«Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΥΠΗΡΞΕ Ο ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΞΕΝΟΣ»
Ο κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ και συνθέτης Χρυσόστομος Σταμούλης, σε μια συζήτηση περί πανδημίας, θανάτου, έρωτα, αγάπης και Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με παππού ψάλτη και συγγενείς που τηρούσαν τις θρησκευτικές παραδόσεις. Κάθε κυριακή πρωί, αντί να παρακολουθώ παιδικές σειρές στην τηλεόραση, πήγαινα στο Κατηχητικό. Κάθε Πάσχα, μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς συνοδεύαμε την περιφορά του Επιταφίου, ψέλνοντας τα εγκώμια.
Δεν θυμάμαι αν ως παιδί πίστευα ή αν ήθελα να πηγαίνω στην εκκλησία και να μεταλαμβάνω. Θυμάμαι όμως να ακούω φράσεις του τύπου «αυτόν θα τον τιμωρήσει ο Θεός». Από τη στιγμή που μπήκα στο γυμνάσιο, το μάθημα των Θρησκευτικών μού ήταν αδιάφορο και, όσο περνούσαν τα χρόνια, δεν ήθελα να έχω καμία σχέση με εκκλησίες και θρησκείες.
Πέρασε καιρός μέχρι να αποδεχτώ ότι στην Εκκλησία, όπως και σε κάθε χώρο, οι άνθρωποι κάνουν τη διαφορά. Ακούγοντας εκπροσώπους της, όπως ο κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ και συνθέτης Χρυσόστομος Σταμούλης, μπορεί να μην επέστρεψα στους κόλπους της, αντιλήφθηκα ωστόσο το πόσο έχει αλλοιωθεί η ουσία της πίστης.
– Το 2021 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αρμός το βιβλίο σας «Φάγαμε Ήττα. Κείμενα για τον αυτοεγκλωβισμό της Ορθοδοξίας». Ποια είναι η ήττα που έφαγε η Ορθοδοξία και με ποιους τρόπους έχει αυτοεγκλωβιστεί;
Έφαγε πολλές ήττες. Η μεγαλύτερη είναι η αδυναμία διαλόγου με το πραγματικό και συνεπώς η εμμονή σε έναν κατασκευασμένο διάλογο με το φαντασιακό. Τελευταίο παράδειγμα η καθυστέρηση αναγνώρισης τόσο του μεγέθους όσο και των ποιοτικών χαρακτηριστικών της πανδημίας του κορονοϊού. Η Ορθοδοξία έδειξε αργά αντανακλαστικά. Παγιδεύτηκε για κάποιους μήνες σε έναν αποπροσανατολιστικό διάλογο με τον εσωτερικό ανορθολογισμό και επέτρεψε στις δυνάμεις του φονταμενταλισμού να δημιουργήσουν θύλακες που υπέσκαψαν την προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος.
– Πώς εξηγείται όλη αυτή η σύγχυση γύρω από την Θεία Κοινωνία;
Η Εκκλησία καθυστέρησε, αλλά με το πέρασμα του χρόνου βρήκε τον βηματισμό της. Θεωρώ πως εν τέλει η διαχείριση της πανδημίας εκ μέρους της παίρνει θετικό πρόσημο. Ανέδειξε όμως παθογένειες χρόνων που τραυμάτισαν το [εκκλησιαστικό] σώμα. Η σύγχυση στο θέμα της Θείας Κοινωνίας είναι αποτέλεσμα της απουσίας ουσιαστικής κατήχησης των μελών, αλλά και απουσίας διάθεσης σε πολλές περιπτώσεις διαλόγου και συνεργασίας με τη θεολογία. Νιώθω κάποιες φορές πως η Εκκλησία έχει εξορίσει τη θεολογία και είναι αυτές οι περιπτώσεις που περιμένει το ανορθολογικό, προκειμένου να εισχωρήσει στο σώμα και να το διαβρώσει.
Ας μην ξεχνάμε, όμως, όλες εκείνες τις φωνές που προσπάθησαν να βάλουν πλάτη στο «τσουνάμι» του εσωτερικού φονταμενταλισμού. Σωστά ειπώθηκε, τόσο από τον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη, όσο και από τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, πως αυτό που διώχθηκε την περίοδο της πανδημίας και αυτό που κινδύνευσε δεν ήταν η πίστη, αλλά ο άνθρωπος.
