ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΚΑΡΚΙΝΟΥ: 1 – 0
Μια αναπάντεχη ιστορία επιβίωσης από Φύμα του Vater, έναν σπάνιο τύπο καρκίνου που εντοπίζεται στο σημείο της συνένωσης του χοληδόχου και του παγκρεατικού πόρου.
Ο πατέρας μου διαγνώστηκε με Φύμα του Vater πριν από σχεδόν 14 χρόνια. Την εποχή εκείνη, ο συγκεκριμένος τύπος καρκίνου είχε υψηλότατο ποσοστό θνησιμότητας. Σήμερα τα πράγματα είναι μεν καλύτερα, ωστόσο το ποσοστό υποτροπής μπορεί να αγγίξει το 95%.
Αυτή είναι η ιστορία του πατέρα μου.
Μία ιστορία καρκίνου με αίσιο τέλος
Μάιος 2011: «Ο πατέρας σου έχει καρκίνο»
Ο πατέρας μου δεν είναι καλά. Είναι 66 ετών, κι ενώ γενικά έχει τον αέρα και το παρουσιαστικό πολύ νεότερου ανθρώπου, ξαφνικά δείχνει δέκα χρόνια πάνω από την ηλικία του. Έχει ένα τραγικό κίτρινο χρώμα εδώ και μέρες. Τρώει λίγο, η διάθεσή του είναι κακή, κουράζεται εύκολα.
Στον γιατρό δεν θέλει να πάει. «Καλά είμαι. Πήγα στον καρδιολόγο και με είδε τον προηγούμενο μήνα, έκανα και εξετάσεις αίματος. Καλά είμαι».
«Τι καλά, χριστιανέ μου! Δεν βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη; Κατακίτρινος είσαι!»
Η μάνα μου ωρύεται σε καθημερινή βάση. Φωνή βοώντος.
Με δύο μικρά παιδιά στο σπίτι, τριάμισι ετών και εννέα μηνών, δεν έχω δώσει ιδιαίτερη σημασία. Ούτε τα αδέρφια μου, που έχουν τις δικές τους υποχρεώσεις.
Κάποια στιγμή, ωστόσο, στον μήνα επάνω, έχουμε και οι τρεις κουραστεί να ακούμε το ψαλτήρι της μάνας μας και τον πιάνουμε στο φιλότιμο: «Μπαμπά, μάλλον κανένας ίκτερος θα είναι, τίποτα δηλαδή, πήγαινε να στο φτιάξουν εκεί πέρα, σιγά το πράγμα, να ηρεμήσει κι η μαμά, εσύ δεν κουράστηκες να την ακούς;»
Κλείνει ραντεβού. Μπαίνει στο νοσοκομείο για έλεγχο. Είμαι σε επαγγελματικό ραντεβού την ώρα που χτυπάει το τηλέφωνο. Η μάνα μου, ψύχραιμη #not.
«Καλημέρα, μαμά».
«Ο πατέρας σου έχει καρκίνο. Φύμα του Vater, μου είπαν. Μεικτό. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό το μεικτό. Σαν πιο κακό μου ακούγεται. Πού είσαι; Έλα γρήγορα, πρέπει να μιλήσουμε».
Βγαίνω από το ραντεβού παραπατώντας. Τα έχει πει όλα με μια ανάσα. Δεν ξέρω τι να πρωτοσκεφτώ, πού να πρωτοπάρω τηλέφωνο. Ήμουν πάνω από δέκα χρόνια στο ιατρικό ρεπορτάζ τότε, αλλά την κρίσιμη στιγμή ένιωθα πως το μυαλό μου ήταν εκτός λειτουργίας.
Παίρνω πίσω. Η μάνα μου έχει ανακτήσει την ψυχραιμία της με τον τρόπο που την ανακτά ένας καπετάνιος στη φουρτούνα.
«Άκουσέ με προσεκτικά. Δεν θα του το πω. Ούτε εσύ, ούτε οι άλλοι. Δεν θα ακούσει τη λέξη καρκίνος. Αν την ακούσει, θα λιγοψυχήσει. Με καλή ψυχολογία, μπορεί να τη σκαπουλάρει. Αρκεί να μην ακούσει τη λέξη. Μου είπαν πως δεν θα τον αφήσουν να βγει από το νοσοκομείο τώρα. Θα κάνει θεραπεία για τον ίκτερο και μόλις πέσουν οι εξετάσεις θα μπει για επέμβαση, ο γιατρός είπε και την επόμενη μέρα, αν γίνεται. Ετοιμάζομαι να πάω σπίτι για λίγο, να αλλάξω, και θα ξαναπάω στο νοσοκομείο. Έλα γρήγορα».
