© Βαλέρια Ισάεβα

«ΟΧΙ ΕΓΩ»: Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΖΗΣΗΣ ΣΕΓΚΛΙΑΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΥΒΡΙΔΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΠΕΚΕΤ

Ο συνθέτης Ζήσης Σέγκλιας εξηγεί πώς το «Όχι εγώ», ένας θεατρικός μονόλογος του Σάμιουελ Μπέκετ, εξελίχθηκε στην παράσταση που θα δούμε στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

«Ένα υβρίδιο ανάμεσα σε μουσική, θέατρο, μουσικό θέατρο, σκηνική εγκατάσταση και ποίηση, στο κέντρο του οποίου τοποθετείται η φωνή». Έτσι ορίζει ο συνθέτης Ζήσης Σέγκλιας την παράσταση «Όχι εγώ», που θα παρουσιαστεί στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο ΚΠΙΣΝ. Αφετηρία είναι το «Όχι εγώ» του Σάμιουελ Μπέκετ, που θεωρείται μία από τις πιο δαιμονιώδεις και απαιτητικές σελίδες του παγκόσμιου θεατρικού ρεπερτορίου.

Είναι ο λεκτικός χείμαρρος μιας γυναίκας, που πυροδοτείται στον απόηχο ενός τραυματικού γεγονότος, εγγεγραμμένου στο σώμα και απωθημένου χρόνια από τη μνήμη. Ένας μονόλογος γραμμένος το 1972, με διάρκεια μόλις δεκαπέντε λεπτά και μια σαφή οδηγία από τον Μπέκετ: η ηθοποιός που θα τον ερμηνεύσει να τον αποδώσει απνευστί.

Μετά από ανάθεση της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, το «Όχι εγώ» θα παρουσιαστεί εκεί με τη δημιουργική σφραγίδα του συνθέτη Ζήση Σέγκλια και του σκηνοθέτη Σάββα Στρούμπου, σε συμπαραγωγή με την ομάδα Σημείο Μηδέν.

Το βιογραφικό του Ζήση Σέγκλια αναφέρει ότι η συνθετική του παραγωγή «εστιάζει στη σχέση ανάμεσα στον ήχο της φωνής και τη σημειολογία του, όπως αυτή ορίζεται από την γλώσσα». Πώς βρίσκει αυτό εφαρμογή σε ό,τι έκανε ο 38χρονος συνθέτης από την Έδεσσα για το «Όχι εγώ»; Ο ίδιος αναλαμβάνει να δώσει τις απαντήσεις και θα έλεγα ότι ο λόγος του έχει κάτι κοινό με τον θεατρικό μονόλογο του Μπέκετ: είναι χειμαρρώδης!

– Το «Όχι εγώ», ένας μονόλογος 15 λεπτών, μεταφέρεται στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ σε μία πολύ διαφορετική συνθήκη. Πώς θα μπορούσαμε να ορίσουμε το αποτέλεσμα;

Οι συνθήκες που διαμορφώνουν το τελικό αποτέλεσμα έχουν να κάνουν με τη φύση της δουλειάς μας από όλες τις απόψεις: συνθετικά, σκηνοθετικά, σκηνικά, ερμηνευτικά, μουσικά. Στο πρωτότυπο όλα τα παραπάνω είναι απολύτως συγκεκριμένα και ορισμένα από τον Μπέκετ.

Στη δικιά μας δουλειά δεν επιδιώκουμε ούτε κάποια μεταφορά αλλά ούτε και κάποια διασκευή. Αυτό που παίρνουμε από το πρωτότυπο, πέρα από το κείμενο καθαυτό, είναι βασικά δομικά στοιχεία: η ταχυγλωσσία με την οποία εκφέρεται το κείμενο, η κατάσταση σοκ που βρίσκεται το στόμα, και τέλος όλο το σημασιολογικό περιεχόμενο τόσο του κειμένου αλλά και –κυρίως– της συνθήκης που το τοποθετεί ο Μπέκετ: ένα απομονωμένο στόμα σε μια μαύρη άβυσσο και έναν ανήμπορο να αντιδράσει ακροατή.

Όχι εγώ
© Ανδρέας Σιμόπουλος

Στη δικιά μας παράσταση αντί για ένα στόμα έχουμε δυο σώματα (Έβελυν Ασουάντ και Έλλη Ιγγλίζ), εγκλωβισμένα σε έναν κρατήρα-γλυπτό (σκηνική εγκατάσταση της Κατερίνας Παπαγεωργίου), ενώ ο Ακροατής (Μπάμπης Αλεφάντης) συνδέεται με τον κρατήρα με ένα κόκκινο νήμα το οποίο τυλίγει στο σώμα του κατά τη διάρκεια της παράστασης.