– Μπορεί η αποχή από το μυστήριο να παρέμβει σε μια σχέση πίστης; Πόσο προσκολλημένοι είναι οι πιστοί και η Εκκλησία σε εθιμοτυπίες, και πόσο «ανοιχτοί» σε αλλαγές που απαιτούν οι καιροί;
Προφανώς και όχι. Όλα αυτά είναι εύκαιρα πράγματα και η Εκκλησία διαχρονικά τα αντιμετωπίζει με την Οικονομία της. Όταν κινδυνεύει το καράβι, λέει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, πετάς τα λιγότερο χρήσιμα προκειμένου να σωθεί το μείζον. Βέβαια, αυτό δεν γίνεται πάντα κατανοητό, διότι πολλοί αδυνατούν να διακρίνουν το μείζον από το έλασσον. Αυτή η έλλειψη κατήχησης, αυτή η απουσία της θεολογίας είναι που γεννά την αδυναμία διάκρισης. Προφανώς και η Εκκλησία οφείλει, εάν είναι ζώσα, να γεννά νέες παραδόσεις, ή να το πω αλλιώς, να επεκτείνει συνεχώς την παράδοσή της, προσλαμβάνοντας σωστικά τον καιρό και την ιστορία.
– Μέσα στην πανδημία προβλήθηκε στα ΜΜΕ αρκετές φορές η φωνή ανθρώπων που εναντιώνονταν στα μέτρα προστασίας εντός των ναών. Ποια είναι η σχέση Εκκλησίας και Επιστήμης;
Η επιστήμη θεωρώ πως είναι η συνέχεια του δημιουργικού έργου του Θεού στον κόσμο. Η βιβλική μας παράδοση και οι πατέρες της Εκκλησίας είναι σαφείς. Είναι αδιανόητες αυτές οι εναντιώσεις. Η Εκκλησία δεν είναι γκέτο και δεν έχει την ανάγκη μιας τέτοιας αντιμετώπισης από την πολιτεία. Όπως λέει η Κική Δημουλά, «η πίστη πρέπει να ξυπνάει πρώτη, πρώτη απ’ όλα».
– Πόσο σημαντική είναι η ειλικρινής αποδοχή της ήττας σε θρησκευτικό επίπεδο;
Είναι η αρχή της μετάνοιας. Δίχως αποδοχή της ήττας το σώμα μένει ακίνητο και συνεπώς νεκρό. Οφείλει, εάν θέλει να προχωρήσει, να εγκαταλείψει τον αυτοερωτικό δοξασμό και να στραφεί προς την αλήθεια των πραγμάτων.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΟΦΕΙΛΕΙ, ΕΑΝ ΕΙΝΑΙ ΖΩΣΑ, ΝΑ ΕΠΕΚΤΕΙΝΕΙ ΣΥΝΕΧΩΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ.
– Πόσο συνδεδεμένη είναι η Εκκλησία με το παρόν; Είναι ένας «ζωντανός οργανισμός» ή έχει μετατραπεί σε έναν παρωχημένο θεσμό που έχει ιεροποιήσει τις παραδόσεις και το παρελθόν;
Δυστυχώς, παρατηρείται μια δυσκαμψία, αλλά ευτυχώς όχι ακαμψία. Εύχομαι η τελευταία περιπέτεια και η εμπειρία που μας κληροδότησε να γίνει υλικό μιας νέας αρχής, με μεγαλύτερη ένταση και μεγαλύτερο πάθος για πραγματική ζωή. Ίσως ήρθε ο καιρός να λάβουμε σοβαρά υπόψη την ανάγκη της ριψοκινδύνευσης. Αληθινή ζωή χωρίς ρίσκο δεν υπάρχει. Η «ασφάλεια» και η «βεβαιότητα» είναι τα χαρακτηριστικά της υποχώρησης της ύπαρξης και του μαρασμού της ζωής.
– Έχει λόγο η Εκκλησία στη δημόσια πολιτεία; Χωράει στα κοινά ή οφείλει να μένει στο κομμάτι της πίστης και της λατρείας;
Το θρησκευτικό γεγονός είναι δημόσιο γεγονός. Δεν ανήκει ούτε στη σφαίρα του ιδιωτικού ούτε στον χώρο του κρατικού. Η θέση της Εκκλησίας βρίσκεται στη δημόσια πλατεία. Η Εκκλησία δεν είναι η αλεπού της ιστορίας. Βέβαια, πολλοί ταυτίζουν τη δημόσια πλατεία με τον κρατικό χώρο, γεγονός που δημιουργεί συγχύσεις και προβλήματα. Ο ρόλος της Εκκλησίας είναι η νοηματοδότηση της ζωής. Όταν δεν εμπλέκεται στα κανάλια της πολιτικής εξουσίας και την εργαλειοποίηση που αυτή επιβάλλει, τότε αποτελεί τον συνεκτικό ιστό της κοινωνίας. Σε κάθε άλλη περίπτωση φαίνεται να απομακρύνεται από τον σκοπό της.
