Νίκος Βαρδακαστάνης

«Ο ΜΠΑΜΠΑΣ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ»: ΜΙΑ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΣΑΤΙΡΑ ΕΝΤΟΣ ΤΟΠΟΥ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΥ

Η θεατρική ομάδα «Πτωχαλαζόνες» ζωντανεύει φέτος την καυστική πολεμική σάτιρα του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος» και σε τρομάζει με το πόσο επίκαιρη είναι.

Βγαίνοντας από το Θέατρο Olvio, το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν η φράση: Όλα είναι εμπόριο. Όλα. Ακόμα και ο πόλεμος που «γεννά» μια νέα φάρα ανθρώπων. Η θεατρική ομάδα «Πτωχαλαζόνες» ζωντανεύει φέτος την καυστική πολεμική σάτιρα του Ιάκωβου Καμπανέλλη «ο Μπαμπάς ο Πόλεμος» και σε τρομάζει με το πόσο επίκαιρη είναι, καθώς δεν μπορείς παρά να τη συνδέσεις με όσα έχουν συμβεί γύρω σου τα τελευταία χρόνια. Από τον σερβιτόρο στη Ρόδο και τη βαριά βιομηχανία του τουρισμού μέχρι τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, τον πόλεμο στη Λωρίδα της Γάζας κι εκείνους που έχουν στήσει γύρω τους ένα τρελό πανηγύρι.

Το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Ο μπαμπάς ο πόλεμος» γράφτηκε στην πρώτη του μορφή το 1952. Όπως αναφέρει ο ίδιος: «Το ερέθισμα που κατέληξε στην κωμωδία “Ο μπαμπάς ο πόλεμος” –ακατάλληλο από πρώτη άποψη για κωμωδία– το έδωσε η ψυχροπολεμική ένταση που ακολούθησε τις μεγάλες προσδοκίες. Η ελπίδα πως ο πόλεμος που λίγα χρόνια πριν είχε τελειώσει ήταν ο τελευταίος πόλεμος έμοιαζε με παιδαριώδη αφέλεια. Η κατάσταση ήταν και τότε θολή και απειλητική. Οι σύμμαχοι σαν να είχαν μολυνθεί από το κακό που πολέμησαν και γίνηκαν και νικητές και διάδοχοι του».

Ακόμα και ο τίτλος του έργου μοιάζει να γελάει μπροστά στα μούτρα μας, να ειρωνεύεται τη νοοτροπία και τις αξίες μιας ολόκληρης εποχής και χώρας, που άνετα τοποθετείς στο εδώ και στο τώρα. Η φράση του Ηρακλείτου «Πατήρ πάντων Πόλεμος» αποκτά άλλο νόημα. Χάνει την θετική της χροιά. Εδώ η σύγκρουση δεν γεννά την εξέλιξη, αλλά αναδεικνύει κάθε παθογένεια της ανθρωπότητας, τη ματαιοδοξία, τον παραλογισμό, τη μεγαλομανία, την καπηλεία κάθε ιδανικού.

Λίγα λόγια για το έργο «Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος»

Λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι διάδοχοι του πολεμούν μεταξύ τους για την κυριαρχία του κόσμου. Η Ρόδος, κηρύσσοντας αυστηρά ουδετερότητα, έχει μετατραπεί σε έναν ασφαλή τουριστικό παράδεισο. Δημόσια κτίρια και ναοί έχουν μετατραπεί σε επιχειρήσεις, ενώ η κυβέρνηση έχει αντικατασταθεί από το Ανώτατο Ξενοδοχειακό Συμβούλιο.

Όταν ο πόλεμος μεταφέρεται στην θάλασσα, οι Ροδίτες με τον φόβο ότι οι Μακεδόνες του Δημητρίου του Πολιορκητή πλέουν εναντίον τους, στέλνουν τον καλύτερο τους μάγειρα και την πιο όμορφη κοπέλα του νησιού για να τον ξελογιάσουν. Ο Δημήτριος όμως ερωτεύεται την Ρόδο και αποφασίζει να την κατακτήσει. Οι τουρίστες φεύγουν, ο στρατός του Δημητρίου αποβιβάζεται στο νησί κι όταν ένας σερβιτόρος εκσφενδονίζει ένα πιάτο εναντίον τους, οι Μακεδόνες καίνε τα μαγαζιά της παραλίας. Ο λαός της Ρόδου παίρνει τα όπλα και πολεμάει.

Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος
Νίκος Βαρδακαστάνης

Ο Μπαμπάς της Ιστορίας, ο Πόλεμος έχει ξεκινήσει και όλα μέλλει να αλλάξουν. Οι Ροδίτες αντιγράφουν τους Μακεδόνες, γίνονται άριστοι πολεμιστές και νικούν. Ο Δημήτριος ξελογιάζεται από την ομορφιά και τις χαρές της ζωής και χάνει. Η Ρόδος θα συνεχίσει να πλουτίζει, αλλά πλέον μέσω μιας άλλης πιο επικερδούς επιχείρησης, της βιομηχανίας του πολέμου.

Ένα «βέλος» στο μυαλό και στη συνείδηση

Παρακολουθώντας την πορεία της ομάδας, παρατηρώ ότι τα έργα που επιλέγει έχουν πάντα ένα πολιτικό ή κοινωνικό μήνυμα, οπότε ρωτάω τον σκηνοθέτη της παράστασης, Κώστα Παπακωνσταντίνου, πόσο συνειδητή είναι η επιλογή τους και πόσο εύκολο είναι να παρουσιαστεί στο κοινό μια κωμωδία για τον πόλεμο, χωρίς η ουσία να χαθεί κάτω από την πνευματώδη γραφή του Καμπανέλλη.

«Το να μιλήσουμε πολιτικά με τις παραστάσεις μας είναι ζητούμενο για την ομάδα μας. Αντιλαμβανόμαστε το θέατρο ως ένα φόρουμ, ως έναν τόπο που συνεχίζεται η συζήτηση για θέματα που αφορούν την κοινωνία», απαντάει. «Η επιλογή των έργων είναι μια προσπάθεια να επηρεάσουμε με τις μικρές μας δυνάμεις την ατζέντα που απασχολεί τον δημόσιο διάλογο. Ο “Μπαμπάς ο πόλεμος” είναι αγαπημένο έργο, όμως ανεβαίνει σπάνια γιατί έχει πολλούς ρόλους. Καταφέραμε να το ανεβάσουμε με οκτώ ηθοποιούς.

Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος
Νίκος Βαρδακαστάνης

»Ο Καμπανέλλης γράφει το έργο λίγα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο κι ενώ ο ίδιος έχει βρεθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο ψυχρός πόλεμος έχει ξεκινήσει και οι προσδοκίες ότι ο κόσμος έχει ξεμπερδέψει με την υπόθεση πόλεμος διαψεύδονται. Γράφει, λοιπόν, μια κωμωδία για να μιλήσει για κάτι που τον πονάει. Γενικά, δεν διστάζουμε να πειράξουμε τα κείμενα, προκειμένου η παράσταση να μιλήσει πιο άμεσα ή πιο πολιτικά στο σημερινό κοινό. Στο έργο αυτό, όμως, δεν χρειάστηκε να πειράξουμε το παραμικρό. Όλη η παράσταση αιωρείται στον αφρό, ενώ από κάτω σέρνεται το τέρας του πολέμου. Το φινάλε έρχεται να ολοκληρώσει την αρμονική ένωση της κωμικής φόρμας με την ουσία του έργου».

«Το ευφυές κείμενο του Καμπανέλλη μας έδωσε χώρο, σκηνοθετικά και υποκριτικά, να μιλήσουμε πολιτικά μέσω μιας λαϊκής κωμωδίας», λέει ο Δημοσθένης Ξυλαρδιστός. «Μέσω μιας φαρσοκωμωδίας που ενώ κάνει τον θεατή να χαμογελάσει, ταυτόχρονα του πετάει σαν βέλος στο μυαλό και στη συνείδηση τις έννοιες που πραγματεύεται στην ρίζα του το ίδιο το έργο: Της ουδετερότητας, της ανάπτυξης και της επεκτατικής πολιτικής εις βάρος των λαών. Λιθαράκι λιθαράκι χτίζεται και διαμορφώνεται η συνείδηση. Με όχημα την κωμωδία, η συνομιλία μας με την πολιτική συνείδηση του θεατή γίνεται πιο εύκολη».

Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος
Νίκος Βαρδακαστάνης

Η μαγεία της κίνησης

Στην παράσταση, οι ήρωες μοιάζουν να περπατούν σε πασαρέλα, οι χαιρετισμοί τους σε φέρνουν σε αμηχανία. Όσο για την σκηνή τέλους; Ίσως είναι καλύτερο να μην την αποκαλύψω. Πάντως, κάθε κίνηση μεγεθύνει τα λόγια του Καμπανέλλη. Ποιες ήταν οι πηγές έμπνευσης του Ηλία Χατζηγεωργίου, που επιμελήθηκε την κινησιολογία;

«Πρόκειται για ένα έργο που μιλάει σοβαρά για τον μιλιταρισμό, τον καπιταλισμό και την ανθρώπινη τάση προς τη δόξα, το χρήμα και την εξουσία. Αποφασίσαμε να κρατήσουμε τα εξωστρεφή και υπερβολικά στοιχεία της φαρσοκωμωδίας ως προς τη δομή. Σταθήκαμε κινητικά στον παραλογισμό που φέρει ο στρατός με τους χιλιάδες τύπους και πρωτόκολλα. Ταυτόχρονα, σε ένα παράλληλο σύμπαν ο πλούτος και η καλοπέραση πωλούνται ως υπέρτατα αγαθά και οι άνθρωποι υπηρετούν εμμονικά την εικόνα μιας πανάκριβης ουδετερότητας. Δυο κόσμοι φαινομενικά αντίθετοι που συνυπάρχουν στην Ελλάδα. Η κίνηση της τουριστικής και πλούσιας Ρόδου συνδυάζει τα δομικά στοιχεία της κίνησης της πασαρέλας με τη βιαστική και κατάκοπη κίνηση των εργαζόμενων σε τουριστικές περιοχές σε high season. Από την άλλη, η κίνηση της Μακεδονίας παραπέμπει στους κώδικες του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας μέσα από μακρόσυρτους συνδυασμούς, εμπνευσμένους από το hip hop και το street dance. Όταν οι δυο κόσμοι συγκρούονται, η κίνηση ανακατεύεται εκ νέου και προκύπτουν νέα υβρίδια.

»Μια σκέψη που διέτρεχε συνεχώς την πρόθεση μου ήταν ότι όλοι αυτοί οι χαρακτήρες είναι παιδιά που στήνουν, παίζουν και μιμούνται μπροστά στους θεατές μία ιστορία, με τον ενθουσιασμό, την άγνοια και την αμηχανία να παίζουν τον πιο σπουδαίο ρόλο. Το έργο θα μπορούσε να αποτελεί μια ελαφριά αφήγηση μιας κατάστασης, αλλά το κλείσιμο μας θυμίζει ότι πίσω από τα λόγια περί πολέμου πάντα υπάρχουν θύματα».

«ΤΟ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΜΑΣ. ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΣΤΕ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΩΣ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ ΠΟΥ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ».

Τι κρατάς από το «Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος»;

Εμένα μου ήρθαν στο μυαλό τα λόγια του Νίτσε: «Όποιος παλεύει με τέρατα, πρέπει να προσέξει να μη γίνει τέρας. Κι όταν κοιτάς πολλή ώρα μέσα σε μια άβυσσο, κοιτάει και η άβυσσος μέσα σε σένα». Τι λένε, όμως, κάποιοι από τους συντελεστές της παράστασης; Πέρα από την ομαδικότητα και το αίσθημα εμπιστοσύνης, πέρα από τον κοινό στόχο της αφήγησης μιας ιστορίας, ο καθένας κρατά το δικό του κομμάτι.

«Αυτό το έργο ξεμπροστιάζει την μεγαλομανία του ανθρώπου με τον καλύτερο τρόπο, το γέλιο», απαντά η Μαριάννα Ντίρου. «Βέβαια, μόλις τελειώσει το γέλιο έρχεται ο λογαριασμός. Ο θεατής θα προβληματιστεί για το τι βαφτίζουμε ηθικό και τι ανήθικο, πού τελειώνει η πατρίδα και πού ξεκινάει η μεγαλομανία, ποια είναι τελικά τα ιδανικά μας για τα οποία θα πρέπει να πολεμήσουμε με ή χωρίς όπλα, στην ειρήνη ή στον πόλεμο. Όσον αφορά εμένα κρατάω αυτό που κρατάει και ο θεατής τον λογαριασμό».

Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος
Νίκος Βαρδακαστάνης

«Με συγκινεί, όταν μας παρακολουθούν οικογένειες, ο ενθουσιασμός μικρών και μεγάλων, η χαρά τους να μοιράζονται αυτή την εμπειρία», συμπληρώνει η Αγγελική Μαρίνου. «Είναι εντυπωσιακό πώς μπορείς να μιλάς για έννοιες τόσο σοβαρές μέσα από ένα κωμικό έργο. Όλα μετριούνται στη ζυγαριά του κέρδους. Ο ξένος είναι πιο επικερδής σαν εχθρός ή σαν πελάτης; Θα ήθελα ο θεατής να σκεφτεί ποσό επίκαιρο είναι το κείμενο κι αν θα μπορούσε να αλλάξει κάτι στις προτεραιότητες της ζωής του».

