ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΜΟ: ΜΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΗΡΑ ΟΛΟ ΤΟ «ΠΑΚΕΤΟ ΚΑΤΑΝΥΞΗΣ»
Για να περάσω το Πάσχα ευλαβικά, αποφάσισα πως έπρεπε να νηστέψω όλη τη Σαρακοστή και πως η Πάτμος με καλούσε για Ανάσταση. Αλλά δεν πήγαν όλα τόσο ευλαβικά...
Ο τελικός προορισμός αυτής της ιστορίας είναι η Πάτμος, αλλά πριν φτάσουμε εκεί θα μου επιτρέψεις να κάνω κάποιες συστάσεις. Υπήρξα το παιδί που έσερναν στην εκκλησία για να κοινωνήσει και που έπρεπε να κλειδώσουν το ψυγείο –και εμένα στο σπίτι– για να είμαι συνεπής στη νηστεία, την οποία μου έλεγαν ότι έπρεπε να κάνω, χωρίς να με ρωτήσουν αν ήθελα.
Ήμουν και το παιδί που τα καλοκαίρια πήγαινε στην Κατερίνη και στο κατηχητικό των Ευαγγελικών (θες να πούμε Ευαγγελιστών; Σε κάθε περίπτωση στη συγκεκριμένη γειτονιά ζει η θεία μου), για την παρέα, τις ιστορίες που άκουγα και είχαν αγάπη (αντί για «μην κάνεις αυτό, γιατί θα πάθεις εκείνο»), αλλά κυρίως για την γκοφρέτα και τον φρέσκο χυμό ή τα όποια άλλα σνακ προσφέρονταν στάνταρ και ακόμα πιο στάνταρ καταβρόχθιζα.
Γενικά, δεν θα έλεγες πως είχα μεγάλη επαφή με τα της θρησκείας, πέραν των βασικών, που από ένα σημείο κι έπειτα –όταν «αυτονομήθηκα» και μπορούσα να μην πηγαίνω παντού «σετάκι» με τη μάνα μου– άφησα στην άκρη.
Στον δρόμο για την Πάτμο, ας μιλήσουμε για πίστη
Στην ερώτηση αν πιστεύω, θα σου απαντήσω ότι πιστεύω στην ύπαρξη κάποιας ανώτερης δύναμης. Όχι γιατί έχω την ανάγκη να «ρίχνω» σε άλλους τα λάθη μου ή να τους επιτάσσω να λύνουν τα προβλήματα μου, αλλά επειδή δεν θεωρώ ότι είναι πολλές οι πιθανότητες να είμαστε εμείς, οι άνθρωποι, οι πιο φανταστικές οντότητες, σε ολόκληρο σύμπαν και στην ιστορία του. Αν κρίνω από το πώς έχουμε γίνει (η ανθρωπιά αγνοείται) θα έδινα και το ένα μου νεφρό για να μην είμαστε.
Επίσης, πιστεύω πολύ στην ενέργεια που εκπέμπουμε όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, το karma (δεν ξέρω αν ξέρεις, αλλά έχει απόλυτη σχέση με το dharma, τη ζωή με ήθος, αξιοπρέπεια και ενσυναίσθηση). Και μια που ανοίξαμε αυτήν τη συζήτηση, πιστεύω και στην αιωνιότητα των ψυχών.
Δεν πιστεύω σε κόλαση και παράδεισο, γιατί αρνούμαι να εκλάβω τη ζωή μου ως φοίτηση σε σχολείο, με έναν διευθυντή να με κρίνει διαρκώς και να αποφασίζει για τις τιμωρίες ή τις επιβραβεύσεις μου. Με κρίνω εγώ κάθε μέρα. Στο μυαλό μου η όποια ανώτερη ύπαρξη, όπως και αν τη λένε, δεν ασχολείται με μικρότητες, όπως το «Α, έκανες αυτό; Θα πάθεις αυτό, για να μάθεις». Μαθαίνω και με άλλους τρόπους, ευχαριστώ.
Εδώ θα σου παραθέσω ένα απόσπασμα από τα βιβλία της χριστιανικής θρησκείας, κατά το οποίο όταν η μητέρα του Ιησού πήγε σε ναό για να προσευχηθεί για τη ψυχή του γιου της που μόλις είχε πεθάνει, είδε μπροστά της τη μητέρα του Ιούδα. Την πλησίασε και της είπε: «Έλα να κλάψουμε για τα παιδιά μας».
