, να του προσφέρετε ένα ζεστό τσάι, μια κουβέντα, αρπάξτε την από τα μαλλιά.
«Το να νιώθουμε την αγάπη όσων αγαπάμε είναι μια φωτιά που θρέφει τη ζωή μας. Όμως το να νιώθουμε τη στοργή που προέρχεται από εκείνους που δεν γνωρίζουμε είναι κάτι πολύ πιο μεγάλο και πιο όμορφο, γιατί διευρύνει τα όρια της ύπαρξής μας και ενώνει όλα τα όντα», έχει πει ο Pablo Neruda. Τόσο απλά.