ΠΩΣ ΒΙΩΣΕ Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΧΑΡΙ ΤΟΝ ΧΑΜΟ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΟΥ
Η αυτοβιογραφική «Ρεζέρβα» του Πρίγκιπα Χάρι πήρε τεράστια δημοσιότητα πριν ακόμα κυκλοφορήσει και έγινε best seller αμέσως μετά. Σε συνεργασία με τις εκδόσεις Πεδίο, δημοσιεύουμε ενδεικτικά αποσπάσματα από το βιβλίο, που ρίχνουν φως σε ένα από τα πιο δύσκολα κεφάλαια της ζωής του: τον τραγικό χαμό της Πριγκίπισσας Νταϊάνα.
Με το που κυκλοφόρησε το βιβλίο του Πρίγκιπα Χάρι –ταυτόχρονα σε όλο τον κόσμο– κατάφερε να μπει στη λίστα των Παγκόσμιων Ρεκόρ Γκίνες, ως «fastest-selling non-fiction book» όλων των εποχών. Ο τίτλος κατακτήθηκε γιατί την πρώτη μέρα κυκλοφορίας του πωλήθηκαν 1,43 εκατομμύρια αντίτυπα στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Μέχρι τότε, το ρεκόρ κατείχε το τέταρτο βιβλίο του Μπαράκ Ομπάμα, με τίτλο «A Promised Land» (2020), με 887.000 αντίτυπα.
Με όλα όσα έχουν συμβεί μετά τον γάμο του Χάρι με τη Μέγκαν και την απόφασή τους να κρατήσουν αποστάσεις –κυριολεκτικά και μεταφορικά– από τη βρετανική βασιλική οικογένεια, θα έλεγε κανείς πως ήταν αναμενόμενο να προσελκύσει τέτοιο ενδιαφέρον από τον κόσμο. Το μόνο που προβλημάτισε τους εκδότες ήταν η κατά λάθος διαρροή αντιτύπων στην Ισπανία λίγες μέρες νωρίτερα, που έδωσε τροφή για πηχυαίους τίτλους σε σκανδαλοθηρικές –και μη– εφημερίδες παντού.
Ο Πρίγκιπας Χάρι και η «Ρεζέρβα»
Ο τίτλος του αυτοβιογραφικού βιβλίου του (το οποίο γράφτηκε με τη συνδρομή διακεκριμένου ghostwriter) είναι «Ρεζέρβα» και ο ίδιος εξηγεί την προέλευσή του: «Ο Γουίλι ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος από μένα. Αυτός ήταν ο διάδοχος ενώ εγώ ήμουν η ρεζέρβα.
»Δεν ήταν απλώς ότι μας αποκαλούσαν έτσι οι εφημερίδες – που όντως μας αποκαλούσαν. Ήταν μια έκφραση που τη χρησιμοποιούσαν συχνά ο μπαμπάς, η μαμά και ο παππούς. Ακόμη και η γιαγιά. Ο διάδοχος και η ρεζέρβα. Δεν υπήρχε τίποτα το υποτιμητικό σε αυτόν τον χαρακτηρισμό, αλλά ούτε και καμία ασάφεια. Εγώ ήμουν η σκιά, η εφεδρεία, το Σχέδιο Β. Με έφεραν στον κόσμο για την περίπτωση που θα συνέβαινε κάτι στον Γουίλι. Καλούμουν να παρέχω στήριξη, αντιπερισπασμό και, αν ήταν απαραίτητο, κάποιο ανταλλακτικό. Ένα νεφρό, ίσως. Μια μετάγγιση αίματος. Λίγο μυελό των οστών. Όλα αυτά μου τα είχαν ξεκαθαρίσει από την αρχή της ζωής μου και μου τα επαναλάμβαναν τακτικά από τότε».
Πέρα από τα κουτσομπολιά
Στις συνεντεύξεις που έδωσε ο Πρίγκιπας Χάρι για να προωθήσει την αυτοβιογραφία του, ανέφερε ότι η πρώτη εκδοχή της είχε διπλάσιες σελίδες, αλλά αποφάσισε να αφήσει εκτός κομμάτια που θα προκαλούσαν ακόμα μεγαλύτερη ένταση στις σχέσεις με τον πατέρα του, Βασιλιά Κάρολο, και τον αδελφό του και διάδοχο του θρόνου. «Γιατί δεν νομίζω ότι θα μπορούσαν να με συγχωρέσουν ποτέ», είπε χαρακτηριστικά.