Για εμένα αυτή είναι μια συνθήκη στην οποία μπορώ να πιστέψω – γιατί είναι ανώτερη, υπό την όποια έννοια.
Θα προσπεράσω τον αριθμό των πολέμων που έχουν γίνει ιστορικά στο όνομα της θρησκείας (δηλαδή, των εκπροσώπων της θρησκείας, γιατί, ξαναλέω, με τα γραπτά δεν έχω κάποιο θέμα, αφού αυτά ασχολούνται με την ουσία και όχι τα ανθρώπινα κατάλοιπα και τις φιλοδοξίες). Καθένας μπορεί να πιστεύει ό,τι θέλει και σε ό,τι θέλει, εφόσον βοηθά τη ψυχή του να είναι «ελαφριά».
Νηστεία, Πάτμος και κατάνυξη
Ό,τι διάβασες έως εδώ μπορείς να πεις ότι είναι εισαγωγικό σημείωμα για αυτό που έρχεται. Τι έρχεται; Η χρονιά που αποφάσισα πως θα ακολουθήσω το πρόγραμμα κάθε Χριστιανού πριν από το Πάσχα. Δηλαδή, νηστεία όλη τη Σαρακοστή, με την κορύφωση να αφορά επίσκεψη στην Πάτμο για την Ανάσταση. Αν αναρωτιέσαι πώς μου ήλθε αυτή η έκλαμψη, θα σου πω ότι αναζητούσα την αγαλλίαση της ψυχής μου και μια εμπειρία που δεν είχα ξαναζήσει, οικειοθελώς. Επίσης, είχα ένα καλό starting point: Δεν τρώω κρέας, οπότε αυτό που νιώθουν να στερούνται όσοι κάνουν νηστεία, για εμένα δεν ήταν θέμα.
Η μεγαλύτερη πρόκληση που εμφανίστηκε μπροστά μου δεν είχε να κάνει με το φαγητό, αλλά με την ουσία αυτού που ξέρεις ως νηστεία: για 40+ ημέρες δεν θα έβριζα κανέναν και δεν θα σκεφτόμουν άσχημα πράγματα, για κανέναν – συμπεριλαμβανομένου του εαυτού μου. Δεν θα έκανα και σεξ. Θα «άδειαζα» τον εαυτό μου, σε κάθε επίπεδο. Αν υλοποίησα το στόχο; Θα είμαι ειλικρινής: Όχι. Κυρίως δοκιμάστηκα στην επίσκεψη μου στην Πάτμο, που προφανώς δεν επελέγη τυχαία.
Το καράβι που πήγε την –εξόχως θρήσκα– ξαδέλφη μου, δυο φίλους μας κι εμένα στο βορειότερο νησί των Δωδεκανήσων χρειάστηκε πάνω από 10 ώρες να φτάσει στον προορισμό του. Να είναι καλά η Ιφιγένεια (η ξαδέλφη που είχε και την «τεχνογνωσία»), είχε μαζί της σνακ που βοηθούσαν να μην λιποθυμήσουμε από την πείνα, ενώ ήμασταν συνεπείς με τα έθιμα των ημερών. Όταν πατήσαμε το πόδι μας στο λιμάνι, τρέξαμε να βρούμε ένα εστιατόριο να βάλουμε στο στομάχι μας κάτι που να μας κρατήσει (είχα καταναλώσει περισσότερα σταφιδόψωμα από όσα μπορούσα να αντέξω). Δεν υπήρχε τίποτα ανοιχτό (Μεγάλη Παρασκευή, μεσημέρι). Περιοριστήκαμε σε ένα-δυο τοστ (χωρίς πρωτεΐνη) και χυμούς, που εξαφάνισα, δίνοντας όλο μου το είναι στο να μην εκραγώ (πεινούσα, λέμε).
