ΙΝΤΡΑ ΚΕΪΝ: «Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΔΕΝ ΜΙΛΟΥΣΕ ΓΙΑ ΡΑΤΣΙΣΜΟ, ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΕΙ ΤΗΝ ΑΣΧΗΜΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»
Η Ίντρα Κέιν μιλάει για την ψυχοθεραπεία, την κατάθλιψη του πατέρα της, τον ρατσισμό, το body positivity, τη μουσική και το θέατρο.
Η Ίντρα Κέιν γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε στην Κυψέλη. Πήγε στο σχολείο της γειτονιάς της, έκανε μπαλέτο από μικρή, έπαιζε πιάνο, πέρασε σε ΤΕΙ. Ο μπαμπάς της έβλεπε μπάλα και πήγαινε στο καφενείο. Μια τυπική ελληνική οικογένεια;
Όχι ακριβώς. Η Ίντρα έχει ζήσει στο λεωφορείο το «σήκω, δεν μπορείς να πιάνεις τη θέση ενώ υπάρχουν Έλληνες όρθιοι». Ο Ουγκαντέζος πατέρας της, δεν είχε μιλήσει ποτέ στα παιδιά του για την «ασχήμια αυτού του κόσμου», δεν άντεχε να μοιραστεί μαζί τους τον ρατσισμό που είχε βιώσει ο ίδιος λόγω του μαύρου χρώματος που είχε το δέρμα του.
Γνώρισα την Ίντρα Κέιν ένα ηλιόλουστο πρωινό. Ομιλητική, ανοιχτή, «δουλεμένη» (τα χρόνια ψυχοθεραπείας δεν πήγαν χαμένα!), ενδιαφέρουσα. Με δυνατό γέλιο και διάθεση για ζωή. Performer με όλη τη σημασία της λέξης. Ένας άνθρωπος που συνδυάζει τη μουσική, την υποκριτική και τον χορό. Που μιλάει για το body positivity επειδή είχε κόμπλεξ με το σώμα του από 12 χρονών. Μια γυναίκα που δεν αντέχει τον ψηφιακό έρωτα, που είναι πιο ντροπαλή από όσο φαίνεται, που πιστεύει ότι οι μάχες κερδίζονται με υπομονή και επιμονή.
Η Ίντρα Κέιν μιλάει για τα παιδικά της χρόνια και τον ρατσισμό
– Πατέρας από την Ουγκάντα, μητέρα από την Ελλάδα. Ένα ζευγάρι με διαφορετικό χρώμα σήμερα είναι (θεωρητικά τουλάχιστον) αυτονόητο, δεν προκαλεί έκπληξη σε κανέναν. Εκείνη την περίοδο όμως, πώς ήταν για τους γονείς σου;
Eίναι ένα θέμα που αποφεύγαμε να συζητήσουμε ως οικογένεια. Αρχικά μου έκανε εντύπωση πώς δέχτηκε η οικογένεια της μητέρας μου την απόφασή της να παντρευτεί έναν Αφρικανό στα 70s. Όχι απλώς τον δέχτηκαν, ήταν και πολύ αγαπητός σε όλους. Ο πατέρας μου είχε έρθει εδώ να σπουδάσει στη Σχολή Ευελπίδων. Αφού αποφοίτησε, πήγαν με τη μητέρα μου στην Ουγκάντα, εκεί γεννήθηκε ο αδερφός μου. Στην Ελλάδα ήρθαν το ’77-’78. Η μαμά μου μού έχει πει ιστορίες που βίωσε εκεί. Άκουγε να λένε «Ήρθε η λευκή γυναίκα και μας πήρε τον καλό τον άντρα, το κελεπούρι».
Εγώ γεννήθηκα εδώ, δεν έχω πάει ποτέ στην Ουγκάντα. Το προγραμματίζαμε με τον πατέρα μου να πάμε, αλλά δυστυχώς τον χάσαμε το καλοκαίρι. Είναι το επόμενο πλάνο μας, όμως, με τον αδερφό μου, γιατί κι αυτός δεν έχει πολλές μνήμες από κει, έφυγε 3 χρονών.