Γιατί, λοιπόν, να διαβάσει κάποιος τη «Ρεζέρβα», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πεδίο; Τι έχει να αποκομίσει πέρα από ό,τι εμπίπτει στην κατηγορία «κουτσομπολιό»; Για μένα, εκείνο που κάνει το βιβλίο ενδιαφέρον είναι ό,τι σε φέρνει πιο κοντά στον άνθρωπο Χάρι. Οι πιο ουσιαστικές κουβέντες που θα έκανες με έναν φίλο σου. Που ναι, θα σου έλεγε και πώς γνώρισε την γκόμενά του, αλλά θα κατάφερνε να ανοιχτεί για πιο βαθιά και σημαντικά. Να μοιραστεί μαζί σου, με όλη τη σημασία της λέξης.
Επιλέξαμε να αναδημοσιεύσουμε αποσπάσματα που αφορούν τον αντίκτυπο που είχε στη ζωή του Χάρι ο τραγικός θάνατος της μητέρας τους, Πριγκίπισσας Νταϊάνα. Από την ημέρα του δυστυχήματος στο Παρίσι, στις 30 Αυγούστου 1997, την ημέρα της ταφής της και το μετά. Από εδώ και πέρα, τα συμπεράσματα δικά σας.
Απόσπασμα #1: Ο Πρίγκιπας Χάρι μαθαίνει για τον θάνατο της Νταϊάνα
Ο Γουίλι κι εγώ κάναμε γρήγορα το βραδινό μας μπάνιο, φορέσαμε τις πιτζάμες μας και καθίσαμε ανυπόμονοι μπροστά στην τηλεόραση. Έφτασαν υπηρέτες με δίσκους γεμάτους πιάτα σκεπασμένα με ασημένια θολωτά καλύμματα. Άφησαν τους δίσκους σε ξύλινες βάσεις και έπειτα αστειεύτηκαν μαζί μας όπως έκαναν πάντα και μας ευχήθηκαν καλή όρεξη.
Υπηρέτες, πορσελάνινα σερβίτσια... Ακούγεται πολύ αριστοκρατικό, και φαντάζομαι ότι ήταν, αλλά κάτω από αυτά τα ασημένια καλύμματα υπήρχαν παιδικά φαγητά: ψαροκροκέτες, πίτα κότατζ με πουρέ και κρέας, ψητό κοτόπουλο, αρακάς.
Ήρθε η Μέιμπελ, η γκουβερνάντα μας, που κάποτε ήταν γκουβερνάντα του μπαμπά. Καθώς τρώγαμε όλοι, ακούσαμε τον μπαμπά να περνά φορώντας τις παντόφλες του, γυρίζοντας από το μπάνιο του. Κρατούσε το «ασύρματο», όπως αποκαλούσε το φορητό CD player στο οποίο άκουγε τα βιβλία του καθώς μούλιαζε στο νερό. Ο μπαμπάς ήταν σαν ρολόι, έτσι όταν τον ακούγαμε στον διάδρομο ξέραμε ότι η ώρα κόντευε οκτώ. Μισή ώρα αργότερα ακούσαμε τους πρώτους ήχους από τη βραδινή μετανάστευση των μεγάλων στο ισόγειο, και έπειτα τις πρώτες νότες από τις γκάιντες. Τις επόμενες δύο ώρες οι μεγάλοι θα ήταν αιχμάλωτοι στο Μπουντρούμι Φαγητού, αναγκασμένοι να κάθονται γύρω από ένα μακρόστενο τραπέζι, να κοιτάζουν με δυσκολία ο ένας τον άλλον υπό το αμυδρό φως ενός κηροπήγιου σχεδιασμένου από τον πρίγκιπα Αλβέρτο, να κάθονται με ολόισια την πλάτη μπροστά από τα πορσελάνινα πιάτα και τα κρυστάλλινα ποτήρια που ήταν τοποθετημένα από το προσωπικό με απόλυτη ακρίβεια και συμμετρία (χρησιμοποιούσαν μεζούρες), να τσιμπολογούν αυγά ορτυκιού και καλκάνι, να κάνουν ψιλοκουβέντα στριμωγμένοι μέσα στα καλύτερα ενδύματά τους. Σμόκιν, σκληρά μαύρα παπούτσια, σκωτσέζικο παντελόνι. Ίσως ακόμη και κιλτ.