Μετά αρχίσαμε την περιήγηση μας στο νησί, ξεκινώντας από το Ιερό Σπήλαιο της Αποκάλυψης. Εκεί κατά τας γραφάς ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής έγραψε καθ’ υπαγόρευση του Θεού την Αποκάλυψη, όταν εξορίστηκε στο νησί από τον αυτοκράτορα Δομιτιανό. Δεν είμαι σίγουρη ότι ξέρω τι είναι κατάνυξη, αλλά δεν ένιωσα ποτέ ότι πλησίασα περισσότερο σε αυτήν την έννοια, από ό,τι τα λεπτά που πέρασα στον συγκεκριμένο χώρο. Για τη συνέχεια, η ξεναγός μας (μην τα ξαναλέμε, η ξαδέλφη μου) μας πήγε στα μοναστήρια. Τι το ’θελε;
Μοναστήρια και Ε9
Το παιχνίδι της αγνότητας των σκέψεων μου κατά τη νηστεία χάθηκε στη γυναικεία μονή Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Εκεί με προκάλεσε περισσότερο ο «εξαποδώ», όταν είδα κλειδωμένες τις θύρες της εισόδου, πέντε λεπτά μετά το τέλος των ωρών του επισκεπτηρίου. Ναι, αργήσαμε. Εμείς κάναμε το λάθος. Πίστεψα ωστόσο πως, επειδή είναι άγιες ημέρες, θα υπάρχει μια κατανόηση. Όσο ανέβαινε η πίεση και έχανα τον αυτοέλεγχο, τόσο πιο τοξική γινόμουν. Μέχρι που μου φάνηκε ότι είδα δορυφορικές κεραίες στα κτίσματα που παρέπεμπαν περισσότερο σε μοναδικά τουριστικά θέρετρα, με θέα στο Ικάριο πέλαγος. Έγινα «πύραυλος» όταν έμαθα πως για να γίνει μια γυναίκα μοναχή πρέπει πρώτα να «γράψει» ό,τι έχει στο όνομα της στη μονή της αρεσκείας της. Οι σημειώσεις του Ε9 κρίνουν το πού μπορείς να αφοσιωθείς στο Θεό.
Αν δεν με πιστεύεις, μπορείς να αναζητήσεις τους σχετικούς νόμους «Περί Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου και Διοικήσεως Μοναστηριών», όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι, όταν κάποιος γίνεται μοναχός, είναι σαν να έχει πεθάνει και παραδίδει το σύνολο της περιουσίας του στο μοναστήρι, όπου θα μείνει έως το τέλος της ζωής του. Μετά τον θάνατο, η περιουσία κληρονομείται εκ νέου στη μονή. Προφανώς για όλα αυτά χρειάζονται υπογραφές σε σχετικά έγγραφα.
Εάν τώρα κάποιος μοναχός αποκτήσει κληρονομιά ή άλλο περιουσιακό στοιχείο (μέσω δωρεάς), περνούν και αυτά στη μονή – με τον δικαιούχο να έχει την επικαρπία της μισής περιουσίας.
Ανάσταση στο νησί της Αποκάλυψης
Πάμε όμως παρακάτω, γιατί μπορεί να μην τήρησα την υπόσχεση μου να μη βρίσω κάποιον και να μη σκεφτώ άσχημα για κάποιον, αλλά το ταξίδι είχε συνέχεια. Ανάσταση κάναμε στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, που από το 1999 ανήκει στη λίστα με τα μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Πρόκειται για ένα μέρος από αυτά που όταν βλέπεις μπροστά σου, θαυμάζεις την ανθρωπότητα και το μεγαλείο της. Στέκεται στην κορυφή λόγου επιβλητικά και είναι ορατή από όλα τα σημεία του νησιού. Η αρχιτεκτονική είναι τόσο ιδιαίτερη, που αναρωτιέσαι πώς μπορεί να κουβάλησαν τα υλικά και να τα έχτισαν όπως τα βλέπουμε, σε εποχές που δεν υπήρχε κάτι να κάνει τη ζωή των μαστόρων εύκολη.