Ο πατέρας μου δεν συζητούσε ποτέ περί ρατσισμού. Εγώ τον πίεζα τα τελευταία δυο χρόνια να μου μιλήσει και πάλι δυσκολευόταν. Μου αποκάλυψε ότι έχει περάσει πολύ δύσκολα, γι’ αυτό και δεν ήθελε να το συζητάει. Εγώ το κουβάλαγα ως παράπονο ότι δεν μας προετοίμασε για τον ρατσισμό τον οποίο δεδομένα θα βιώναμε, όπως κι έγινε.
– Πώς διαμορφώθηκε η σχέση με τον πατέρα σου όταν αρχίσατε να μιλάτε ανοιχτά;
Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος που είχε τους δικούς του δαίμονες. Ήταν πολύ κλειστός, δεν του άρεσε να μοιράζεται. Θεωρώ ότι είχε κατάθλιψη, για την οποία δεν είχε κάνει ποτέ τίποτα. Όσο μεγάλωνε, κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτό του. Τα τελευταία δύο χρόνια είχαν αρχίσει να εμφανίζονται προβλήματα υγείας, ένιωθε καταβεβλημένος, ζούσε μόνος του –οι γονείς μου ήταν χωρισμένοι–, είχε ξεκινήσει να καταγράφει τις αναμνήσεις του –ήθελε να βγάλει βιβλίο–, ένιωθε ότι μεγάλωνε. Άρπαξα την ευκαιρία, τον πλησίασα και του είπα «έλα να πούμε πέντε πράγματα για τη ζωή σου». Μην φανταστείς, με το τσιγκέλι του τα έβγαζα.
Όταν όμως τον ρώτησα σχετικά με τον ρατσισμό που έχει υποστεί, ήταν σαν να πάτησε το play και άρχισε να μιλάει. Είπε ότι έχει αδικηθεί στη δουλειά, του είχαν πει ότι δεν μπορούσε να πάρει προαγωγή γιατί ήταν μαύρος! Στα μέσα μεταφοράς δεν ήταν όπως σήμερα που βλέπεις ανθρώπους από άλλες εθνικότητες. Τότε μπαίναμε στο τρόλεϊ και γύριζαν να μας κοιτάξουν όλοι. Εγώ έχω ζήσει στο λεωφορείο το «σήκω, δεν μπορείς να πιάνεις τη θέση ενώ υπάρχουν Έλληνες όρθιοι», ο πατέρας μου 30 χρόνια πίσω δεν μπορώ να φανταστώ τι θα είχε ακούσει. Καταλαβαίνω ότι δεν ήθελε να τα μοιραστεί όλα αυτά γιατί τον πονούσαν πολύ, αλλά από την άλλη θα έπρεπε να είχε προετοιμάσει τα παιδιά του.
– Οι γονείς σου χώρισαν όταν ήσουν μικρή;
Όχι, χώρισαν μεγάλοι, όταν ήμουν 18-19 χρονών. Έπρεπε βέβαια να χωρίσουν πολύ νωρίτερα...
– Την κατάθλιψη του πατέρα σου την ένιωθες σαν παιδί;
Φυσικά και την αντιλαμβανόμουν. Δεν πήγαινε βέβαια καλά και η σχέση του με τη μητέρα μου – έπαιζε και αυτό έναν ρόλο, αλλά έβλεπες ότι αποσύρεται, ότι δεν είναι εκεί. Έβλεπες έναν θλιμμένο άνθρωπο. Τότε η κατάθλιψη ήταν ταμπού. Τα τελευταία χρόνια του έλεγα «Βρε μπαμπά, πρέπει να πας κάπου να μιλήσεις. Εγώ κάνω ψυχοθεραπεία, ο αδερφός μου το ίδιο. Θα σε βοηθήσει». Είχε αυτή την κλασική απάντηση των μεγάλων ανθρώπων: «Δεν θέλω να πω σε έναν άγνωστο τα προσωπικά μου».
«Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΕΙΧΕ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΚΑΝΕΙ ΤΙΠΟΤΑ. ΕΒΛΕΠΕΣ ΕΝΑΝ ΘΛΙΜΜΕΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ, ΠΟΥ ΑΠΟΣΥΡΕΤΑΙ, ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ».