Τι κόλαση, να είσαι μεγάλος! σκέφτηκα.
Ο μπαμπάς πέρασε να μας δει κατεβαίνοντας για το δείπνο. Είχε αργήσει, αλλά σταμάτησε και σήκωσε επιδεικτικά ένα ασημένιο κάλυμμα –Μμμ, μακάρι να έτρωγα κι εγώ απ' αυτό!– και μύρισε με μια βαθιά εισπνοή. Μύριζε συνέχεια διάφορα πράγματα. Φαγητά, τριαντάφυλλα, τα μαλλιά μας. Πρέπει να ήταν κυνηγόσκυλο σε προηγούμενη ζωή του. Ίσως μύριζε με τόσο βαθιές εισπνοές γιατί δυσκολευόταν να μυρίσει οτιδήποτε λόγω της δικής του μυρωδιάς. Κολόνια Eau Sauvage. Την άπλωνε στα μάγουλα, στον λαιμό, στο πουκάμισό του. Λουλουδάτο άρωμα με μια υποψία από κάτι αψύ, σαν πιπέρι ή μπαρούτι. Φτιαγμένη στο Παρίσι, το έλεγε στο μπουκάλι. Πράγμα που με έκανε να σκεφτώ τη μαμά.
Ναι, Χάρι, η μαμά είναι στο Παρίσι.
Το διαζύγιό τους είχε οριστικοποιηθεί πριν από έναν χρόνο. Σχεδόν σαν σήμερα.
Να είστε φρόνιμοι, παιδιά.
Ναι, μπαμπά.
Μην αργήσετε να πέσετε για ύπνο.
Έφυγε. Η κολόνια του έμεινε.
Ο Γουίλι κι εγώ τελειώσαμε το φαγητό μας, είδαμε τηλεόραση για λίγο ακόμη και μετά σηκωθήκαμε για τα συνηθισμένα μας παιχνίδια πριν πέσουμε για ύπνο. Καθίσαμε στο πάνω σκαλοπάτι μιας πλευρικής σκάλας για να κρυφακούσουμε τους μεγάλους, ελπίζοντας να πουν κάποια ανάρμοστη λέξη ή ιστορία. Τρέχαμε πάνω κάτω στους μεγάλους διαδρόμους, υπό το άγρυπνο βλέμμα δεκάδων ταριχευμένων ελαφοκεφαλών. Κάποια στιγμή πέσαμε πάνω στον γκαϊντιέρη της γιαγιάς. Ρυτιδωμένος, με αχλαδωτό σώμα, φουντωτά φρύδια και κιλά από τουίντ, πήγαινε όπου πήγαινε η γιαγιά γιατί της άρεσε ο ήχος της γκάιντας, όπως άρεσε και στη Βικτωρία, ενώ λέγεται ότι, αντίθετα, ο Αλβέρτος την αποκαλούσε «απαίσιο όργανο». Όσο ξεκαλοκαιριάζαμε στο Μπαλμόραλ, η γιαγιά του είχε δώσει εντολή να την ξυπνά το πρωί με την γκάιντα και να παίζει επίσης όταν εκείνη πήγαινε για το βραδινό φαγητό.
Η γκάιντα έμοιαζε με μεθυσμένο χταπόδι, με τη διαφορά ότι τα κρεμαστά πλοκάμια της ήταν από σκούρο μαόνι εγχάρακτο με ασήμι. Την είχαμε ξαναδεί πολλές φορές, αλλά εκείνο το βράδυ προσφέρθηκε να μας αφήσει να την κρατήσουμε. Να δοκιμάσουμε να παίξουμε.
Σοβαρά;
Ελάτε.
Δεν καταφέραμε να βγάλουμε κανέναν ήχο από την γκάιντα πέρα από μερικές ασήμαντες στριγκλιές. Δεν είχαμε αρκετή δύναμη για να τη φουσκώσουμε. Ο γκαϊντιέρης όμως είχε έναν θώρακα σε μέγεθος βαρελιού του ουίσκι, και την έκανε να μουγκρίζει και να ουρλιάζει.