Δεν συμφωνούσα. Ο κάθε ασθενής έχει δικαίωμα να ξέρει την απόλυτη αλήθεια για την περίπτωσή του. Της το είπα. «Μα, δεν θα του πούμε κανένα ψέμα. Μόνο τη λέξη δεν θα του πούμε», μου απάντησε. Εξακολουθούσα να μην συμφωνώ. Αλλά δεν επέμεινα. Ευτυχώς.
Ιούνιος 2011: Επέμβαση 12 ωρών
Είναι ήδη μέσα 20 μέρες. Ο ίκτερος πέφτει με πολύ αργούς ρυθμούς. Η ζωή όλων μας έχει μπει σε πρόγραμμα νοσοκομείου και δεν έχουμε καν ημερομηνία για το πότε θα γίνει η επέμβαση. Η ασάφεια και η αβεβαιότητα βαραίνουν περισσότερο κι από τη διάγνωση.
Και μέσα σε όλα, έχω ένα επαγγελματικό ταξίδι στο οποίο πρέπει να πάω. Στη Μύκονο. Δεν θέλω, όμως πρέπει. Προσπαθώ να το εξορθολογήσω: «Διήμερο είναι, τι μπορεί να γίνει σε ένα διήμερο; Τόσες μέρες είναι μέσα, αυτές τις δύο μέρες που θα λείψω θα γίνει η επέμβαση; Μήπως υπερβάλλω κι εγώ;»
Ο νόμος του Μέρφι με έχει βρει μπόσικη και με γλεντάει. Κι επειδή έχει και καταπληκτικό χιούμορ, τρεις μέρες πριν φύγω, οι γιατροί ανακοινώνουν πως η επέμβαση θα γίνει την ημέρα της επιστροφής μου από το ταξίδι.
Όνειρο ζω, μην με ξυπνάτε.
Δεν έχω περάσει χειρότερα σε ταξίδι.
Όσες φορές έχω πάει Μύκονο από τότε, πάντα περνούν από το μυαλό μου, έστω και στιγμιαία, εκείνες οι δύο μέρες του 2011.
Η επέμβαση διαρκεί 12 ώρες. Έχει αφαιρεθεί τμήμα του στομάχου, όλη η χοληδόχος κύστη και κομμάτι από το πάγκρεας. Πριν μπει, είχαμε ενημερωθεί πως υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να μην είναι χειρουργήσιμη η περίπτωσή του, αλλά αυτό θα μπορούσε να ειπωθεί με σιγουριά μετά την τομή.
Μόνο αφού βγήκε από το χειρουργείο ο γιατρός είπε πως τον είχε για μη χειρουργήσιμο καρκίνο, αλλά ακόμα και στην περίπτωση του χειρουργήσιμου έδινε ποσοστό επιβίωσης κάτω από 30%. Είχε ξαφνιαστεί και ο ίδιος από την επιτυχία της επέμβασης. «Λιοντάρι ο Λευτεράκης, τα κατάφερε». Η μάνα μου σε σοκ.
Πάω στο νοσοκομείο την επόμενη μέρα. Οι γιατροί έχουν ζητήσει να σηκωθεί και να περπατήσει, έστω 2 βήματα, πριν κλείσει 24ωρο. Το κάνει. Εκείνη τη στιγμή μπαίνω στο δωμάτιο. Είναι απίστευτα ταλαιπωρημένος, με την ανοιχτή επέμβαση να τον έχει χωρίσει στα δύο κυριολεκτικά –η τομή είναι από χαμηλά στη μια άκρη της κοιλιάς ως χαμηλά στην άλλη, σαν τεράστιο μισοφέγγαρο–, φασκιωμένος γάζες, με άφθονες παροχετεύσεις, αλλά όρθιος.
