«ΣΙΝΕΜΑ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ» ΣΤΟΝ ΔΑΝΑΟ: ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΟΤΑΝ ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΞΑΠΛΩΝΕΙ ΣΤΟ ΝΤΙΒΑΝΙ;
Εν αναμονή του προγράμματος προβολών και συζητήσεων «Σινεμά και Ψυχανάλυση», που θα ξεκινήσει στον Δαναό στις 8 Δεκεμβρίου 2024 και θα ολοκληρωθεί στις 30 Μαρτίου 2025, συζητάμε το θέμα με την κλινική ψυχολόγο και ψυχαναλύτρια Δέσποινα Καραγιάννη.
Ποια είναι η σχέση που έχουν το σινεμά και η ψυχανάλυση; Την απάντηση στο ερώτημα μάλλον θα την πάρετε όταν παρακολουθήσετε μια από τις αποκαλυπτικές κυριακάτικες προβολές που διοργανώνει η Ελληνική Εταιρεία της Νέας Λακανικής Σχολής στον κινηματογράφο Δαναό. Στη συνολικά τρίωρη διάρκεια καθεμιάς, πρώτα προβάλλονται κλασικές αλλά και πρόσφατες ταινίες, ενώ μετά η δράση μεταφέρεται μπροστά από την οθόνη. Εκεί στήνεται πάνελ συζήτησης, με ψυχαναλυτές, ψυχολόγους και ανθρώπους του κινηματογράφου να ανοίγουν νέες οπτικές και ορίζοντες στην ανάγνωση ενός φιλμ.
Μια σκηνή ή απλά ένα στιγμιότυπο από μια ταινία μπορεί να αναδείξει τα ενδόμυχα του ανθρώπου, το ασυνείδητο, τον διχασμό, την επιθυμία, τα αδιέξοδα των σχέσεων και του πολιτισμού, μια αφορμή για να μιλήσουν ομιλητές και κοινό για τις ενορμήσεις, την απόλαυση του ανθρώπου, τη φαντασίωση, τη αγάπη, αλλά και για τις λύσεις που το υποκείμενο μπορεί να επινοήσει.
Το φετινό πρόγραμμα του «Σινεμά και Ψυχανάλυση» είναι ένα από τα καλύτερα στην ιστορία του θεσμού, αφού περιλαμβάνει δύο κλασικά αριστουργήματα και δύο εξαιρετικές πρόσφατες ταινίες που αγαπήθηκαν από το κοινό. Αναλυτικά, οι ταινίες που θα προβληθούν στον κινηματογράφο Δαναό είναι:
- 8/12/2024: «Άγνωστοι μεταξύ μας», του Άντριου Χέιγκ
- 26/1/2025: «Δεσμώτης ιλίγγου», του Άλφρεντ Χίτσκοκ
- 23/2/2025: «Close», του Λούκας Ντοντ
- 30/3/2025: «Φθινοπωρινή Σονάτα», του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Η Δέσποινα Καραγιάννη, κλινική ψυχολόγος, PhD, ψυχαναλύτρια, μέλος της Ελληνικής Εταιρείας της Νέας Λακανικής Σχολής, της NLS και της AMP, αναλύει τον σκοπό των προβολών, τη μεθοδολογία προσέγγισης μιας ταινίας, τις χαρακτηριστικότερες στιγμές στην εντεκάχρονη διαδρομή του «Σινεμά και Ψυχανάλυση», καθώς και τα κέρδη που μπορεί να αποκομίσουν ψυχαναλυτές και θεατές από τη διαδικασία.
– Τι είναι η Ελληνική Εταιρεία της Νέας Λακανικής Σχολής, ποια είναι η δράση της και πώς συνδέεται με τις προβολές;
Η Ελληνική Εταιρεία της Νέας Λακανικής Σχολής αποτελεί εντεταγμένη εταιρεία της Νέας Λακανικής Σχολής της Ψυχανάλυσης (NLS) και της Παγκόσμιας Ψυχαναλυτικής Εταιρείας (AMP), και έχει στόχο τη μελέτη και διάδοση της Λακανικής ψυχανάλυσης στην Ελλάδα. Οι υπό διαμόρφωση ψυχαναλυτές, οι ψυχίατροι, ψυχολόγοι κλπ, και όσοι εμπλέκονται ενεργά με την ψυχανάλυση εκπαιδεύονται στους κόλπους της Ακαδημίας Κλινικών Σπουδών της Αθήνας, που είναι το εκπαιδευτικό τμήμα για τη θεωρητική και κλινική κατάρτιση.