Τον ευχαριστήσαμε για το μάθημα, τον καληνυχτίσαμε και έπειτα επιστρέψαμε στο παιδικό δωμάτιο, όπου η Μέιμπελ παρακολούθησε για να βεβαιωθεί ότι βουρτσίσαμε τα δόντια μας και πλύναμε καλά το πρόσωπό μας. Μετά, στο κρεβάτι.
Το κρεβάτι μου ήταν ψηλό, έπρεπε να πηδήξω για να ανεβώ πάνω, και μετά κυλούσα στο βουλιαγμένο κέντρο του. Ήταν σαν να σκαρφαλώνεις σε βιβλιοθήκη και μετά να κατρακυλάς σε όρυγμα. Τα σκεπάσματα ήταν καθαρά, κολλαριστά, σε διάφορες αποχρώσεις του λευκού. Σεντόνια σε απόχρωση αλάβαστρου, κουβέρτες κρεμ, παπλώματα σε μια απόχρωση σαν τσόφλι αυγού, (Πολλά είχαν ραμμένα πάνω τους τα αρχικά ΕΡ, Ελίζαμπεθ Ρετζίνα, Ελισάβετ Βασίλισσα.) Τα πάντα ήταν τεντωμένα σαν δέρμα ταμπούρλου και τόσο καλοστρωμένα, που διέκρινες εύκολα τα συσσωρευμένα σκισίματα και τις μπαλωμένες τρύπες ενός αιώνα.
Τράβηξα τα σκεπάσματα μέχρι πάνω γιατί δεν μου άρεσε το σκοτάδι. Ή μάλλον όχι απλώς δεν μου άρεσε – το απεχθανόμουν. Το ίδιο και η μαμά, μου το είχε πει. Το είχα κληρονομήσει από αυτή, σκέφτηκα, μαζί με τη μύτη της, τα γαλανά μάτια της, την αγάπη της για τους ανθρώπους, την απέχθειά της για την αυταρέσκεια, την προσποίηση και τις επιδείξεις πλούτου και πολυτέλειας. Με θυμάμαι κάτω από τα σκεπάσματα να κοιτάζω στο σκοτάδι ακούγοντας κροταλίσματα εντόμων και κραυγές κουκουβάγιας. Φανταζόμουν άραγε μορφές να γλιστρούν στους τοίχους; Άραγε κοίταζα τη φωτεινή λωρίδα που υπήρχε πάντα στο πάτωμα γιατί επέμενα να αφήνουν λίγο ανοιχτή την πόρτα; Πόση ώρα πέρασε μέχρι να με πάρει ο ύπνος; Με άλλα λόγια, πόση παιδικότητα υπήρχε ακόμη στη ζωή μου, και πόσο την απολάμβανα και την εκτιμούσα, μέχρι εκείνη τη στιγμή που ξύπνησα θολωμένος...
Μπαμπά;
Στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι και με κοίταζε. Με το λευκό νυχτικό του έμοιαζε με φάντασμα σε θεατρικό έργο.
Ναι, αγαπητό μου παιδί.
Με κοίταξε με ένα μισοχαμόγελο, μετά απέστρεψε το βλέμμα.
Το δωμάτιο δεν ήταν σκοτεινό πια. Δεν ήταν ούτε φωτεινό. Μια παράξενη ενδιάμεση κατάσταση, σχεδόν καστανωπή, σχεδόν σαν το νερό στην παλιά μπανιέρα.
Με κοίταξε με τρόπο παράξενο, με έναν τρόπο που δεν με είχε ξανακοιτάξει ποτέ. Με... φόβο;
Τι είναι, μπαμπά;
Κάθισε στο κρεβάτι. Έφερε το χέρι του στα γόνατά μου. Αγαπητό μου παιδί, η μαμά τράκαρε με το αυτοκίνητο.
Θυμάμαι να σκέφτομαι: Τράκαρε... Εντάξει. Αλλά είναι καλά, σωστά;
Θυμάμαι έντονα εκείνη τη σκέψη που πέρασε από τον νου μου. Και περίμενα υπομονετικά να επιβεβαιώσει ο μπαμπάς ότι η μαμά όντως ήταν καλά.
Και δεν το έκανε.