– Πολύ σημαντικό το ότι πήγατε για ψυχοθεραπεία και εσύ και ο αδερφός σου. Πότε ξεκίνησες;
Γύρω στα 22. Είναι ό,τι καλύτερο έχω κάνει στη ζωή μου. Είναι τα μοναδικά λεφτά που δεν θα κλάψω ποτέ! Υπάρχουν φορές που θα πω «Πω, πω, αυτή την εβδομάδα δεν έχω αρκετά λεφτά», αλλά ποτέ δεν θα σκεφτώ το σαραντάρι που θα δώσω στην ψυχοθεραπεία. Είναι τόσα τα βάρη, τόσα τα χτυπήματα από παντού, που δεν γίνεται, πρέπει να πας.
– Η δική σου εμπειρία ποια είναι; Σε έφερε σε αμηχανία ή σε δυσκολία το χρώμα του δέρματός σου;
Πριν πάω σχολείο δεν είχα αντιληφθεί ότι διέφερα λόγω του χρώματός μου. Έχω μόνο αμυδρές μνήμες από την παιδική χαρά που με πήγαινε ο πατέρας μου, όπου πάντα μας κοιτούσαν παράξενα, πάντα έκανε εντύπωση στους άλλους ότι ο πατέρας μου μιλούσε άπταιστα ελληνικά.
Με ρωτούσαν «Γιατί είσαι μαύρη;», απαντούσα «Επειδή είναι ο μπαμπάς μου». Όπου πηγαίναμε ακούγαμε σχόλια. Τα ‘80s στην Αθήνα ήμασταν αξιοθέατο. Όλο αυτό με έκανε να είμαι πολύ εσωστρεφής. Τώρα, πώς το γύρισα και είμαι το ακριβώς αντίθετο σήμερα, μην με ρωτάς! Κατά βάση βέβαια είμαι πολύ ντροπαλή, το υπόλοιπο είναι τρόπος διαχείρισης.
– Πώς αντιδρούσαν σε ένα προσβλητικό σχόλιο όταν εσύ και ο αδερφός σου ήσασταν μπροστά;
Οι γονείς μου προσπαθούσαν να απαντάνε σε κάτι πολύ αγενές. Θυμάμαι να είμαστε διακοπές στην Ερέτρια και να περιμένουμε στην ουρά στο σούπερ μάρκετ. Μπροστά μας ήταν μια γιαγιά με το εγγόνι της, το οποίο έκλαιγε γιατί δεν του αγόραζε κάτι που ήθελε. Τότε εκείνη γυρίζει και του λέει μπροστά μας «Αν δεν σταματήσεις, θα σε δώσω στον μαύρο να σε φάει». Καταλαβαίνω ότι ήταν μια μεγάλη γυναίκα, ότι μπορεί να πίστευε ότι είμαστε τουρίστες, όπως και να έχει όμως, αυτό δεν το λες. Εκεί φυσικά οι γονείς μου απάντησαν κάτι του τύπου «Τι είναι αυτά που λέτε; Είναι απαράδεκτα».
«ΕΧΩ ΖΗΣΕΙ ΣΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΤΟ "ΣΗΚΩ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΠΙΑΝΕΙΣ ΤΗ ΘΕΣΗ ΕΝΩ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΡΘΙΟΙ"».
– Πότε άρχισες να το διαχειρίζεσαι; Να συζητάς γι' αυτό ανοιχτά;
Ποτέ δεν το συζητούσα ανοιχτά. Μετά τα 20 που απέκτησα παρέες και γνώρισα κι άλλα μαύρα παιδιά, συγκρίναμε μεταξύ μας το ποιος έχει ακούσει τις μεγαλύτερες καφρίλες. Σήμερα δεν νιώθω ότι είναι τόσο περίεργο θέαμα ένας μαύρος στην Αθήνα, αλλά ξέρω ότι η πρώτη αντίδραση πάντα θα είναι «Μπήκε ο μαύρος άνθρωπος στον χώρο». Δεν φέρει πάντα κάτι ρατσιστικό, αλλά η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα να… περνάω πιο απαρατήρητη.
Μικροί ταξιδεύαμε πολύ στο εξωτερικό. Το πρώτο μας ταξίδι ήταν στο Παρίσι. Είχα πάθει σοκ με το ότι κανένας δεν κοιτούσε τη λευκή γυναίκα που ήταν παντρεμένη με τον μαύρο άντρα και είχαν δυο μαύρα παιδάκια! Ήταν νορμάλ. Επίσης, μου είχε κάνει εντύπωση που στη Νέα Υόρκη με είχαν ρωτήσει αν είμαι Γαλλίδα. Εντυπωσιάστηκα που κάποιος έβλεπε μια μαύρη κοπέλα και δεν αναρωτιόταν από ποια χώρα της Αφρικής είναι.