Πέραν των ημερίδων εργασίας που απευθύνονται στους εκπαιδευόμενους, η Ελληνική Εταιρεία και η Ακαδημία Κλινικών Σπουδών διοργανώνουν ημερίδες με διαλέξεις που είναι ανοικτές προς το κοινό, με στόχο τη γνωριμία των μη επαγγελματιών ψυχικής υγείας με την ψυχαναλυτική θεωρία και σκέψη. Επίσης, η Ελληνική Εταιρεία Νέας Λακανικής Σχολής εκδίδει το περιοδικό Ψυχανάλυση, ενώ οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να βρουν υλικό για ανάγνωση στις ιστοσελίδες της Ελληνικής Εταιρείας της Νέας Λακανικής Σχολής και της Ακαδημίας Κλινικών Σπουδών Αθήνας.
Η ψυχανάλυση από τη γέννησή της μέχρι και σήμερα συνομιλεί με την τέχνη και τους καλλιτέχνες, εμπνέεται, αντλεί παραδείγματα και διδάσκεται από αυτήν. Αντίστοιχα, και η τέχνη εμπνέεται και διδάσκεται από την ψυχανάλυση. Τα έργα τέχνης αποτελούν ένα τρόπο έκφρασης, μια απάντηση του καλλιτέχνη στη δυσφορία που δημιουργεί ο πολιτισμός μας, τα αδιέξοδα της ύπαρξης και των σχέσεων.
Προσπαθώντας να φωτίσουν τις μη συνειδητές πτυχές της ύπαρξης στις οποίες υπόκειται ο άνθρωπος, η διδασκαλία του Φρόιντ και του Λακάν βρίθουν από αναφορές στη λογοτεχνία, το θέατρο, την τραγωδία, τη ζωγραφική, αργότερα το σινεμά. Άλλωστε, ο Λακάν είχε πει ότι ο καλλιτέχνης προηγείται του ψυχαναλυτή, θέλοντας να αποτίσει φόρο τιμής στη Μαργκερίτ Ντυράς, η οποία –χωρίς να έχει διαβάσει Λακάν– μας έχει χαρίσει σπάνιου ψυχαναλυτικού βάθους και ενδιαφέροντος έργα.
– Πότε ξεκίνησαν οι προβολές του «Σινεμά και Ψυχανάλυση» και πόσοι περίπου θεατές υπολογίζεται ότι τις έχουν παρακολουθήσει;
Η πρώτη ταινία που παρουσιάσαμε στο «Σινεμά και Ψυχανάλυση» ήταν το Χιροσίμα, αγάπη μου, σε σκηνοθεσία Αλέν Ρενέ και σενάριο της Μαργκερίτ Ντυράς, τον Ιανουάριο του 2013, στον Μικρόκοσμο. Από τότε και μέχρι σήμερα –με μια αναγκαστική διακοπή δύο ετών λόγω της πανδημίας, κατά την οποία όμως πραγματοποιήθηκαν δύο διαδικτυακές συζητήσεις–, το «Σινεμά και Ψυχανάλυση» έχει μια συνεχή, πολύ ζωντανή παρουσία, τα δύο πρώτα χρόνια στον Μικρόσκοσμο και στη συνέχεια μέχρι και σήμερα στον Δαναό.
Σε αυτά τα χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί περισσότερες από 30 προβολές ταινιών. Ως προς τον αριθμό των θεατών, δυστυχώς δεν μπορώ να απαντήσω με ακρίβεια, αλλά κατά μέσο όρο τις προβολές παρακολουθούν περί τα 180 άτομα, ενώ αρκετές φορές υπερβαίνουν κατά πολύ τα 200, εκφράζοντας τη δίψα του αθηναϊκού κοινού όχι απλώς να παρακολουθήσει κινηματογράφο, αλλά και να μετέχει σε μια εμπειρία διαφορετικής ανάγνωσης της ταινίας.