Τότε κάτι συνέβη μέσα μου. Άρχισα να εκλιπαρώ σιωπηρά τον μπαμπά, ή τον Θεό, ή και τους δύο: Όχι, όχι, όχι.
Ο μπαμπάς κοίταξε τις πτυχές από τα παλιά παπλώματα και τις κουβέρτες και τα σεντόνια. Υπήρξαν επιπλοκές. Η μαμά τραυματίστηκε πολύ άσχημα και την πήγαν στο νοσοκομείο, αγαπητό μου παιδί.
Πάντα με αποκαλούσε «αγαπητό μου παιδί», αλλά τώρα το έλεγε συνέχεια. Η φωνή του ήταν σιγανή. Φαινόταν σοκαρισμένος.
Α. Στο νοσοκομείο;
Ναι. Με κακώσεις στο κεφάλι.
Μίλησε καθόλου για παπαράτσι; Είπε ότι την κυνηγούσαν; Δεν νομίζω. Δεν παίρνω όρκο, αλλά κατά πάσα πιθανότητα όχι. Οι παπαράτσι ήταν τόσο μεγάλο πρόβλημα για τη μαμά, για όλους, που δεν χρειαζόταν να το πει. Σκέφτηκα πάλι: Τραυματίστηκε... αλλά είναι εντάξει. Την πήγαν στο νοσοκομείο, θα την κάνουν καλά και θα πάμε να τη δούμε. Σήμερα. Ή το αργότερο μέχρι το βράδυ.
Προσπάθησαν, αγαπητό μου παιδί. Δυστυχώς δεν κατάφεραν να τη σώσουν.
Αυτές οι φράσεις παραμένουν στον νου μου σαν βελάκια καρφωμένα σε στόχο. Έτσι ακριβώς το είπε, είμαι σίγουρος γι' αυτό. Δεν κατάφεραν να τη σώσουν. Και μετά μου φάνηκε ότι όλα σταμάτησαν.
Όχι, λάθος. Δεν μου φάνηκε. Δεν υπήρχε τίποτα το φαινομενικό. Τα πάντα σταμάτησαν, ξεκάθαρα, ολοκληρωτικά, αμετάκλητα.
Δεν υπάρχει πλέον τίποτα στη μνήμη μου απ' ό,τι του είπα. Μπορεί να μην είπα και τίποτα. Εκείνο που θυμάμαι με εντυπωσιακή διαύγεια είναι ότι δεν έκλαψα. Ούτε ένα δάκρυ.
Ο μπαμπάς δεν με αγκάλιασε. Δεν του ήταν εύκολο να εκδηλώσει συναισθήματα ακόμη και υπό κανονικές συνθήκες, πώς λοιπόν να περιμένεις να τα εκδηλώσει σε μια τέτοια κρίσιμη κατάσταση; Όμως έβαλε για άλλη μια φορά το χέρι στο γόνατό μου και είπε: Όλα θα πάνε καλά.
Ακόμη κι αυτό ήταν πολύ για τον μπαμπά. Μια πατρική φράση, μια καλοσυνάτη προσπάθεια να μου δώσει κουράγιο. Και μια φράση που ήταν εντελώς ψέμα.
Απόσπασμα #2: Η στιγμή της ταφής
Όταν έφτασε τελικά η νεκροφόρα στο Άλθορπ, έβγαλαν το φέρετρο, και από μια πράσινη σιδερένια γέφυρα που είχαν κατασκευάσει εσπευσμένα μηχανικοί του στρατού το μετέφεραν σε ένα μικρό νησί μέσα στη λίμνη, όπου το τοποθέτησαν πάνω σε μια πλατφόρμα. Ο Γουίλι κι εγώ πήγαμε στο νησί από την ίδια γέφυρα. Έλεγαν ότι τα χέρια της μαμάς ήταν σταυρωμένα στο στήθος της και ανάμεσά τους είχαν βάλει μια φωτογραφία με εμένα και τον Γουίλι, ίσως τους μοναδικούς δύο άνδρες που την αγαπούσαν αληθινά – σίγουρα τους δύο που την αγαπούσαν περισσότερο. Θα της χαμογελούσαμε μέσα στο σκοτάδι ως την αιωνιότητα, και καθώς έβγαλαν τη σημαία και χαμήλωσαν το φέρετρο στον λάκκο, ήταν ίσως αυτή η εικόνα που με έκανε τελικά να σπάσω. Το σώμα μου τραντάχτηκε και το στόμα μου άνοιξε, κι άρχισα να κλαίω με ασυγκράτητους λυγμούς κρύβοντας το πρόσωπο στα χέρια μου.