Παρότι εμφανώς διαφορετική, δεν θα έλεγα ότι η συνθήκη είναι διαφορετική, αλλά διευρυμένη, ανοιγμένη. Δεν ξέρω αν μπορούμε να ορίσουμε το αποτέλεσμα με λίγα λόγια, αλλά όπως φαίνεται από τον τρόπο της δουλειάς μας πρόκειται για ένα υβρίδιο ανάμεσα σε μουσική, θέατρο, μουσικό θέατρο, σκηνική εγκατάσταση και ποίηση, στο κέντρο του οποίου τοποθετείται η φωνή.

– Ποιος είναι ο ρόλος της μουσικής μέσα στο σύνολο;

Η μουσική παίζει σαφέστατα έναν σημαντικό ρόλο στο έργο. Δεν έχουμε σε καμία περίπτωση μουσική επένδυση όπως ίσως προϊδεάζει η θεατρική φύση του έργου. Η μουσική είναι παρούσα και στις φωνές, με δύο βασικούς τρόπους: το ίδιο το κείμενο είναι φτιαγμένο από τον Μπέκετ (και μεταφρασμένο από τον Θωμά Συμεωνίδη) έτσι, ώστε ο ήχος των λέξεων σε συνδυασμό με τις ρυθμικές ποιότητες που αναδεικνύει η ταχυγλωσσία να αναδεικνύουν μια ιδιότυπη μελωδικότητα μέσα από την φρενήρη πρόζα. Πέρα από αυτό, η αδυναμία του στόματος σε πολλές περιπτώσεις να αρθρώσει λόγο οδηγεί και σε τραγούδι, οπότε και η συνθήκη που βρίσκεται το στόμα διευρύνεται.

Περνώντας στη μουσική από το ενόργανο σύνολο (μουσική διεύθυνση: Νίκος Βασιλείου), και εδώ υπάρχει μια διαφορά σε σχέση με μια όπερα: η μουσική δεν συνοδεύει τις φωνές, ούτε σχολιάζει τις καταστάσεις, ούτε αφηγείται, ούτε δημιουργεί κάποιον χαρακτήρα. H μουσική κατά κάποιον τρόπο περιγράφει, φωτίζοντας ή σκιάζοντας, τον χώρο που βρίσκεται το στόμα: αυτή η κατάσταση ανοίγει, μεγεθύνεται, διογκώνεται, τόσο ως προς τη χρονική της διάρκεια όσο και ως προς τις αισθητικές, νοηματικές, φιλοσοφικές και ηχητικές της προεκτάσεις.

Όπως το στόμα προεκτείνεται σε δύο σώματα που όμως αναδύονται από τον ίδιο πυρήνα, έτσι και η μουσική αναλαμβάνει να ανιχνεύσει, να φωτίσει το σκοτάδι από και στο οποίο αιωρείται αυτό το στόμα. Ουσιαστικά η μουσική δημιουργεί τις αντηχήσεις του κειμένου, δραματουργικά ανοίγει τον χώρο για να αφουγκραστεί κανείς το κείμενο.

Σε ένα πιο ρητορικό επίπεδο, η μουσική θα μπορούσαμε να πούμε ότι αναλαμβάνει έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα: στο κείμενο του Μπέκετ γίνεται συνεχής αναφορά στο «βουητό», buzz στο πρωτότυπο. Αυτό το buzz είναι κατά κάποιον τρόπο μια σταθερά στο έργο του Μπέκετ και –όπως θέλω να πιστεύω– η παρουσία του και η συνομιλία του με τη φωνή είναι απόλυτα αντιληπτή κατά τη διάρκειας της παράστασης.

– Μπορούμε να πούμε ότι η συγκεκριμένη σύνθεση κατατάσσεται σε κάποιο μουσικό είδος ή δανείζεται στοιχεία από περισσότερα;

Αυτές οι κατηγοριοποιήσεις σπάνια πετυχαίνουν να δώσουν ένα ουσιαστικό στίγμα. Σε ό,τι έχει να κάνει με τη δημιουργία που δεν επιδιώκει να υπηρετήσει ή να καταταχθεί σε κάποιο είδος, θα έλεγα ότι η προσωπική γλώσσα καθορίζεται από το όραμα, τις καταβολές και τελικά την ίδια προσωπικότητα του εκάστοτε δημιουργού. Με αυτό το δεδομένο, είμαι σίγουρος ότι πολλά στοιχεία είναι αναγνωρίσιμα, αλλά δεν θέλω να προκαταβάλλω δίνοντας κατευθύνσεις.