– Ποιος ήταν ο λόγος που η Νέα Λακανική Σχολή αποφάσισε να ξεκινήσει τις προβολές; Έχει αλλάξει η προσέγγιση σας κατά τη διάρκεια του χρόνου; Υπάρχουν νέα δεδομένα και νέες προκλήσεις που προέκυψαν κατά τη διάρκεια των προβολών;
Η ιδέα γεννήθηκε από μια ομάδα μελών της Ελληνικής Εταιρείας που έτρεφαν ιδιαίτερη αγάπη –έναν ενθουσιασμό, θα έλεγα– για τον κινηματογράφο. Σε συνεργασία με έναν σκηνοθέτη που είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη λακανική ψυχανάλυση, αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε να μιλήσουμε για την ψυχανάλυση χρησιμοποιώντας ως μέσο, ως υλικό, όχι μια κλινική περίπτωση, αλλά μια ταινία. Ήταν ένα στοίχημα να προσεγγίσουμε το ευρύ κοινό με όχημα ένα έργο τέχνης που εκθέτει πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης και να μεταβιβάσουμε κάτι από τη δική μας ματιά, τον τρόπο που η ψυχανάλυση διερωτάται και απαντά σε αυτό που διαδραματίζεται στην ταινία.
Επομένως, για να απαντήσω στην ερώτησή σας, θα έλεγα ότι οι προκλήσεις της εποχής και τα νέα συμπτώματα ή και φαινόμενα του πολιτισμού μας είναι το έναυσμα για να απευθυνθούμε στο κοινό, προτείνοντας ως πυξίδα την ψυχανάλυση. Θέλω να προσθέσω ότι η ομάδα μας εμπλουτίζεται κατά καιρούς από νέα μέλη που αγαπούν τον κινηματογράφο και έχουν ιδιαίτερη δέσμευση με την ψυχανάλυση, ενώ στις παρουσιάσεις ενθαρρύνουμε νέους συναδέλφους να αναλάβουν τον σχολιασμό μιας ταινίας και να συνομιλήσουν μαζί μας.
– Ποια είναι τα κριτήρια και η διαδικασία επιλογής μιας ταινίας;
Επιλέγουμε πάντοτε ταινίες κατάλληλες να αναδείξουν τα ενδόμυχα του ανθρώπου, το ασυνείδητο, τον διχασμό, την επιθυμία, τα αδιέξοδα των σχέσεων και του πολιτισμού, ταινίες που μας επιτρέπουν να μιλήσουμε για τις ενορμήσεις, για την απόλαυση του ανθρώπου, που μπορεί να γίνει αυτοκαταστροφική ή βίαιη, για τη φαντασίωση, για την αγάπη, για τις λύσεις που το υποκείμενο μπορεί να επινοήσει. Μέλημά μας είναι με αφορμή την ταινία να θίγουμε επίκαιρα ζητήματα της εποχής, ζητήματα που προβληματίζουν την κοινωνία μας, όπως για παράδειγμα η βία, τα νέα συμπτώματα, ζητήματα που αφορούν το παιδί και τον έφηβο. Συχνά αποτελεί έναυσμα για την επιλογή ταινίας ένα από τα κεντρικά θέματα που προσανατολίζει κάθε χρόνο τη συλλογική εργασία των μελών της Νέας Λακανικής Σχολής ή της Παγκόσμιας Ψυχαναλυτικής Εταιρείας.
Η επιλογή των ταινιών είναι μια ομαδική εργασία. Δεν αρκεί μια ταινία να είναι «διδακτική» ως πρώτη ύλη για μια ψυχαναλυτική ερμηνεία, αλλά πρέπει να μας αγγίζει, να αποτελεί κίνητρο για την επιθυμία μας, ώστε να την προτείνουμε, να τη μελετήσουμε, να γράψουμε και να συζητήσουμε γύρω από αυτήν. Πίσω από την ομάδα που σχολιάζει τις ταινίες υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που μας υποστηρίζουν με την εργασία και το ταλέντο τους, όπως για παράδειγμα αυτοί που βοηθούν στη δημιουργία της αφίσας για την κάθε ταινία, είτε είναι συνάδελφοι, είτε γραφίστες. Και οι αφίσες που έχουν φτιαχτεί μέχρι σήμερα για το «Σινεμά και Ψυχανάλυση» είναι αξιόλογες. Επίσης, υπάρχει η ομάδα του Δαναού που τα τελευταία χρόνια αγκαλιάζει με μεγάλη θέρμη τις εκδηλώσεις μας. Τέλος, οι κριτικοί κινηματογράφου που με μεγάλη ευχαρίστηση γίνονται μέλη της ομάδας μας, αλλά και οι σταθεροί φίλοι του «Σινεμά και Ψυχανάλυση», που δεν χάνουν την ευκαιρία να βρεθούν στις προβολές μας. Για εμάς είναι μια κυριακάτικη γιορτή!
