Η ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ «ΗΡΑΚΛΕΙΔΑΙ»
Η θεατρική ομάδα που ανέβασε την παράσταση «Ηρακλείδαι», μια σπάνια παιζόμενη τραγωδία του Ευριπίδη, μιλάει για το πώς είναι να κάνεις θέατρο στην εποχή της κρίσης και του κορονοϊού.
O Κώστας με την Αγγελική είναι ζευγάρι. Μαζί με τον Ελισσαίο και τον Δημοσθένη αποφάσισαν πριν από 10 χρόνια να τολμήσουν αυτό που πάντα ήθελαν: να φτιάξουν τη δική τους θεατρική ομάδα. Δεν είχαν υπολογίσει πανδημία και κορονοϊό. Δεν έχουν ακόμα όνομα, αφού κάθε φορά που έπεφτε η σκέψη στο τραπέζι, αναρωτιόντουσαν: Θα υπάρχουμε αύριο; Δέκα χρόνια και εφτά παραστάσεις αργότερα, ίσως έφτασε η στιγμή να το κάνουν.
Με αφορμή την παράσταση «Ηρακλείδαι», που παίζεται στο θέατρο Olvio, αναφερθήκαμε στο προσφυγικό, στον τρόπο που βίωσε ο καλλιτεχνικός χώρος την πανδημία, στο πώς είναι να μεγαλώνει μαζί για 10 χρόνια μια ομάδα, μια παρέα ανθρώπων. Η κουβέντα βγήκε πολύ πιο πολιτική και κοινωνική από ό,τι ίσως περίμενε κανείς, αλλά αυτό δεν είναι το θέατρο;
«Ηρακλείδαι»: Μια πολιτική τραγωδία
– Επιλέξατε να ανεβάσετε μια τραγωδία του Ευριπίδη και μάλιστα από τις πιο άγνωστες στο κοινό. Πώς κάνατε αυτή την επιλογή;
Ελισσαίος Βλάχος: Την πρόταση την έκανα εγώ όταν ψάχναμε έργο για να αιτηθούμε επιχορήγηση από το Υπουργείο Πολιτισμού, πριν από 2 χρόνια. Το διάβασαν και οι υπόλοιποι και τους άρεσε. Μας ενδιέφερε και το θέμα του προσφυγικού που πραγματεύεται το έργο. Οι ικέτες Ηρακλείδες είναι ουσιαστικά πρόσφυγες που κυνηγημένοι φτάνουν στην Αθήνα και ζητάνε άσυλο. Ήταν επίσης μια ευκαιρία να ασχοληθούμε ως ομάδα πρώτη φορά με την τραγωδία.
– Πόσο εύκολο είναι να δει σήμερα το κοινό τραγωδία;
Ε. Β.: Μάλλον είναι πιο εύκολο για το κοινό να δει τραγωδία τους καλοκαιρινούς μήνες. Είναι άλλωστε συνυφασμένη με το ανοιχτό θέατρο. Έχουν γίνει κάποια εγχειρήματα και σε κλειστούς χώρους, αλλά με όρους εμπορικούς είναι πιο ελκυστικό το ανοιχτό θέατρο. Καλλιτεχνικά, όμως, έχει μεγάλο ενδιαφέρον το να αλλάξεις το μέγεθος της κλίμακας, πηγαίνοντας από έναν ανοιχτό σε έναν κλειστό χώρο, γιατί αλλάζει και η πρόσληψη, επικεντρώνεσαι πιο πολύ στο κείμενο. Δεν νομίζω ότι είναι αδιάφορο το θεατρόφιλο κοινό στο να δει αρχαία τραγωδία σε κλειστό χώρο και το γεγονός ότι η συγκεκριμένη είναι πράγματι από τις πιο άγνωστες το θεωρώ θετικό.
Δημοσθένης Ξυλαρδιστός: Φυσικά, υπάρχει στο μυαλό μας και το να την περιοδεύσουμε σε ανοιχτούς χώρους το καλοκαίρι.
– Δράμα και φαιδρότητα. Η φόρμα της παράστασης κινείται ανάμεσα στα δύο. Πόσο σημαντική είναι η παρουσία του χιούμορ στην παράσταση, αλλά και γενικότερα στη ζωή;
Ε. Β.: Εμείς, ό,τι μας είπανε παίξαμε! Ας απαντήσει ο σκηνοθέτης σε αυτό (γέλια). Σοβαρά τώρα, ο Ευριπίδης σε πολλά του έργα χρησιμοποιεί το κωμικό στοιχείο. Είχα εντυπωσιαστεί από τις «Τρωάδες». Υπάρχει μία σειρά επεισοδίων που γίνονται τα πιο σκληρά πράγματα. Αρπαγές, βιασμοί… Και έχεις και τη σκηνή με την επανασύνδεση του Μενέλαου με την Ελένη, η οποία είναι κωμική σκηνή. Σε ένα τόσο σκληρό έργο, ο Ευριπίδης επιλέγει να βάλει μια τέτοια σκηνή κάνοντας ένα φοβερό κοντράστ με το επόμενο τραγικό συμβάν, το οποίο γίνεται έτσι ακόμα πιο έντονο. Το ίδιο κάνει και στους «Ηρακλείδαι».