– Πόσο εύκολα αποδέχεται η Εκκλησία και η Ορθοδοξία το διαφορετικό, τις γυναίκες, τα ομόφυλα ζευγάρια, τους μετανάστες;
Η Χριστιανική Εκκλησία γεννήθηκε εντός της ιστορίας ως το εντελώς διαφορετικό. Ο Χριστός υπήρξε ο απόλυτος ξένος και συναναστράφηκε, αναλαμβάνοντας ρίσκο, με τους άλλους ξένους. Η πορεία της Εκκλησίας είναι ουσιαστικά η πορεία εντός του χώρου και του χρόνου ανθρώπων πάροικων και παρεπίδημων. Γι’ αυτό και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος χαρακτηρίζει την Εκκλησία ως έθνος μεταναστών.
Στο πέρασμα της ιστορίας η Εκκλησία θεσμοποιήθηκε και απέκτησε στοιχεία βεβαιότητας που σε κάποιες περιπτώσεις την απομάκρυναν από την αρχική της ταυτότητα. Έχω την αίσθηση πως κάθε φορά που βρίσκεται στο σταυροδρόμι θα πρέπει να βαφτίζει την ύπαρξή της στη βιβλική μήτρα που τη γέννησε και να αναζητά εκεί τις αναλογικές λύσεις των σύγχρονων προβλημάτων.
Η κάθε εποχή γεννά τα δικά της θέματα και αναζητά τις δικές της λύσεις. Λύσεις οι οποίες οφείλουν να εκκινούν από το μυστήριο της φιλανθρωπίας και τη θυσία της αγάπης. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε πως «η τέλεια αγάπη έξω βάλλει τον φόβο». Η αγάπη μετακινεί βουνά. Η αγάπη γίνεται τα πάντα τοις πάσι. Σταυρώνεται. Εξάπαντος δεν σταυρώνει.
– Ποια είναι η σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον Θάνατο; Γιατί έχουμε απομακρυνθεί από το μυστήριο αυτό;
Βασικό έργο της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι η νοηματοδότηση της ζωής. Και είναι αυτή η νοηματοδότηση της ζωής που επιτρέπει την κατανόηση του μυστηρίου του θανάτου και εν τέλει τη νίκη του. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Εκκλησία της Αναστάσεως, της χαράς και της ελπίδας. Ο θάνατος νικήθηκε μια για πάντα στο πρόσωπο του Χριστού, πατήθηκε με τον θάνατό του, που οδήγησε στην τριήμερη ανάστασή του, γεγονός που καθιστά τον θάνατο ουσιαστικά ακίνδυνο.
Δυστυχώς, ο σύγχρονος πολιτισμός, εξαιτίας της αδυναμίας του να συναντηθεί με την ελπίδα, αποδεικνύεται θανατοφοβικός. «Ο θάνατος», σημειώνει ο Αντάμωφ, «θα έχανε την τετριμμένη αποκρουστικότητά του, αν ο άνθρωπος τον είχε συλλογιστεί έστω μια φορά στη ζωή του· έτσι δεν θα ’πεφτε πάνω του σαν λιθάρι, ανόητα. Ο άνθρωπος πρέπει να αποδέχεται από τα πριν τον θάνατό του, να τον βιώνει μέσα του με αγάπη. Μα όσοι δεν τον δέχονται στερούνται και τη δύναμη να τον αρνηθούν. Ανοιγοκλείνουν μόνο τα μάτια όπως σε μια χειμωνιάτικη βροχή και τα σβησμένα πρόσωπά τους ζαρώνουν από ανείπωτους φόβους, ρυπαρούς».