– Πώς είναι δομημένη η διαδικασία συζήτησης μετά την προβολή; Έχει κοινά χαρακτηριστικά με την ψυχαναλυτική μεθοδολογία;
Είθισται να παίρνει τον λόγο πρώτα ο ομιλητής που μας εισάγει στην κινηματογραφική ματιά, είτε είναι σκηνοθέτης, σεναριογράφος ή κριτικός κινηματογράφου, και ακολουθεί η ψυχαναλυτική ματιά. Υπό τον συντονισμό του Ρεζινάλντ Μπλανσέ ή και της Νασίας Λινάρδου, πραγματοποιείται ένας διάλογος με πολλαπλούς νομίζω στόχους: Αφενός προσπαθούμε να δώσουμε το στίγμα της εποχής που προκαλεί τη γένεση του έργου στον σκηνοθέτη, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο τεχνικά και αισθητικά επιλέγει να μεταφέρει το μήνυμα στον θεατή. Αφετέρου, με τη βοήθεια της ψυχαναλυτικής θεωρίας, προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τους χαρακτήρες της ταινίας, να μιλήσουμε για τα κίνητρα των πράξεων, το σύμπτωμα και την απόλαυσή τους, και να απαντήσουμε στα ερωτήματα που γεννιούνται στον θεατή που παρακολουθεί την ταινία.
Το κοινό έχει την ευκαιρία να δει πώς ακούει, πώς «διαβάζει» τα λόγια των χαρακτήρων ένας ψυχαναλυτής. Χρειάζεται να παρακολουθούμε πολύ στενά τα λόγια και τις αντιδράσεις των χαρακτήρων της ταινίας για να χτίσουμε μια ερμηνευτική προσέγγιση. Παρόλο που σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να ταυτίσουμε την ανάλυση των ηρώων μιας ταινίας με αυτό που λαμβάνει χώρα στη σχέση αναλυόμενου και αναλυτή, δεν παύει η ταινία να αποτελεί ένα εξαιρετικό εργαλείο, στο οποίο δύναται να έχει πρόσβαση το ευρύ κοινό. Με την ευκαιρία, θα ήθελα να αναφερθώ στο λογότυπο που συνόδευε στις αφίσες του «Σινεμά και Ψυχανάλυση» τα πρώτα χρόνια των προβολών, το οποίο αναπαριστούσε ένα ψυχαναλυτικό ντιβάνι, φτιαγμένο από το καρούλι ενός φιλμ που ξετυλίγεται. Το βρήκα εξαιρετική ιδέα!
– Υπάρχουν χαρακτηριστικές στιγμές που θυμάστε περισσότερο από τις προβολές τις ομάδας;
Πρέπει να πω πώς κάθε προβολή έχει για εμένα κάτι το ιδιαίτερο. Είναι εντυπωσιακό πώς κάθε φορά που βλέπω την ταινία, με προσελκύει μια διαφορετική λεπτομέρεια που επιτρέπει να προστεθεί ακόμα ένα κομματάκι στο παζλ της ανάγνωσης. Επίσης, μου κάνει εντύπωση πάντοτε η οπτική των συναδέλφων που σχολιάζουν ή των συντονιστών. Πάντα υπάρχει μια προσθήκη στην ανάγνωση ή ένα ερώτημα που μας εξάπτει την περιέργεια και μας «στρώνει στη δουλειά».