«Ας είμαστε ειλικρινείς», απαντά ο Γιώργος Σύρμα: «Η δουλειά στο θέατρο είναι δύσκολη και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες είμαστε υποχρεωμένοι να δουλεύουμε σε αυτή τη χώρα την καθιστούν ακόμα δυσκολότερη. Η χαρά, λοιπόν, που έχουμε επί σκηνής παίζοντας αυτήν την κωμωδία είναι πολύτιμο δώρο και είναι αυτό ακριβώς το στοιχείο που εύχομαι να πάρει μαζί του ο θεατής. Να πάρει φεύγοντας όλη τη χαρά που θέλουμε να μοιραστούμε».

Το στοιχείο της αμφισημίας υπογραμμίζει η Δήμητρα Μητροπούλου: «Όλα είναι πόλεμος και όλα είναι εμπόριο. Οι ανέμελοι Ροδίτες εμπεριέχονται μέσα στους πολεμοχαρείς Μακεδόνες και αντίστροφα. Οι ίδιοι ηθοποιοί μεταπηδάμε από τον ένα ρόλο στον άλλον. Το σκηνικό της Ρόδου “γεννάει” το σκηνικό της Μακεδονίας. Η φόρμα του κινητικού κώδικα διαφοροποιείται ανάμεσα σε λεγκάτο ή στακάτο. Αυτό θα ήθελα να κρατήσει φεύγοντας ο θεατής. Αυτή την αμφισημία, αυτή την πολεμική του εμπορίου ή την εμπορικότητα του πολέμου. Και τον κοινό τους τόπο: την εικόνα του τέλους».

«Ο ΘΕΑΤΗΣ ΘΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΤΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙ ΒΑΦΤΙΖΟΥΜΕ ΗΘΙΚΟ ΚΑΙ ΤΙ ΑΝΗΘΙΚΟ, ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΠΟΥ ΞΕΚΙΝΑΕΙ Η ΜΕΓΑΛΟΜΑΝΙΑ, ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΙΚΑ ΤΑ ΙΔΑΝΙΚΑ ΜΑΣ».

Την επιβεβαίωση ότι η κωμωδία είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση κρατά ο Ελισσαίος Βλάχος, ενώ θα ήθελε ο θεατής να νιώσει αυτό το αίσθημα κοινότητας που αναπτύσσεται στην παράσταση, τη ζωντανή διεργασία στην οποία όλοι μοιράζονται συναισθήματα και προβληματισμούς.

«Εμείς δουλέψαμε όσο περισσότερο μπορούσαμε και αφήνουμε τον θεατή να φύγει με τις εντυπώσεις του, τους συνειρμούς και τους προβληματισμούς του», συνεχίζει ο Δημήτρης Τσιγκριμάνης. «Θέλω να πιστεύω πως δεν κουνάμε το δάχτυλο ούτε “διδάσκουμε” μέσω της παράστασης. Στην καλύτερη περίπτωση, κινητοποιούμε συναισθήματα και σκέψεις».

«Το κείμενο του Καμπανέλλη είναι εξαιρετικό και υπάρχουν αρκετές σκέψεις που γυρίζουν διαρκώς στο κεφάλι μου, όπως το ότι είναι αδύνατον να στέκεσαι για καιρό στην ίδια θέση, ακόμα κι αν πιστεύεις ότι είναι η καλύτερη για σένα», λέει κλείνοντας η Χαρά Δημητριάδη. «Η αλλαγή έρχεται σαν τσουνάμι και είναι η μόνη σταθερά με την οποία έχουμε να αναμετρηθούμε! Πάμε με ό,τι έχουμε εκείνη τη στιγμή, άλλωστε “όλοι μας αυτοδίδακτοι είμαστε”».

Κι εμείς επιστρέφουμε σπίτι μας σκεπτόμενοι τι μπορούμε να αλλάξουμε γύρω ή μέσα μας από το επόμενο κιόλας πρωί.

SLOW MONDAY NEWSLETTER

Θέλεις να αλλάξεις τη ζωή σου; Μπες στη λογική του NOW. SLOW. FLOW.
Κάθε Δευτέρα θα βρίσκεις στο inbox σου ό,τι αξίζει να ανακαλύψεις.