Δεν ξέρω τι σκατά με πιάνει εκείνη την ώρα, και αντί να τον αγκαλιάσω, να κλαψουρίσω, να συγκινηθώ, πάω κοντά, του δίνω ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο, του κάνω πατ-πατ στον ώμο και του λέω επί λέξει: «Μια χαρά είμαστε, ό,τι ήταν να φύγει έφυγε, ό,τι ήταν να βγάλει ο γιατρός στο έβγαλε, τώρα είσαι καλά. Θα κλείσει και η πληγή, και τέλειωσε. Είσαι καλά. Με καταλαβαίνεις;»
Ο πατέρας μου, έτσι όπως τον έχω γνωρίσει εγώ τουλάχιστον, ουδέποτε υπήρξε ένας συναισθηματικός άνθρωπος. Έχει κάποιες εντυπωσιακές ιδιαιτερότητες στον τρόπο που σκέφτεται, σε ορισμένα πράγματα το μυαλό του δούλευε πάντα με διαφορετικό, αναπάντεχα προοδευτικό τρόπο, όμως με τα συναισθήματα –ή, καλύτερα, με την έκφραση τους– δεν τα είχε καλά.
Για παράδειγμα, δεν τον θυμάμαι ποτέ να φοβάται. Τότε, όμως, και για πρώτη φορά στην ενήλικη ζωή μου, τον είδα να τρέμει και να με κοιτάζει μέσα στα μάτια για να δει αν αυτό το «τέλειωσε, είσαι καλά» που του έλεγα, ήταν αλήθεια.
Εκεί κατάλαβα τη μάνα μου. Ναι, κάποιοι άνθρωποι δεν πρέπει να ακούσουν τη λέξη. Γιατί σύμφωνα με τη δική τους εμπειρία, η λέξη ισοδυναμεί με καταδίκη. Tο ήξερε πως είχε καρκίνο; Είμαι σίγουρη πως ναι. Όμως το γεγονός πως δεν άκουσε ποτέ τη λέξη μάλλον έπαιξε καταλυτικό ρόλο.
Εκεί κατάλαβα, επίσης, πως πρέπει να συνεχίσω να το διαχειρίζομαι έτσι όπως το πήγα ενστικτωδώς εξαρχής: «Δεν έχεις τίποτα, είσαι καλά πια, πάει, τέλειωσε». Επειδή αυτό θα κλείδωνε ως πληροφορία στον εγκέφαλό του, κι αυτό το σήμα θα πήγαινε ως εγγραφή σε όλο του το σώμα.
Έτσι έγινε.
Βγήκε από το νοσοκομείο στις 26 μέρες ακριβώς (η συγκεκριμένη επέμβαση έχει πρωτόκολλο παραμονής 40 ημερών). Όμως ανάρρωνε με τόσο γρήγορο ρυθμό, που τους είχε αφήσει όλους άναυδους, γιατρούς και προσωπικό.
Με τον τρόπο που ανταποκρινόταν το σώμα και ο οργανισμός του, δεν υπήρχε λόγος να μην συνεχίσει την αποθεραπεία στο σπίτι.
Στις μέρες που ακολουθούν, ο ρυθμός γίνεται sprint. Βγάζει σωληνάκια, παροχετεύσεις, γάζες, οι πληγές κλείνουν. Στο τέλος του Αυγούστου ρίχνει κι ένα ταξιδάκι 340 χιλιόμετρα για τη βάφτιση του εγγονού του, του γιου μου.
Από την πρώτη στιγμή που βγαίνει από το νοσοκομείο, ακολουθεί συγκεκριμένη, αυστηρή διατροφή, και τον παρακολουθεί ένας νευροχειρουργός, καλός μου φίλος, ο οποίος του δίνει μια εναλλακτική θεραπεία που περιλαμβάνει ένα πρωτεϊνικό συμπλήρωμα που του φέρνει ο ίδιος από το εξωτερικό.
Όλα αυτά, παράλληλα με ένα ελαφρύ σχήμα χημειοθεραπείας, το οποίο ήταν σαν να μην το έπαιρνε. Πήγαινε κι ερχόταν μόνος του στο Αρεταίειο, κάποιες φορές οδηγούσε κιόλας. Παρενέργεια καμία. Σαν ασπιρίνη.
