ΜΙΑ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟΤΥΠΩΝΕΙ ΜΕ ΧΙΟΥΜΟΡ ΤΙΣ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Το «Δε Φάιναλ Θολούθιον» με έκανε να γελάσω δυνατά, θέτοντάς μου πεισματικά το ερώτημα τι θα έκανα διαφορετικά στη ζωή μου αν είχα μια δεύτερη ευκαιρία. Λίγο πριν τελειώσει, ένιωσα αυτό ακριβώς που διάβασα στο πρόγραμμα της παράστασης: «Δεν είναι ζωή αυτή, αλλά τελικά είναι η ζωή μου».
Είναι Σάββατο βράδυ και κατευθύνομαι από τον σταθμό Ομόνοιας προς την Πανεπιστημίου έχοντας ως προορισμό το υπόγειο του Θεάτρου Rex. Σε λίγα λεπτά βρίσκομαι στη Σκηνή «Κατίνα Παξινού» για να παρακολουθήσω την παράσταση «Δε Φάιναλ Θολούθιον», μια παραγωγή της Πειραματικής Σκηνής Νέων Δημιουργών του Εθνικού Θεάτρου. Επτά νέοι ηθοποιοί συναντιούνται στη σκηνή προσπαθώντας να απαντήσουν σε ένα «πιεστικό ερώτημα»: «Αν υπήρχε ένα τηλεκοντρόλ που θα σου επέτρεπε να πατήσεις pause και να γυρίσεις πίσω τη ζωή σου με ένα rewind, τι θα έκανες διαφορετικά;»
Κυνικό χιούμορ, σουρεαλιστική υπερβολή, βαθύς αυτοσαρκασμός, και τα αδιέξοδα της ίδιας της ζωής με τα οποία ερχόμαστε καθημερινά αντιμέτωποι. Τα διαδοχικά flashback της δράσης σε καλούν σε έναν απολογισμό της ζωής σου, σε μια βαθιά ενδοσκόπηση. Ανά διαστήματα μπορείς να διακρίνεις στην πλοκή τον ίδιο σου τον εαυτό ενώ η αδιάκοπη κίνηση, ο ρυθμός και ο συντονισμός των ηθοποιών –που έμοιαζαν να μην έχουν περιθώριο λάθους– σε κρατούν σε εγρήγορση μέχρι το τέλος.
«Δεν είναι ζωή αυτή, αλλά τελικά είναι η ζωή μου», ακούγεται κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της παράστασης, φράση που μοιάζει να ηχεί ακόμα στ' αυτιά μου. Λίγες ημέρες μετά, βρήκα τον σκηνοθέτη, Σωτήρη Ρουμελιώτη, ο οποίος μίλησε στο OW απαντώντας σε όλα τα ερωτήματά μας.
– Επτά ηθοποιοί συναντιούνται επί σκηνής για αποτυπώσουν με χιούμορ όλες τις παθογένειες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Αρχικά, αυτό που θα ήθελα να ρωτήσω είναι πώς δομήθηκε η κεντρική ιδέα της παράστασης;
Όλα ξεκίνησαν από τα ίδια τα κείμενα. Η παράσταση δεν βασίζεται σε ένα ολοκληρωμένο θεατρικό έργο, αλλά σε λογοτεχνικά κείμενα, και μάλιστα δύο διαφορετικών συγγραφέων∙ του Κωστάκη Ανάν (αγνώστου ταυτότητος) και του Suyako (συγγραφικό ψευδώνυμο του ηθοποιού Βασίλη Μαγουλιώτη). Και οι δύο έχουν γράψει σύντομες σουρεαλιστικές ιστορίες που σχολιάζουν τη νεοελληνική πραγματικότητα με καυστικό χιούμορ και αποκαλυπτική ειλικρίνεια. Οι ίδιες οι ιστορίες ήταν που με συγκίνησαν και με ενέπνευσαν να τις φανταστώ σκηνικά και να επιδιώξω να τις συνδέσω σε ένα δραματουργικό σύνολο.
Αυτό φυσικά δεν ήταν καθόλου εύκολο, μας πήρε αρκετές πρόβες για να βρούμε τον τρόπο σύνδεσης των ιστοριών και να συνθέσουμε μια συνολική αφήγηση που να διαπερνά την παράσταση. Ευτυχώς, είχα εξαιρετικούς συνεργάτες και νομίζω πως με τη συλλογική μας δουλειά καταφέραμε να δημιουργήσουμε μια σφιχτή αφηγηματική δομή.
Από εκεί και πέρα, η ιδέα της συλλογικής αφήγησης των ιστοριών από 7 ηθοποιούς, οι οποίοι βρίσκονται διαρκώς επί σκηνής, επίσης προέκυψε πολύ φυσικά. Γενικότερα μου αρέσει η αφήγηση συνόλου ως σκηνικός κώδικας. Θεωρώ ότι, όπως η κοινωνία είναι πολυφωνική και πλουραλιστική, έτσι πρέπει να συμβαίνει και με την αφήγηση ιστοριών που αφορούν την κοινωνία. Μου αρέσει να ακούγονται ποικίλες φωνές, να συνυπάρχουν στη σκηνή άνθρωποι που διαφέρουν μεταξύ τους, που έχουν διαφορετικές θέσεις και στάσεις ζωής.