Η αλήθεια είναι ότι οι ταινίες που επιλέγει η ομάδα μού προκαλούν πάντοτε συγκίνηση και θαυμασμό, συναισθηματική φόρτιση όπως λέτε, και είναι ενδιαφέρον να ακούω στις παρουσιάσεις τι ήταν αυτό που άγγιξε τους συναδέλφους περισσότερο σε κάθε ταινία. Έχουμε επιλέξει αριστουργήματα της 7ης τέχνης και μεγάλους σκηνοθέτες, κλασικό κινηματογράφο (π.χ. «Τα τετρακόσια χτυπήματα», του Φρανσουά Τρυφώ, «Λεωφορείον ο πόθος», του Ελία Καζάν, «Tokyo Story», του Γιασουζίρο Όζου), αλλά και σύγχρονο κινηματογράφο ευρωπαϊκό και μη (π.χ. «Ανωτέρα Βία», του Ρούμπεν Έστλουντ, «Ο κύκλος», του Τζαφάρ Παναχί, «Οικογενειακή γιορτή», του Τόμας Βίντερμπεργκ), όπως επίσης και ελληνικό κινηματογράφο, όπου είχαμε την ευκαιρία να έχουμε μαζί μας και τους σκηνοθέτες, τον Παναγιώτη Κούτρα και τον Φίλιππο Τσίτο, οι οποίοι μοιράστηκαν μαζί μας την εμπειρία τους για τη σύλληψη και τη γέννηση της ταινίας τους.
Όμως, αυτή η ταινία που μου έχει μείνει αξέχαστη, ίσως γιατί δεν την ήξερα και την ανακάλυψα στο πλαίσιο της έρευνας της ομάδας μας, είναι «Ο Υπηρέτης», του Τζόζεφ Λόουζι, μια ταινία του 1964 βασισμένη σε μια διασκευή του ομότιτλου μυθιστορήματος που έκανε ο Χάρολντ Πίντερ.
Ήταν για εμένα αποκαλυπτικό το πώς με τα μέσα της εποχής και με την επιβλητικότητα της ασπρόμαυρης κινηματογράφησης, αναπαρίσταται με τόσο ευρηματικό τρόπο και σε τόσες εκφάνσεις η πολυπλοκότητα της σχέσης αφέντη-δούλου και του ρόλου θύτη-θύματος, στη φαντασίωση, στο ασυνείδητο, αλλά και ως αλληγορία της παρακμής που συναντάμε σε διάφορες εκφάνσεις του κοινωνικού. Θυμάμαι ότι η συζήτηση ήταν επίσης εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και μπορώ να πω ότι αυτό που μου μένει από τις συζητήσεις και τις προβολές είναι ο ενθουσιασμός των συμμετεχόντων, η μεταβίβαση εργασίας, που διέπει το ψυχαναλυτικό γίγνεσθαι.
– Βοηθάει με κάποιο τρόπο έναν ψυχολόγο-ψυχαναλυτή η συμμετοχή του στις προβολές; Τι μπορεί να πάρει από μια διαδικασία που δεν είναι εξατομικευμένη;
Βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα την ερώτησή σας αυτή. Θα σας απαντήσω πως είναι για εμάς μια πολύ ευχάριστη διαδικασία, μια εργασία που τη διαπνέει η επιθυμία μας. Αφενός εργαζόμαστε με ένα υλικό που μας αγγίζει, καθένα ξεχωριστά για διαφορετικούς λόγους, γι’ αυτό και πάντοτε κάποιος από εμάς επιλέγει να μιλήσει για μια ταινία που του αρέσει πολύ. Είναι επομένως εξαρχής μια εργασία λιβιδινικά επενδυμένη, είτε για λόγους αισθητικής του φιλμ, είτε εξαιτίας κάποιου προσωπικού ενδιαφέροντος για τη θεματική που αναδεικνύεται.
Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι είναι μεν μια ομαδική εργασία που απευθύνεται σε πολλούς, στο κοινό, αλλά απορρέει από κάτι ιδιαίτερο για τον καθένα και αγγίζει καθέναν από τους θεατές σε κάτι που τον αφορά προσωπικά. Επιπλέον, οι ανταλλαγές και ο διάλογος που ανοίγουν από την ταινία είναι πάντοτε γόνιμο πεδίο για όλους. Θέλω να τονίσω ότι περιμένουμε με μεγάλη προσμονή την προσέγγιση των σκηνοθετών και λοιπών σχολιαστών που συμμετέχουν στις παρουσιάσεις μας και που δεν προέρχονται από τον χώρο της ψυχανάλυσης, εφόσον μας μαθαίνουν τον τρόπο που εκείνοι «βλέπουν» την ταινία, με τα δικά τους εργαλεία. Πρόκειται για μια ζωντανή επικοινωνία, που καθένας παίρνει κάτι από τη «γλώσσα», τα σημαίνοντα, τα σημαινόμενα και την ερμηνεία του άλλου.