Εν πάση περιπτώσει, προφανώς η παρέα μου δεν ήταν η μόνη που είχε αποφασίσει να κάνει Ανάσταση εκεί. Υπήρχαν και χιλιάδες άλλοι που είχαν την ίδια ιδέα. Οι περισσότεροι μάλλον είχαν ξεχάσει πού βρίσκονταν και τι ήθελαν να κάνουν (ποιος ήταν ο σκοπός της επίσκεψης), αν κρίνω από τις αγκωνιές που «τρώγαμε» όπως προσπαθούσαμε να περάσουμε στα ενδότερα του ναού και τις ουρές που ταίριαζαν περισσότερο στο mentality αυτών που δημιουργούνται στην εφορία, όχι σε εκκλησία. Η ξαδέλφη μου μας πήγε ώρες πριν το «Χριστός Ανέστη» που, από κεκτημένη ταχύτητα, σήμανε το τέλος της επίσκεψη μου. Μόλις το άκουσα, άναψα τη λαμπάδα και φίλησα σταυρωτά τους φίλους μου.
Η Ιφιγένεια και η Μαρία (η φίλη μας) ενημέρωσαν εμένα και τον Γιώργο πως θα έμεναν για τη συνέχεια, που έως τότε αγνοούσα ότι υπήρχε. Με το στομάχι να έχει βγει από την πλάτη, κινήσαμε με τον φίλο μας για το εστιατόριο όπου είχαμε κάνει κράτηση, για μαγειρίτσα (έδεσμα που επίσης δεν πλησιάζω γενικά, αλλά ανήκε στις εξαιρέσεις της Πάτμου).
Ο αέρας φυσούσε δαιμονισμένα και όταν φτάσαμε στο μαγαζί υπήρχε τόσος κόσμος, που αφενός καθίσαμε έξω (ανά τακτά χρονικά διαστήματα πιανόμασταν για να μην πετάξουμε, όπως πιάναμε και ό,τι υπήρχε πάνω στο τραπέζι για να μην προσγειωθεί κάτι στη Λέρο), αφετέρου πιο παγωμένο φαγητό δεν έχω φάει ποτέ – και είμαι από αυτούς που δεν ζεσταίνουν τα φαγητά πριν τα φάνε, γιατί βαριέμαι να περιμένω.
Περιττό να πω ότι πέρασαν άλλες χίλιες κακές σκέψεις από το μυαλό μου, πριν πάρουμε την κατιούσα και πάμε για ύπνο. Την επομένη αποζημιώθηκα για ό,τι δεν είχα φάει, σε μια παραλιακή ταβέρνα, και παρεμπιπτόντως ανακάλυψα πόσο ωραίο νησί είναι η Πάτμος, πέραν των θρησκευτικών της συνδέσεων.
Αν αισθάνθηκα την αγαλλίαση που αναζητούσα στην αρχή του task μου; Όχι. Είχα όμως, τη δυνατότητα να μοιραστώ μια εμπειρία με αγαπημένους φίλους και να δω ενδιαφέροντα πράγματα, που υπό άλλες συνθήκες δεν θα έβλεπα. Επίσης, αποφάσισα να επιστρέψω στην Πάτμο. Αλλά καλοκαίρι.
Υ.Γ.: Θυμάμαι να έκανα το τικ μου και στο κουτάκι της εξομολόγησης, πριν τη Θεία Κοινωνία, αλλά δεν είμαι σίγουρη αν ήταν εκείνη τη χρονιά ή άλλη. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι έκανα δύο τηλέφωνα έως ότου βρω την ενορία στην οποία ανήκα (βάσει του πού έμενα) και ένα τρίτο για να κλείσω ραντεβού με τον ιερέα. Επειδή έχω κάνει και ουσιαστική εξομολόγηση (μία φορά που το είχα ανάγκη, όχι ως εμπειρία αλλά για την επιβίωση μου), η συγκεκριμένη ήταν περισσότερο διαδικαστικού χαρακτήρα. Δεν πρέπει να κράτησε πεντάλεπτο. Δεν «έβγαλα» κάτι από τη ψυχή μου, γιατί δεν με ενέπνευσε και ο ιερέας. Εντωμεταξύ, το τι θεωρώ εγώ πως είναι αμαρτία και τι η εκκλησία είναι δεδομένο ότι απέχουν παρασάγγας. Όταν με ρώτησε για τις αμαρτίες μου, του ζήτησα να γίνει λίγο πιο συγκεκριμένος, μου είπε τα προφανή, ψέλλισα ένα δυο πράγματα και καθάρισα. Αλλά δεν «καθάρισα». Και δεν θεώρησα δεδομένη τη συγχώρεση.