Δραματουργικά λοιπόν, νομίζω πως έτσι αποτυπώνονται ουσιαστικότερα οι κοινωνικές προεκτάσεις των ιστοριών, αλλά και σκηνικά πιστεύω πως είναι πιο αβανταδόρικο και περιπετειώδες να υπάρχουν πολλοί αφηγητές.
– Ομολογώ ότι όταν είδα την παράσταση αναγνώρισα σε πολλές από τις φράσεις και τις συνθήκες τον ίδιο μου τον εαυτό αλλά αρκετούς ανθρώπους γύρω μου. Θα μπορούσες να πεις ότι αυτός ήταν ένας από τους σκοπούς της παράστασης; Η ταύτιση -και κατά συνέπεια ο προβληματισμός- του θεατή;
Η αλήθεια είναι ότι, μέχρι τώρα τουλάχιστον, η επιθυμία να καταπιαστώ με τη δημιουργία μιας παράστασης εκκινεί από το «πρώτο υλικό», είτε πρόκειται για ένα κείμενο που με ερεθίζει είτε για μια ιδέα που με γοητεύει. Αυτό το «πρώτο υλικό» μου δημιουργεί μια δυνατή δημιουργική ταραχή και δεν είναι εύκολο να απομονώσω ένα μήνυμα ή ένα μόνο στοιχείο που θέλω να αναδείξω με την παράσταση.
Γενικότερα, δεν πιστεύω ότι ένα έργο τέχνης πρέπει να έχει ένα συγκεκριμένο σκοπό ή να περνάει ένα μήνυμα. Αυτό είναι περιοριστικό και πολλές φορές ελλοχεύει τον κίνδυνο του να καταντήσει το έργο περιγραφικό, να περιέχει μόνο σχηματικά περιγράμματα χωρίς «μέσα», χωρίς ουσία. Προτιμώ ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα, εν προκειμένω μια παράσταση, να μεταδίδει αισθήσεις και όχι μηνύματα.
Επομένως, δεν ήταν σκοπός μας να πετύχουμε κάποια ταύτιση, αλλά να βρούμε τρόπους να αφηγηθούμε τις ιστορίες με μια ειλικρίνεια που να αγγίζει πρώτα εμάς. Από εκεί και πέρα, το κάθε άτομο που θα δει την παράσταση είναι ελεύθερο να ταξιδέψει ελεύθερα μέσα σε αυτή και να «πάρει» ό,τι το αγγίζει προσωπικά.
Χαίρομαι πολύ που, από τις λίγες παραστάσεις που έχουμε δώσει, στο τέλος με πλησιάζουν άνθρωποι με πολύ διαφορετικές διαθέσεις, άλλοι βουρκωμένοι, άλλοι με ένα πλατύ χαμόγελο, άλλοι μοιράζονται σκέψεις που τους δημιουργήθηκαν. Το μόνο που πραγματικά επιθυμώ είναι όλοι οι θεατές να αναγνωρίσουν ότι δουλέψαμε πολύ και μακάρι να τους αγγίξει έστω και λίγο η δουλειά μας, με οποιονδήποτε τρόπο.
– Πόσο χιούμορ «χωράει» σε μια τραγική εποχή, όπως η σημερινή;
Αν χάσουμε και το χιούμορ μας… ε τότε δεν υπάρχει λόγος να συνεχίζουμε. Το χιούμορ πάντα χωρούσε, χωράει και θα χωράει. Έχουν περάσει και άλλες τραγικές εποχές, κι όμως, το χιούμορ ποτέ δεν έσβησε. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής και, ίσως, ο πιο ισχυρός εξισορροπητικός παράγοντας. Είναι σημαντικό να προσπαθούμε να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες με χιούμορ. Και δεν εννοώ βέβαια να διακωμωδούμε και να ευτελίζουμε τα προβλήματα που υπάρχουν γύρω και μέσα μας. Αλλά πιστεύω, ότι το να τα προσεγγίζουμε και να τα αναστοχαζόμαστε με χιούμορ μπορεί να μας οδηγήσει στην ουσιαστικότερη κατανόηση και αντιμετώπισή τους.
Το χιούμορ θεωρώ ότι έχει μια μοναδική, υπέροχη λειτουργία. Σε μαλακώνει και σου ανοίγει την καρδιά, με αποτέλεσμα να μπορούν να τρυπώσουν - υποσυνείδητα και πιο εύκολα - οι προβληματισμοί και οι ιδέες για έναν διαφορετικό τρόπο ζωής.
– Και στην τελική, τι να περιμένει ο θεατής από το «Δε Φάιναλ Θολούθιον»;
Μια φίλη που είδε την παράσταση, μου είπε ότι το μεγαλύτερο «ατού» είναι ότι κανείς δεν ξέρει για τι πρόκειται ή τι να περιμένει. Ακόμα και ο τίτλος είναι αινιγματικός. Ας κρατήσουμε το μυστήριο λοιπόν! Για το μόνο που μπορώ να δεσμευτώ, είναι ότι πρόκειται για μια παράσταση που έχει φτιαχτεί με πολλή δουλειά και πολλή αγάπη.
Επίσης, έχει 7 εξαιρετικούς/ες ηθοποιούς που δίνουν ψυχή και τρέλα και δε γίνεται να μη σε συμπαρασύρουν με την ενέργειά τους. Κατά τα άλλα, το θεατρικό μας ταξίδι είναι ανοιχτό για όλους, όλες, όλα!
Το «Δε Φάιναλ Θολούθιον» παίζεται στο Θέατρο REX κάθε Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή στις 21:00. Βγάλε εισιτήρια.