Θα ήθελα επίσης να τονίσω πως οι ταινίες μάς επιτρέπουν να εντοπίζουμε αυτό που επαναλαμβάνεται ανεξάρτητα από την εποχή, αλλά και να ακολουθούμε τους νεωτερισμούς της εποχής, να είμαστε ενήμεροι για το επίκαιρο στο οποίο μας καλεί να μετέχουμε ο καλλιτέχνης.
– Τι περισσότερο μπορεί να προσφέρει η ψυχαναλυτική ανάλυση μιας ταινίας από οποιαδήποτε άλλη; Τι μπορεί να κερδίσει ένας θεατής από τη διαδικασία;
Συχνά έχουμε ακούσει από γνωστούς και φίλους που δεν είναι ψυχαναλυτές και παρακολουθούν τη συζήτηση ότι δεν είχαν κατανοήσει την ταινία σε τέτοιο βάθος πριν ακούσουν τα σχόλιά μας. Μπορούμε να το παρομοιάσουμε με το «ξάφνιασμα» που προκαλεί η ερμηνεία του αναλυτή κατά την ψυχαναλυτική διαδικασία, σαν ξαφνικά να τραβάει κάποιος την κουρτίνα και να αποκαλύπτεται αυτό που βρίσκεται από πίσω, ακόμα κι αν κάποιες φορές είναι δυσάρεστο ή αινιγματικό.
Η ψυχανάλυση έρχεται να μιλήσει για αυτό που δεν είναι προφανές και έκδηλο. Όπως και στα μορφώματα του ασυνειδήτου, για παράδειγμα στο όνειρο, υπάρχει πάντοτε το έκδηλο περιεχόμενο που αφηγούμαστε, αλλά και το ασυνείδητο που βρίσκεται ανάμεσα στις γραμμές και τις διατυπώσεις. Η ψυχανάλυση δεν χαϊδεύει τα αυτιά. Μάλιστα, αναδεικνύει πτυχές της ανθρώπινης φύσης, όπως τις καταστροφικές ενορμήσεις και την ενόρμηση του θανάτου, ή τον τρόπο που απολαμβάνει ο άνθρωπος, που δεν είναι και τόσο αλτρουιστικός. Τέτοιες αναγνώσεις μπορεί να σπείρουν αμφιβολίες ή και να ανατρέψουν την οπτική που διατηρούσε μέχρι τότε για τα πράγματα ο θεατής. Αυτό, αν θέλετε, είναι και το στοίχημα για εμάς: όχι μόνο να δώσουμε απαντήσεις, αλλά μάλλον να εγείρουμε ερωτήματα και να εξάψουμε την περιέργεια του θεατή για γνώση, για γνώση του ασυνειδήτου.
– Πιστεύετε ότι η εμπειρία των προβολών προσφέρεται για ανθρώπους που ίσως φοβούνται να μπουν στη διαδικασία της ψυχανάλυσης, λόγω στιγματισμού ή φόβου; Γνωρίζετε αν υπάρχουν παραδείγματα ανθρώπων που ξεκίνησαν ψυχανάλυση μετά από τη συμμετοχή τους στις προβολές;
Η αλήθεια είναι πως γνωρίζουμε ανθρώπους που ξεκίνησαν ανάλυση με αφορμή κάτι που διακινήθηκε μέσα τους έπειτα από την παρακολούθηση μιας προβολής, και για εμάς αυτό είναι μια επιτυχία των προβολών. Πώς δηλαδή κάποια διατύπωση, τα σημαίνοντα και οι παρεμβάσεις που αφορούν την ταινία αγγίζουν προσωπικά κάποιον που παρακολουθεί, λειτουργούν σαν ερμηνεία για κάτι που τον αφορά ή κινητοποιούν ένα ερώτημα και θέτουν σε λειτουργία τη μεταβίβαση προς την ψυχανάλυση. Δηλαδή, την υπόθεση ότι μέσω της ψυχανάλυσης μπορεί να δημιουργηθεί μια διέξοδος για την υποκειμενική δυσφορία. Οι προβολές αυτές αποτελούν την πρόταση της ψυχανάλυσης που –γιατί όχι;– μπορεί να αποτελέσει και μια πρόσκληση για κάποιον να προσεγγίσει κάτι από το ασυνείδητό του.