Ντρεπόμουν που παραβίαζα τον κανόνα της οικογένειας, αλλά δεν μπορούσα να το κρατήσω άλλο μέσα μου.
Δεν πειράζει, καθησύχαζα τον εαυτό μου. Δεν πειράζει. Δεν υπάρχουν φωτογραφικές μηχανές.
Άλλωστε, δεν έκλαιγα επειδή πίστευα ότι η μητέρα μου ήταν μέσα σε εκείνο τον λάκκο. Ή σε εκείνο το φέρετρο. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην το πιστέψω ποτέ αυτό, ό,τι κι αν έλεγαν όλοι.
Όχι, έκλαιγα με την ιδέα και μόνο ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Θα ήταν αφόρητα τραγικό, σκέφτηκα, αν ήταν αλήθεια.
Απόσπασμα #3: Ο άτακτος Πρίγκιπας Χάρι
Δεν θυμάμαι ποιος χρησιμοποίησε πρώτος αυτή τη λέξη. Κάποιος δημοσιογράφος, κατά πάσα πιθανότητα. Ή κάποιος καθηγητής μου. Όποιος κι αν ήταν, καθιερώθηκε και κυκλοφόρησε. Μου είχαν αποδώσει τον ρόλο μου στο αιώνιο βασιλικό μελόδραμα. Πολύ πριν φτάσω σε ηλικία που να μπορώ να πίνω μπίρα (νόμιμα), είχε γίνει δόγμα.
Ο Χάρι; Ναι, είναι ο άτακτος.
Ο χαρακτηρισμός του «άτακτου» έγινε μια παλίρροια ενάντια στην οποία κολυμπούσα, ένας μετωπικός άνεμος ενάντια στον οποίο πετούσα, μια καθημερινή προοπτική που δεν μπορούσα να αποτινάξω από πάνω μου.
Δεν ήθελα να είμαι άτακτος. Ήθελα να είμαι ευγενής. Ήθελα να είμαι καλός, να δουλεύω σκληρά, να μεγαλώσω και να κάνω κάτι ουσιαστικό στη ζωή μου. Όμως κάθε αμάρτημα, κάθε παραστράτημα, κάθε αναποδιά, ενεργοποιούσε την ίδια αυτή χιλιοειπωμένη ετικέτα, και την ίδια δημόσια καταδίκη, και έτσι επιβεβαίωνε τη συμβατική κοινή γνώμη που με ήθελε να είμαι άτακτος από τη φύση μου.
Τα πράγματα μπορεί να ήταν διαφορετικά αν έπαιρνα καλούς βαθμούς. Δεν έπαιρνα όμως, και το ήξεραν όλοι. Οι έλεγχοί μου δημοσιοποιούνταν. Και όλη η Κοινοπολιτεία γνώριζε τις δυσκολίες μου στο σχολείο, οι οποίες οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι ήμουν ανάμεσα σε πολύ καλύτερους μαθητές στο Ίτον.
Ωστόσο κανείς δεν μίλησε ποτέ για το άλλο πιθανό αίτιο.
Τη μαμά.
Η μελέτη, η αυτοσυγκέντρωση, απαιτεί να έχεις μια «συμμαχία» με τη σκέψη σου, κι εγώ στα εφηβικά μου χρόνια βρισκόμουν σε ολοκληρωτική εμπόλεμη κατάσταση με τη δική μου. Έδιωχνα συνέχεια τις πιο σκοτεινές σκέψεις, τους πιο βαθείς φόβους – και τις πιο όμορφες αναμνήσεις. (Όσο πιο όμορφη η ανάμνηση, τόσο πιο αφόρητος ο πόνος.) Είχα ανακαλύψει διάφορες στρατηγικές για να το κάνω αυτό, μερικές υγιείς, μερικές όχι, αλλά όλες πολύ αποτελεσματικές, και όταν αυτές δεν ήταν διαθέσιμες –για παράδειγμα, όταν ήμουν αναγκασμένος να καθίσω ήρεμα και να διαβάσω ένα βιβλίο– φρίκαρα. Όπως ήταν φυσικό, απέφευγα αυτές τις καταστάσεις.