Είναι κοινά αποδεκτό πως ο θάνατος αποτελεί το αποπαίδι του τεχνικού πολιτισμού. Αντικείμενο απαγόρευσης και κοινωνικής άρνησης που επιβάλλει ο καθωσπρεπισμός. Βέβαια, τούτη η άρνηση της ζωής, της οποίας προϋπόθεση και όχι απλά αποτέλεσμα είναι η άρνηση του θανάτου, γίνεται πάντα στο όνομα της ζωής. Στο όνομα μιας νοσηρής επίγειας «αθανασίας», της αθανασίας των ψευτοπραγμάτων, που ταυτίζεται με την απολυτοποίηση της στιγμής και αγνοεί επιδεικτικά τη δυνατότητα των εσχάτων. Μιας νευρωτικής αναζήτησης της αθανασίας στα όρια του απόλυτου παρόντος, που αρνείται μετά μανίας να δεχθεί τους όρους και τα όρια της ανοικτής ύπαρξης.
– Ποιο είναι το νόημα της νηστείας; Έχει αλλοιωθεί στις μέρες μας;
Η ετοιμασία του πιστού για την ερωτική συνάντηση με τον νυμφίο Χριστό και την καταλλαγή με τους ανθρώπους. Μια επιστροφή στα σημαντικά της ύπαρξης, που η καθημερινή διάσπαση βγάζει από τον οπτικό μας ορίζοντα. Η προσπάθεια μιας εκ νέου ανακάλυψης του χαμένου κέντρου της ζωής. Η κατάληξη στην αγάπη. Ο πιστός δεν νηστεύει για να ξεχωρίσει, αλλά για να ενωθεί. Το λέει όμορφα ο Μωρίς Μπεζάρ: «Γι’ αυτό η θρησκεία έχει τόσο μεγάλη σημασία στη ζωή μου. Χάρη στη θρησκεία μπορεί να επιτευχθεί η πολυπόθητη ενότητα. Η ζωή μου μπορεί να σκορπίζεται σε κάθε κατεύθυνση, εγώ όμως ταυτόχρονα “τρώω” Θεό, “φιλάω” Θεό, “πίνω” Θεό, “χορεύω” Θεό και σ’ όλες τις κρίσιμες στιγμές της ζωής μου αισθάνομαι βαθιά την παρουσία κάποιου άλλου».
– Πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος των τεχνών στην πίστη και τη λατρεία;
Τεράστιος. Σκεφτείτε, η Ορθόδοξη λατρεία, ως «λογική λατρεία», διακονείται από τη μουσική, την αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική, την ποίηση. Έτσι, η πίστη γίνεται αισθητή και ο πιστός κοινωνεί τον Θεό μέσα από όλες τις αισθήσεις. Ας μην ξεχνάμε ότι στα κείμενα των πατέρων της Εκκλησίας ο Θεός χαρακτηρίζεται ως τεχνίτης και καλλιτέχνης, εξαιρέτως δε και ως δημιουργός. Ο άνθρωπος ως κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού καλείται να μιμηθεί τον Θεό του και να γίνει και αυτός καλλιτέχνης και δημιουργός.
– Ποια είναι η θέση του Έρωτα στη ζωή ενός πιστού; Πέρα από την ψυχική διάστασή του, υπάρχει και η σωματική. Πώς προέκυψε η ενοχοποίηση της ευχαρίστησης και της ερωτικής επαφής με τον άλλο άνθρωπο;
Ο άνθρωπος είναι σώμα και πνεύμα, σάρκα και ψυχή. Κάποιες φορές, βέβαια, κάτω από το βάρος επιδράσεων από τον χώρο του αντιυλισμού των αρχαίων αιρέσεων, αλλά και ηθικιστικών απόψεων που αγνοούν τον πυρήνα της θεολογικής σκέψης, το σώμα φαίνεται να βρίσκεται υπό διωγμόν. Εάν σκάψουμε, όμως, βαθιά στο υπέδαφος της σπουδαίας παράδοσης του Χριστιανισμού, θα ανακαλύψουμε θέσεις οι οποίες αναδεικνύουν τη σημαντικότητα τόσο της ψυχής όσο και του σώματος. Θα μπορούσα να πω, χωρίς κανένα ενδοιασμό, ότι ο κατεξοχήν «υλισμός» είναι ο Χριστιανικός υλισμός. Ας μην ξεχνάμε, πως στην αρχή του Ευαγγελίου του Ιωάννη συναντούμε τη φράση, «ο Λόγος σαρξ εγένετο», πάνω στην οποία στήνεται η Καινή Διαθήκη, η νέα ζωή.
Ο Χρυσόστομος Σταμούλης είναι Καθηγητής της Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης, του Βελιγραδίου και του Durham της Αγγλίας.