Με λίγα λόγια, τρεις μήνες μετά την επέμβαση είχε επιστρέψει κανονικά στην προηγούμενη ζωή του, και ουδέποτε γύρισε να κοιτάξει πίσω.
Νοέμβριος 2024: «Ο πατέρας μου ήθελε να ζήσει»
Ο πατέρας μου θα κλείσει τα 80 τον Ιανουάριο. Μέχρι πριν 3 χρόνια, πήγαινε μια φορά τον χρόνο στο Αρεταίειο για έλεγχο. Σε έναν από τους τελευταίους, είχα πάει κι εγώ μαζί του.
Θυμάμαι μια νοσοκόμα που ήξερε την περίπτωση, να τον κοιτάζει σαν να βλέπει φάντασμα. Δεν το είπε ποτέ, αλλά η έκφραση στο πρόσωπό της ήταν παραπάνω από εύγλωττη: «Εσείς πώς γίνεται να ζείτε;»
Γίνεται. Η καμπύλη του Gauss έχει και άκρα. Όσο για το τι πρέπει να κάνεις για να βρεθείς στα άκρα…
Ο πατέρας μου δεν έχει καπνίσει ποτέ στη ζωή του, κάνει μακροβιοτική διατροφή από 40 χρονών (ελάχιστο λάδι και αλάτι, τηγανητά, γλυκά, ζωικό λίπος και επεξεργασμένα σπανίως), είναι αδύνατος και τρομερά ενεργητικός άνθρωπος. Σύμφωνα με τους γιατρούς του, αυτός ήταν ο λόγος που το σώμα του ανταποκρίθηκε τόσο καλά σε όλα, από την επέμβαση ως τις θεραπείες.
Η δική μου αίσθηση είναι πως αυτό ήταν το ένα μέρος. Σημαντικό αναμφισβήτητα, αλλά όχι το μόνο.
Ανέκαθεν πίστευα, και όσο μεγαλώνω ακόμα περισσότερο, πως όλες οι ασθένειες επηρεάζονται από το μυαλό – μερικές, μάλιστα, γεννιούνται εκεί εξαρχής.
Ο πατέρας μου ήθελε να ζήσει. Πολύ.
Στο μυαλό του, δεν είχε κλείσει ο κύκλος των υποχρεώσεων, είχε ακόμα εκκρεμότητες. Το μικρότερο από τα τρία παιδιά του ήταν τότε ακόμα 22 χρονών. «Πού πας, Λευτεράκη; Εδώ! Δεν φεύγουμε ακόμα, έχουμε πράγματα να κάνουμε».
Εκεί ακριβώς κούμπωσε και το δικό μας αφήγημα, του περιβάλλοντος: ΟΚ, η επέμβαση έγινε, είσαι καλά πια, πάμε για άλλα.
Το πίστεψε. Επειδή το ήθελε, κι επειδή τον βόλευε. Όχι απαραιτήτως επειδή το θεωρούσε αδήριτη αλήθεια.
Όμως, perception is reality: H αντίληψη που έχουμε για το τι είναι αλήθεια είναι τελικά η αλήθεια μέσα στην οποία ζούμε.
Δεν έχω να πω πολλά για τον καρκίνο. Η δική μου εμπειρία λέει πως δεν είναι ανίκητος. Όμως ξέρω πως για πολλούς ανθρώπους και τις οικογένειές τους δεν έχει happy end.
Η μόνη λέξη που μου βγαίνει αυθόρμητα είναι: κουράγιο. Όποιος ζει μια συνθήκη ανάλογη, το τελευταίο πράγμα που θέλει να ακούσει είναι υποδείξεις ή ευχολόγια, κι αυτό είναι κάτι που γνωρίζω από πείρα.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, θα αποτολμήσω μόνο μια σκέψη: μην υποτιμήσετε ποτέ τη δύναμη του μυαλού. Το μυαλό κινεί βουνά. Κι ενίοτε, κάνει θαύματα.
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προσωπική μαρτυρία-βίωμα και σε καμία περίπτωση δεν συνιστά οδηγό για τρόπους αντιμετώπισης της συγκεκριμένης ή άλλης νόσου. Ο μόνος υπεύθυνος για τη χορήγηση αγωγής είναι ο εκάστοτε θεράπων γιατρός.
Η Χαριτωμένη Βόντα είναι δημοσιογράφος και μεταφράστρια.