– Ο μεγαλύτερός σου φόβος;
Ο φόβος της μοναξιάς. Παρόλο που είμαι μοναχική.
– Δείχνεις να έχεις αυτοπεποίθηση, να πατάς καλά στα πόδια σου. Είναι έτσι; Είχες από μικρή αυτοπεποίθηση;
Την τελευταία τριετία την έχω αποκτήσει. Συνειδητοποίησα ότι είμαι δυνατή. Ακούω τριγύρω να λένε όλοι «Πώς θα το αντιμετωπίσω αυτό;» ή «Δεν αντέχω το άλλο». Έχουμε περάσει τόσα πολλά και τα έχουμε καταφέρει. Ας το αναγνωρίσουμε αυτό στον εαυτό μας. Και το να καταρρεύσεις σε κάποιες φάσεις είναι οκ, είναι cool, είναι ανθρώπινο. Επειδή πάντα είχα κόσμο στο περιβάλλον μου –οικογενειακό και φιλικό– να καταρρέει, έπρεπε να είμαι εγώ αυτή που θα σταθεί στα πόδια της.
Η ενασχόληση της Ίντρα Κέιν με το body positivity
– Πώς ξεκίνησες να ασχολείσαι με το body positivity;
Έτυχε να είμαι μέρος μιας εταιρείας plus size ρούχων στο πλαίσιο μιας καμπάνιας για το body positivity, έτσι ξεκίνησα να ασχολούμαι. Είχα πάντα κόμπλεξ με το σώμα μου, από 12 χρονών. Θεωρώ ότι είναι κάτι που ακούς αρχικά από το σπίτι σου. «Έχεις παχύνει, να προσέξεις λίγο», μου έλεγε η μαμά μου. Νιώθω ότι στη δική μου περίπτωση, η μητέρα μου είχε δικό της θέμα, το οποίο δεν διαχειρίστηκε, το έκανε προβολή σε μένα και εγώ το ρούφηξα αμάσητο.
Μεγαλώνοντας παρατηρούσα ότι ναι μεν υπάρχουν όλα αυτά τα πρότυπα ομορφιάς των αδύνατων ανθρώπων, αλλά στη ζωή δεν ισχύουν. Έβλεπα ότι αρέσω στους άντρες – στα πιο παχιά μου είχα τις περισσότερες επιτυχίες! Άρχισα να γνωρίζω ανθρώπους πιο παχείς από μένα που ένιωθαν σέξι, θελκτικοί. Φορούσαν αυτό το μπικίνι που εγώ έτρεμα κι ας μην είχαν κοιλιά πλάκα. Αναρωτιόμουν γιατί τόσα χρόνια βασανίζομαι. Πήγαινα στα γυμναστήρια, έκανα όποια διατροφική μόδα κυκλοφορούσε – λαχανόσουπες, δίαιτα Atkins, Keto, Ducan, τα πάντα έχω δοκιμάσει.
«ΕΙΧΑ ΚΟΜΠΛΕΞ ΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ ΑΠΟ 12 ΧΡΟΝΩΝ. ΑΡΧΙΣΑ ΝΑ ΒΛΕΠΩ ΟΜΩΣ ΟΤΙ ΑΡΕΣΩ ΣΤΟΥΣ ΑΝΤΡΕΣ – ΣΤΑ ΠΙΟ ΠΑΧΙΑ ΜΟΥ ΕΙΧΑ ΤΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ».
Άρχισα λοιπόν να ασχολούμαι με το body positivity για να αντιμετωπίσω το δικό μου κόμπλεξ. Πλέον έχω αποδεχτεί ότι δεν θα φύγει ποτέ αυτή η δεύτερη σκέψη από το μυαλό μου, αλλά τουλάχιστον είμαι ανοιχτή να το συζητάω και δεν νιώθω πια μόνη. Βάζω μάλιστα και tasks στον εαυτό μου, του λέω «Θα το φορέσεις αυτό το οποίο ντρεπόσουν να βάλεις. Θα φας την ψυχρολουσία του όλοι θα σε κοιτάνε και τελικά θα καταλάβεις ότι αυτό δεν ισχύει».