Ζήσης Σέγκλιας
O Ζήσης Σέγκλιας. © Βαλέρια Ισάεβα
O Ζήσης Σέγκλιας.

– Πώς κινήθηκες στην πράξη ως συνθέτης; Πώς γίνεται η σύλληψη και η ανάπτυξη της ιδέας; Ρωτάω από την πλευρά του απλού ακροατή που αναρωτιέται πώς χτίζεται ένα τέτοιο –ή και κάθε– μουσικό έργο.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση διαφέρει η διαδικασία από τη συνηθισμένη, και αυτό γίνεται διότι έχουμε ένα υβριδικό έργο. Καίριο ρόλο σε αυτό παίζει η συνάντησή μου με τον σκηνοθέτη της παράστασης, Σάββα Στρούμπο, και την ομάδα Σημείο Μηδέν. Παρατηρώντας ότι έχουμε παρόμοιες αισθητικές και καλλιτεχνικές κατευθύνσεις αν και από διαφορετικές αφετηρίες (θέατρο-μουσική), αποφασίσαμε να επιχειρήσουμε έναν κοινό τρόπο δουλειάς, με συνεχή feedback ανάμεσά μας και ανάμεσα στα μέλη της ομάδας.

Έτσι, αρχικά μελετήσαμε το κείμενο του Μπέκετ και συζητήσαμε πάνω σε αυτό. Στη συνέχεια κάναμε εργαστήρια ερευνώντας το υλικό μέσα από αυτοσχεδιασμούς με τα μέλη της ομάδας. Αυτό το πρώτο υλικό το χρησιμοποίησα για να φτιάξω τα πρώτα σκίτσα της παράστασης, ώστε να δω πώς λειτουργούν σε ηθοποιούς (αντί για μουσικούς). Αφού προβάραμε τα σκίτσα, πήρα το υλικό που χρειαζόμουν από τις ηθοποιούς και στη συνέχεια έγραψα το φωνητικό κομμάτι της παρτιτούρας. Και πάλι το προβάραμε εκτενώς, ώστε να δω πώς μπορώ να το πλαισιώσω με τα όργανα.

Φυσικά, καθ’ όλη τη διαδικασία έχτιζα μέσα μου αλλά και σε συνεργασία με τον Σάββα Στρούμπο όλο το έργο, τη μεγάλη φόρμα. Είναι σημαντικό σε μια παραστατική μορφή τέχνης να υπάρχει από νωρίς –έστω και υπό διαμόρφωση– η μεγάλη εικόνα· η μορφή δηλαδή που θα έχει όλη αυτή η παράσταση από την αρχή μέχρι το τέλος. Όλα αυτά βέβαια είναι υπό αίρεση και μπορούν να αλλάξουν μέχρι και την τελευταία στιγμή, αλλά αυτό είναι και το ωραίο σε αυτή την περίπτωση, η ζωντανή σχέση με το υλικό και ο δυναμικός ρόλος του δημιουργού.

Η διαδικασία λοιπόν διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από τη σύνθεση ενός αμιγώς μουσικού έργου.

«Όχι εγώ»
© Ανδρέας Σιμόπουλος

– Από το δελτίο Τύπου για το «Όχι εγώ», στέκομαι σε μια φράση: «…καταλαμβάνει έναν χώρο άχρονο, με την ορχήστρα να προσφέρει σε αυτόν παλμό χωρίς πορεία, ήχο χωρίς αιτία, βάθος χωρίς όρια». Τι σκέψεις σου προκαλεί – σχετικές ή και όχι με την παράσταση;

Το συγκεκριμένο απόσπασμα είναι από το πρώτο σημείωμα που μου είχε ζητήσει η Εναλλακτική Σκηνή το καλοκαίρι του 2022. Σε εκείνο το χρονικό σημείο, και ενώ βρισκόμασταν ήδη μέσα στη δημιουργική διαδικασία, πολλά πράγματα είχαν ξεκαθαρίσει ενώ άλλα ήταν ακόμα ανοιχτά. Το συγκεκριμένο απόσπασμα αποδίδει ποιητικά την κατεύθυνση που ήξερα ότι θα κινηθώ ενορχηστρωτικά. Πλέον μπορώ να πω ότι σε μεγάλο βαθμό ισχύει. Θέλω να σταθώ κυρίως στην πορεία και την αιτία. Αυτές οι τελεολογικές έννοιες δεν αποτελούν κεντρικά ζητήματα στο έργο· δεν υπάρχει δηλαδή μια γραμμική πορεία ή ένας σκοπός ή μια κάθαρση, για να χρησιμοποιήσω μια ακόμα αριστοτελική έννοια (παρότι στο έργο η τραγικότητα με την έννοια της αρχαίας τραγωδίας υφίσταται από άλλες απόψεις).