Απέφευγα με κάθε θυσία να καθίσω ήρεμα και να διαβάσω ένα βιβλίο.
Σε κάποιο σημείο συνειδητοποίησα ότι βάση όλης της εκπαίδευσης είναι η μνήμη. Λίστες με ονόματα, στήλες με αριθμούς, μαθηματικοί τύποι, ένα ωραίο ποίημα – για να τα μάθεις όλα αυτά, έπρεπε να τα «ανεβάσεις» στο μέρος του εγκεφάλου που αποθηκεύει πληροφορίες, όμως αυτό ακριβώς ήταν το μέρος στο οποίο αντιστεκόμουν. Η μνήμη μου είχε κενά από τότε που εξαφανίστηκε η μαμά, κάτι που ήταν σκόπιμο, και δεν ήθελα να το διορθώσω, γιατί μνήμη σήμαινε πόνος.
Η λήθη ήταν βάλσαμο.
Απόσπασμα #4: Η άρνηση
Συχνά το έλεγα στον εαυτό μου μόλις ξυπνούσα το πρωί; Ίσως σήμερα να είναι η μέρα.
Το έλεγα μετά το πρωινό: Μπορεί να εμφανιστεί σήμερα το πρωί.
Το έλεγα μετά το μεσημεριανό: Μπορεί να εμφανιστεί σήμερα το απόγευμα. Σε τελική ανάλυση, είχαν περάσει τέσσερα χρόνια. Σίγουρα είχε βρει κάπου ένα ασφαλές μέρος για να ζήσει, είχε φτιάξει μια νέα ζωή, μια νέα ταυτότητα. Ίσως να εμφανιστεί σήμερα επιτέλους, να δώσει συνέντευξη Τύπου, να σοκάρει τον κόσμο. Και αφού απαντούσε στις ερωτήσεις που της φώναζαν οι κατάπληκτοι δημοσιογράφοι, θα έσκυβε στο μικρόφωνο και θα έλεγε: Γουίλιαμ! Χάρι! Αν με ακούτε, ελάτε κοντά μου!
Τη νύχτα έβλεπα μπερδεμένα όνειρα. Ήταν ουσιαστικά το ίδιο όνειρο, αν και τα σενάρια και τα ρούχα μπορεί να άλλαζαν λίγο. Μερικές φορές διοργάνωνε μια θριαμβευτική επιστροφή. Άλλες τη συναντούσα απλώς καθώς πήγαινα κάπου. Σε μια γωνία, σε ένα μαγαζί. Ήταν πάντα μεταμφιεσμένη. Φορούσε μια μεγάλη ξανθιά περούκα. Ή μεγάλα μαύρα γυαλιά. Αλλά πάντα την αναγνώριζα.
Έκανα ένα βήμα πιο κοντά, της ψιθύριζα: Μαμά; Εσύ είσαι;
Προτού προλάβει να απαντήσει, προτού προλάβω να μάθω πού ήταν, γιατί δεν είχε επιστρέψει, ξυπνούσα.
Κοίταζα γύρω στο δωμάτιο νιώθοντας τη συντριβή της απογοήτευσης.
Απλώς ένα όνειρο. Ξανά.
Μετά όμως έλεγα στον εαυτό μου. Ίσως αυτό σημαίνει... ότι σήμερα είναι η μεγάλη μέρα.
Ήμουν σαν εκείνους τους φανατικούς που πιστεύουν ότι την τάδε ημερομηνία θα γίνει η συντέλεια του κόσμου. Και όταν η ημερομηνία περνά χωρίς να συμβεί τίποτα, η πίστη τους παραμένει ακλόνητη.
Πρέπει να παρερμήνευσα τα σημάδια. Ή το ημερολόγιο.
Φαντάζομαι ότι βαθιά μέσα μου γνώριζε την αλήθεια. Η ψευδαίσθηση ότι η μαμά κρυβόταν, ότι προετοίμαζε την επιστροφή της, δεν ήταν ποτέ τόσο πραγματική ώστε να εξαλείψει τελείως την πραγματικότητα. Όμως την κάλυπτε αρκετά ώστε να μπορώ να αναβάλλω τη στιγμή που θα αντιμετώπιζα τη θλίψη μου.