– Βλέπεις αλλαγές τα τελευταία χρόνια στο κίνημα του body positivity;
Νομίζω πως ναι. Και μόνο το ότι υπάρχουν plus size μοντέλα σε πασαρέλες είναι σπουδαίο. Πολλοί λένε «Είναι μόδα η συμπερίληψη, γι’ αυτό το κάνουν». Και λοιπόν; Είναι κακή μόδα; Το ίδιο ισχύει και για την πολιτική ορθότητα. Λένε «Αμάν πια με την πολιτική ορθότητα». Είναι, όμως, αναγκαία για να έρθει η κοινωνική αλλαγή. Θα πάμε από το ένα άκρο στο άλλο και θα βρούμε κάπου τη μέση.
– Η Ελλάδα νιώθεις ότι είναι μια οπισθοδρομική κοινωνία;
Είναι πολύ οπισθοδρομική, θα είναι σαν να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας αν υποστηρίξουμε το αντίθετο. Συζητάμε ακόμα για θέματα σεξουαλικότητας, φύλου, ρατσισμού. Βέβαια είναι πολύ αισιόδοξο ότι η νέα γενιά ασχολείται πολύ με αυτά τα θέματα, μιλάει, αντιστέκεται. Όσοι άνθρωποι έχουν βήμα για οποιονδήποτε λόγο, θεωρώ ότι πρέπει να ανοίγουν τέτοιες δύσκολες συζητήσεις.
– Πώς πιστεύεις ότι κερδίζονται οι μάχες; Κατά της πατριαρχίας, υπέρ της διαφορετικότητας ή της συμπερίληψης – οι όποιοι αγώνες.
Με επιμονή και υπομονή. Ακόμα και το μικρότερο πράγμα που μπορεί να κάνει καθένας από μας είναι σημαντικό. Σκέφτεσαι «Αν κάνω εγώ ανακύκλωση θα σωθεί ο πλανήτης;» Ας είναι και ένας κόκκος άμμου αυτό που κάνεις εσύ, θα κάνει κάτι και ο άλλος και κάτι παραπάνω η επόμενη γενιά και έτσι θα υπάρξει αλλαγή σε βάθος χρόνου.
Η Ίντρα Κέιν ανάμεσα στην υποκριτική, τη μουσική και τον χορό
– Θέατρο, τραγούδι, χορός. Τα έχεις κάνει όλα!
Ξεκίνησα ως παιδί μπαλέτο, το συνέχισα 15 χρόνια, έφτασα στο επαγγελματικό επίπεδο και κατάλαβα ότι... δεν μου αρέσει ο κλασικός χορός, οπότε άρχισα τζαζ.
Όταν έδινα Πανελλαδικές, οι γονείς μου, όπως οι περισσότεροι γονείς, μου είπαν «Πάρε ένα πτυχίο και κάνε ό,τι άλλο θες ως χόμπι». Πέρασα στα ΤΕΙ Αθηνών για να σπουδάσω κοινωνική λειτουργός. Έκατσα 7 χρόνια, το πάλεψα, και κάποια στιγμή πήρα την απόφαση ότι δεν γίνεται να καταπιέζομαι τόσο πολύ. Μετά, ασχολήθηκα με τη φωνητική. Θέατρο δεν έχω σπουδάσει, ένα τρίμηνο έκανα στο Θέατρο των Αλλαγών για να βοηθηθώ με το τραγούδι, γιατί στην αρχή είχα φοβερό stage fright.
– Είναι συμπληρωματικά μεταξύ τους; Έχεις παραπάνω αγάπη σε κάποιο από αυτά;
Θεωρώ ότι είναι συμπληρωματικά. Όταν ερμηνεύεις ένα τραγούδι είναι και λίγο ρόλος, είναι performance. Επίσης, δεν μπορώ να με φανταστώ στη σκηνή και να μην χορεύω. Μέχρι πολύ πρόσφατα θα έλεγα ότι τρέφω μεγαλύτερη αγάπη για το τραγούδι, αλλά τα τελευταία δυο χρόνια νομίζω ότι αγαπάω εξίσου και την υποκριτική. Πέρα από το θέατρο, θα ήθελα να κάνω και τηλεόραση και σινεμά.