– Πέρα από το «Όχι εγώ», σε τι φάση βρίσκεσαι δημιουργικά; Τι θα ήθελες να ξέρει ο κόσμος για τη δουλειά σου;

Το «Όχι εγώ» αποτελεί τη δεύτερη ανάθεση για έργο μουσικού θεάτρου μεγάλης κλίμακας έπειτα από το «To the Lighthouse» (φεστιβάλ Bregenz, 2017). Οπωσδήποτε είναι μια σημαντική δουλειά στην πορεία μου, κυρίως γιατί μου έδειξε έναν τρόπο δουλειάς που ξεφεύγει από τον συνηθισμένο και το σίγουρο είναι ότι βρίσκω μια μεγάλη προοπτική για το μέλλον σε αυτόν.

Πέρα από αυτό, για το 2023 συνεχίζω έναν κύκλο συνεργασιών με σολίστ και σύνολα με έδρα την Αυστρία, όπως οι Cantando Admont, Schallfeld Ensemble, Airborne Extended, Helēna Sorokina κ.ά. Για το 2024 προγραμματίζεται ένα νέο σκηνικό έργο σε συνεργασία με την Christie Finn, τους ExVoCo (Στουτγκάρδη) και τους Crossing Lines (Βαρκελώνη), για το οποίο θα υπάρξουν νεότερα σύντομα.

Καταλήγοντας, θα ήθελα να πω ότι η δημιουργία σε αυτό το πεδίο ενέχει μέσα της την έννοια της έρευνας και του πειραματισμού: αναζητώ και αφουγκράζομαι σε σχέση με αυτά που συμβαίνουν μέσα και γύρω μου. Είναι απολύτως δυναμική αυτή η κατάσταση και πέρα για πέρα αναζωογονητική και απελευθερωτική. Και αυτά δεν τα λέω για τη δικιά μου δουλειά μόνο, αλλά γιατί υπάρχει μια ολόκληρη κοινότητα (ή μάλλον πολλές) που οραματίζεται καλλιτεχνικά, πλατιά και σε βάθος, πέρα από τα γνωστά μουσικά είδη και τον όποιο παγιωμένο τρόπο να ακούμε και να προσλαμβάνουμε τον ήχο, που θεωρώ ότι αξίζει να τα γνωρίζει κανείς, έστω και ως μια πραγματικότητα.

– Ζούμε μια πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα κινητοποίηση σε πολιτισμικό επίπεδο, με επίκεντρο τις σπουδές υποκριτικής. Πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ την κατάσταση από τη σκοπιά σου ως συνθέτης;

Την κατάσταση δεν την αντιλαμβάνομαι ως συνθέτης αλλά ως εργαζόμενος στον καλλιτεχνικό τομέα και ως πολίτης. Θαυμάζω και χαίρομαι τον χώρο του θεάτρου που πρωτοστατεί ουσιαστικά σε αυτή την κινητοποίηση. Δεν μπορώ να πω το ίδιο και για τον μουσικό χώρο. Σε κάθε περίπτωση πάντως θεωρώ ότι το προχειρογραμμένο ΠΔ 85/2022 και η αντίδραση που προκάλεσε είναι μία πραγματικά πολύ καλή ευκαιρία να διαβαθμιστούν και να ανωτατοποιηθούν οι καλλιτεχνικές σπουδές όπως τους αξίζει.

Η παράσταση «Όχι εγώ» θα παρουσιαστεί στις 18, 19, 24, 25 Φεβρουαρίου & 2, 3 Μαρτίου 2023. Κλείσε εισιτήρια

SLOW MONDAY NEWSLETTER

Θέλεις να αλλάξεις τη ζωή σου; Μπες στη λογική του NOW. SLOW. FLOW.
Κάθε Δευτέρα θα βρίσκεις στο inbox σου ό,τι αξίζει να ανακαλύψεις.