ΜΙΛΑΝ ΚΟΥΝΤΕΡΑ: «ΠΩΣ ΝΑ ΞΕΡΟΥΜΕ ΤΙ ΘΕΛΟΥΜΕ ΣΤΗ ΖΩΗ, ΟΤΑΝ Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΜΙΑ;»
Με αφορμή τον θάνατο του κορυφαίου συγγραφέα Μίλαν Κούντερα, ανατρέχουμε στο διασημότερο έργο του και σε μία πανανθρώπινη αλήθεια που όλοι έχουμε ανάγκη να ακούσουμε.
«Δεν μπορούμε ποτέ να ξέρουμε τι να θέλουμε, γιατί, καθώς ζούμε μία μόνο ζωή, δεν μπορούμε ούτε να τη συγκρίνουμε με προηγούμενες ζωές μας ούτε να επανορθώσουμε στις ζωές που θα έρθουν… Ζούμε τα πάντα όπως έρχονται, χωρίς προειδοποίηση». – Απόσπασμα σε ελεύθερη μετάφραση από την «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι», του Μίλαν Κούντερα.
Ο Μίλαν Κούντερα, ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του ύστερου 20ού αιώνα, έφυγε από τη ζωή την Τρίτη 11 Ιουλίου 2023 σε ηλικία 94 ετών, αφήνοντας πίσω του μεγάλο συγγραφικό έργο με μοναδική επιδραστικότητα.
Με επιρροές από τον Κάφκα, τον Νίτσε, αλλά και αναγεννησιακούς συγγραφείς, όπως ο Βοκάκιος και ο Θερβάντες, τόσο τα ποιήματα στα πρώιμα έργα του, όσο και τα μυθιστορήματά του βρίθουν φιλοσοφικών και βαθιά πολιτικών θεμάτων – αν και ο ίδιος αρνούνταν να αυτοχαρακτηριστεί συγγραφέας πολιτικών θεμάτων.
Για την ακρίβεια, καθώς εξορίστηκε από την πατρίδα του την Τσεχία λόγω των κομμουνιστικών του πεποιθήσεων το 1975 και κατέληξε να ζει στη Γαλλία, προτιμούσε να θεωρεί τον εαυτό του Γάλλο συγγραφέα και επέμενε τα κείμενά του να μελετώνται στο πλαίσιο της γαλλικής λογοτεχνίας και να κοσμούν τα αντίστοιχα ράφια των βιβλιοπωλείων.
Πώς να ξέρουμε τι θέλουμε στη ζωή, όταν η ζωή είναι μόνο μία;
Το μακράν διασημότερο έργο του Κούντερα δεν είναι άλλο από την «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» (ή «της ύπαρξης», σύμφωνα με νεότερη μετάφραση), ένα πολυβραβευμένο μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε το 1984 και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο τέσσερα χρόνια μετά. Το βιβλίο εμβαθύνει στο πραγματικό νόημα της ζωής όσο λίγα και αξίζει κανείς να το διαβάσει περισσότερες από μία φορές, σε διάφορα στάδια της ζωής του.
Σε αυτό, ο συγγραφέας εξετάζει την «αμφίθυμη πορεία μας στη ζωή με ασύγκριτη χάρη και ποιητική ακρίβεια», όπως σχολιάζει η καταξιωμένη συγγραφέας και ποιήτρια Maria Popova στην σελίδα της The Marginalian.
Η ίδια εξηγεί ότι επειδή η αγάπη ανυψώνει όλες μας τις αισθήσεις και ενισχύει τις προϋπάρχουσες πεποιθήσεις μας, είναι ίσως στην αγάπη που οι μεγαλύτερες αμφιθυμίες της ζωής διογκώνονται αποπροσανατολιστικά – κάτι το οποίο ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Τομά, αντιμάχεται καθώς καταλαβαίνει πως έχει απορροφηθεί από την ιδέα μιας ερωμένης που μόλις και μετά βίας γνωρίζει:
«Βρέθηκε να νιώθει μια ανεξήγητη αγάπη γι’αυτήν την εντελώς άγνωστη.
[…]
Τι είναι, όμως, αγάπη; …Είναι απλά η υστερία ενός άνδρα, ο οποίος, έχοντας επίγνωση της ανικανότητάς του να αγαπήσει, ένιωσε την απατηλή ανάγκη να την προσποιηθεί; … Κοιτάζοντας έξω στην αυλή και τους βρώμικους τοίχους, συνειδητοποίησε, ότι δεν είχε ιδέα αν αυτό ήταν υστερία ή αγάπη».
Η γυναίκα στην οποία αναφέρεται ο αφηγητής τελικά γίνεται γυναίκα του Τομά, κάτι που επιβεβαιώνει ότι ακόμα και η πιο σωστή επιλογή μπορεί να παρουσιαστεί μπροστά μας ενδεδυμένη με αβεβαιότητα και αμφιβολία –στην αρχή τουλάχιστον– και η ορθότητά της να αποκρυσταλλωθεί μόνο εκ των υστέρων. Ο Κούντερα, λοιπόν, στην συγκεκριμένη πολυπλοκότητα του Τομά καταγράφει μια πανανθρώπινη δύσκολη αλήθεια:
«Δεν μπορούμε ποτέ να ξέρουμε τι να θέλουμε, γιατί, καθώς ζούμε μία μόνο ζωή, δεν μπορούμε ούτε να την συγκρίνουμε με προηγούμενες ζωές μας ούτε να επανορθώσουμε στις ζωές που θα έρθουν.
[…]
Δεν υπάρχει τρόπος να ελέγξουμε ποια απόφαση είναι καλύτερη, γιατί δεν υπάρχει βάση σύγκρισης. Ζούμε τα πάντα όπως έρχονται, χωρίς προειδοποίηση, σαν ένας ηθοποιός που μπαίνει στη σκηνή χωρίς πρόβα. Αλλά τι μπορεί να αξίζει η ζωή, αν η πρώτη πρόβα της ζωής δεν είναι παρά η ίδια η ζωή; Αυτό είναι που κάνει τη ζωή να μοιάζει πάντα με σκιαγράφημα. Αλλά ακόμα και το σκιαγράφημα δεν είναι η σωστή λέξη, γιατί ένα σκιαγράφημα είναι πάντοτε το προσχέδιο ενός πράγματος, η προετοιμασία ενός πίνακα, ενώ το σκιαγράφημα που είναι η ζωή μας δεν είναι για τίποτα προσχέδιο, είναι ένα προσχέδιο χωρίς πίνακα».
Την επόμενη φορά που θα βρεθείτε μπροστά σε μία δύσκολη απόφαση, σε μια αμφιθυμία που σας οδηγεί να αναρωτιέστε ξανά και ξανά «Τι θέλω; Τι θέλω πραγματικά;», μην ψέγετε τον εαυτό σας που πορεύεται «στα τυφλά». Δοκιμασμένος τρόπος να ζεις δεν υπάρχει – τουλάχιστον, τάδε έφη Κούντερα.