– Τα μουσικά σου ακούσματα ποια είναι; Και ποιο είναι το δικό σου στυλ μουσικά;
Μεγάλωσα με pop μουσική. Άκουγα πολύ hip hop, RnB και soul. Βέβαια στο σπίτι μου ακουγόντουσαν τα πάντα. Η μητέρα μου ήταν του έντεχνου –Νταλάρας ο αγαπημένος της–, ο μπαμπάς μου τρελαινόταν για Αλεξίου. Κάθε Κυριακή ακούγαμε και την κασέτα με τα αφρικάνικα!
Εγώ ασχολήθηκα με την pop γιατί ένιωθα οικεία με οτιδήποτε αγγλόφωνο. Η πρώτη μου κασέτα (ναι, πρόλαβα τις κασέτες!) ήταν της Kylie Minoque, την οποία λατρεύω!
Δεν ξέρω γιατί έχει συνδεθεί το όνομά μου με την τζαζ. Το ότι είμαι μαύρη δεν σημαίνει ότι τραγουδάω τζαζ. Δεν ακούω τζαζ, δεν την καταλαβαίνω τολμώ να πω, είναι δύσκολο είδος.
Οι «Πεταλούδες στο στομάχι» και ο έρωτας
– Αυτό το διάστημα παίζεις στην παράσταση «Πεταλούδες στο στομάχι» του Κωνσταντίνου Ρήγου. Πώς νιώθει κανείς όταν έχει πεταλούδες στο στομάχι; Εσύ, έχεις αισθανθεί έτσι;
Είναι πολύ ωραίο συναίσθημα. Στο μυαλό μου δεν το έχω ως συναίσθημα φόβου ή ταραχής – για μένα είναι το συναίσθημα του ερωτοχτυπημένου, που από τον έρωτα δεν βλέπει μπροστά του. Μακάρι να μην ήταν στιγμιαίο και να διαρκούσε περισσότερο.
– Ο έρωτας έχει και μια αβάσταχτη πλευρά, βασανιστική, σωστά; Νιώθεις ότι έχεις κάνει λάθη στο παρελθόν, τα οποία επαναλάμβανες στις σχέσεις σου;
Μόνο λάθη έχω κάνει – και μάλιστα πάντα τα ίδια! Το μεγάλο μου λάθος πάντα ήταν ότι προσπαθούσα να προσαρμοστώ στα θέλω του άλλου. Θέλω να είμαι αρεστή και αυτό κρύβει φόβο εγκατάλειψης. Προσαρμόζεσαι, προσαρμόζεσαι και μετά ξεσπάς και ο άλλος –δικαίως– αναρωτιέται από πού προέκυψε το ξέσπασμα.
– Ψηφιακός VS αναλογικός έρωτας είναι ένα από τα θέματα που πραγματεύεται η παράσταση. Για σένα τι ισχύει; Έχεις εμπειρία από ψηφιακό έρωτα, dating apps;
Δεν μπορώ να προσαρμοστώ στον ψηφιακό κόσμο, μου λείπει η εποχή του αναλογικού έρωτα. Για να δοκιμάσω dating app μού πήρε πολλά χρόνια, στην καραντίνα το δοκίμασα όπως και οι περισσότεροι γιατί ήρθε ο φόβος του θα πεθάνουμε όλοι μόνοι μας! Με δυσκόλεψε πάρα πολύ, δεν μου άρεσε. Μου φαίνεται τόσο απρόσωπο και ψεύτικο όλο αυτό.
Επιπλέον, είναι άλλες οι ταχύτητες στον ψηφιακό έρωτα. Εμένα μου αρέσει η διαδικασία του ραντεβού. Μου έχει λείψει η επαφή. Ο κόσμος σήμερα δεν μιλάει στα μπαρ. Μπορεί να κοιτάζεσαι με τον άλλον για ώρες, αλλά δεν θα σου μιλήσει, θα βρει μετά το Instagram σου και θα σου στείλει εκεί μήνυμα. Είναι ο φόβος απόρριψης; Δεν μπορώ να καταλάβω.
– Στην παράσταση ερωτεύεσαι έναν άντρα με πολυγαμική φύση. Τι πιστεύεις για την πολυγαμία;
Την αποδέχομαι, θεωρώ ότι είναι στην ανθρώπινη φύση, αλλά εγώ δεν μπορώ να τη διαχειριστώ!
– Generation L. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της γενιάς και γιατί βάζει πάνω απ’ όλα την αγάπη;
Είναι η γενιά που έχει γνωρίσει τον έρωτα κυρίως ψηφιακά, που έχει τις φοβίες που είχαν και οι προηγούμενες γενιές (π.χ. φόβο εγκατάλειψης) και που θέλει να κρατήσει αυτό το συναίσθημα της πεταλούδας στο στομάχι για πάντα. Και επειδή αυτό δεν γίνεται, οι ψυχικές μεταπτώσεις είναι μεγαλύτερες. Η Gen L βρίσκεται σε ένα διαρκές κυνήγι για να είναι πάντα σε μια κατάσταση έρωτα και αγάπης.
– Ποιο ήταν το μεγαλύτερο κέρδος για σένα από αυτή την παράσταση;
Σίγουρα η συνεργασία με τους υπόλοιπους συντελεστές – όλοι τους ταλαντούχοι και καταξιωμένοι στον χώρο τους. Τον Κωνσταντίνο Μπιμπή τον θαυμάζω χρόνια, τον θεωρώ ασύλληπτο ταλέντο και είναι τιμητικό για μένα που δουλεύουμε μαζί. Με τον Κωνσταντίνο Ρήγο είχαμε βρεθεί στα «Φτηνά τσιγάρα», το ότι με πήρε τηλέφωνο και μου είπε «Έχω γράψει έναν ρόλο και σκέφτηκα εσένα» δεν μπορούσα να το φανταστώ ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα. Επίσης, οι «Πεταλούδες στο στομάχι» είναι η πρώτη παράσταση στην οποία συμμετέχω, που δεν είναι μιούζικαλ και αυτό είναι ένα βήμα που με φέρνει πιο κοντά στην έννοια του ηθοποιού.
Πώς να είναι να παίζεις θέατρο για παιδιά;
– «Ραπουνζέλ χωρίς παραμύθι» ονομάζεται η παιδική παράσταση που παίζεις. Πες μας γιατί να δει αυτή την παράσταση ένα παιδί ή ένας έφηβος;
Απευθύνεται σε ηλικίες από 6 έως 15, αλλά περνάνε πολύ καλά και οι ενήλικες. Είναι ένα έργο που θίγει δύσκολα θέματα όπως η απομόνωση, ο ρατσισμός, ο πόλεμος. Γράφτηκε το 1920, παρόλα αυτά παραμένει εντυπωσιακά επίκαιρο. Ένα κοριτσάκι στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο φεύγει από την οικογένειά του, επειδή βομβαρδίζεται το Λονδίνο, και πηγαίνει να μείνει σε μια άγνωστη κυρία σε μια φάρμα.
Σ’ αυτό το έργο κατάλαβα αυτό που προσπαθούσε να μου εξηγήσει ο πατέρας μου με τη φράση «Δεν ήθελα να μοιραστώ μαζί σας την ασχήμια αυτού του κόσμου». Στην παράσταση υποδύομαι τη γυναίκα, η οποία φιλοξενεί το κορίτσι και προσπαθεί να κάνει ακριβώς το ίδιο με τον πατέρα μου. Να προστατεύσει το παιδί από τον έξω κόσμο. Ενώ θα έπρεπε να του εξηγήσει ότι, «επειδή είμαστε διαφορετικοί και ο κόσμος δεν είναι εξοικειωμένος με το διαφορετικό, θα ακούσεις πράγματα που θα σε πληγώσουν».
– Έχει κάποιες ιδιαιτερότητες το να παίζεις για παιδιά και εφήβους;
Όταν ξεκίνησα με το παιδικό θέατρο το 2015-‘16 είχα φοβερή φοβία γιατί τα παιδιά αν κάτι δεν τους αρέσει θα το πουν, θα σε γιουχάρουν στη σκηνή. Πλέον, θεωρώ ότι πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε σαν ενήλικες, με τον αντίστοιχο σεβασμό. Είναι μικροί άνθρωποι, δεν έχουν χαμηλότερη νοημοσύνη, απλώς δεν έχουν τις ίδιες εμπειρίες με μας.
– Πες μου το πιο τρελό σου –επαγγελματικά– όνειρο!
Με φαντάζομαι σε συναυλία στο Wembley!
– Προσωπικά;
Να βρω τον ιδανικό σύντροφο. Να μοιραζόμαστε τη ζωή –πω, πω, ακούγομαι πολύ γριά!–, να ταξιδεύουμε μαζί πολύ, να τον θαυμάζω και να με θαυμάζει.
Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία το Brown Lighthouse Athens hotel.