– Εσύ, Κώστα, χρησιμοποιείς το χιούμορ και σκηνοθετικά;
Κώστας Παπακωνσταντίνου: Το κωμικό στοιχείο είναι στη φύση του έργου, δεν μπορούσαμε να το αγνοήσουμε. Ήταν όμως και ένα εργαλείο που για μας είχε μια επιπλέον χρήση: να αποφύγουμε οποιαδήποτε παρεξήγηση ότι μπορεί να θέλουμε να υψώσουμε πατριωτικές σημαίες. Επειδή οι «Ηρακλείδαι» γράφονται στην αρχή του Πελοποννησιακού πολέμου, δηλαδή είναι σε εμπόλεμη κατάσταση η Αθήνα και διαπνέεται από ένα πατριωτικό πνεύμα, το χιούμορ μάς βοήθησε να μην φαίνεται το έργο φιλοπολεμικό. Άλλωστε, σε κάθε παράσταση αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το τι λέμε στο σήμερα.
– «Όταν οι άνθρωποι αλλάζουν θέση και μεταβάλλεται η ισχύς τους, τότε μεταβάλλεται και η οπτική τους». Τι σημαίνει αυτό; Τι συμβαίνει στους ήρωες της παράστασης;
Κ. Π.: Αυτό που μας τράβηξε αρχικά στο έργο είναι ότι μέσα υπάρχουν οι έννοιες του πρόσφυγα, του ασύλου, της ικεσίας. Δουλεύοντάς το, είδαμε ότι δεν μιλάει τόσο για αυτό. Οι Ηρακλείδες, τα παιδιά του Ηρακλή, είναι βασιλικής γενιάς. Ενώ ξεκινάνε ως ικέτες, κυνηγημένοι, ταλαιπωρημένοι στην αρχή της παράστασης, όταν αποκαθίστανται καταλήγουν βασιλείς. Τα παιδιά του Ηρακλή κάνουν χρήση του δικαίου που προστατεύει τους ικέτες και ζητούν την προστασία της Αθήνας. Η Αθήνα τους δίνει την προστασία της. Όταν στο τέλος είναι νικητές, ο αιχμάλωτος βασιλιάς Ευρυσθέας, που είναι ο εχθρός του Ηρακλή, δικαιούται και αυτός ως αιχμάλωτος πολέμου να προστατευτεί η ζωή του. Η Αλκμήνη όμως προστάζει τον θάνατό του. Έχουμε δηλαδή μια αλλαγή της στάσης-θέσης της Αλκμήνης.
Είδαμε ότι αυτό που κυρίως πραγματεύεται το έργο είναι πώς μέσα στον τροχό της τύχης οι άνθρωποι μπορεί να αλλάζουν θέση ισχύος και έτσι να αλλάζει και η οπτική τους. Όταν ετοιμάζαμε το δελτίο τύπου της παράστασης, έπιασα τον εαυτό μου να γράφει ότι «αλλάζοντας θέση (εννοώντας θέση στην κλίμακα της ιεραρχίας, της εξουσίας), αλλάζεις και θέση (δηλαδή άποψη, γνώμη)». Η ίδια λέξη εξηγεί δυο διαφορετικές έννοιες.
– Πώς έρχεται στο σήμερα αυτή η οπτική;
Ε. Β.: Η ισχύς, η εξουσία είναι διαχρονική. Ας πάρουμε για παράδειγμα το προσφυγικό. Η κεντρική Ευρώπη δέχτηκε το πρώτο μεγάλο κύμα των Σύριων προσφύγων το 2015, που ήταν οι πιο εύποροι, οι πιο σπουδαγμένοι, της αστικής τάξης. Και μετά, όταν άρχισαν να έρχονται άνθρωποι από κατώτερες τάξεις, άλλαξε το κλίμα στο εσωτερικό των χωρών, η ακροδεξιά ανέβαινε και η Ε.Ε. υιοθέτησε την ατζέντα της ακροδεξιάς ουσιαστικά, κλείνοντας τα σύνορα, αφήνοντας ανθρώπους να πνίγονται στη Μεσόγειο.
Κανείς μας δεν μπορεί να ξεχάσει τις εικόνες από το αεροδρόμιο στο Αφγανιστάν με την παλινόρθωση των Ταλιμπάν. Ποιοι ήταν αυτοί που έφυγαν και ποιοι αυτοί που έμειναν; Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά, αρκεί να τα βλέπεις.
Δ. Ξ.: Είναι διαχρονικό το ζήτημα του πώς αλλάζουν οι εξουσίες και τα συμφέροντα. Το πώς διαχειρίζονται τη δύναμή τους. Η ατζέντα τους όμως δεν αλλάζει, εις βάρος πάντα των ταξικά καταπιεσμένων. Δεν μπορούμε να βαφτίζουμε «καλό νοικοκύρη» και «καλό αφεντικό» τον εξουσιαστή-εκμεταλλευτή μας.
Η ομάδα χωρίς όνομα
– Είστε μια ομάδα που ξεκίνησε το 2012, μέσα στην κρίση δηλαδή. Πώς το βιώσατε αυτό;
Αγγελική Μαρίνου: Υπήρχε μια τάση τότε να ξεκινάνε θεατρικές ομάδες να κάνουν πράγματα δικά τους, χωρίς να εξαρτώνται από μεγάλες παραγωγές, και να βιοπορίζονται από αυτό. Είπαμε «γιατί να μην το τολμήσουμε κι εμείς»; Βέβαια, η αγωνία υπήρχε πάντα. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και σήμερα, 10 χρόνια αργότερα, δεν έχουμε όνομα ως ομάδα! Κάθε φορά που έπεφτε η σκέψη του ονόματος στο τραπέζι, λέγαμε: «Θα υπάρχουμε αύριο;»
Η πρώτη μας παράσταση «Οι Χαλασοχώρηδες», με την οποία μας έχει ταυτίσει το κοινό στο μυαλό του ως ομάδα, πήγε ανέλπιστα καλά. Βγήκαν μερομάκατα για όλους. Τότε είχε το εισιτήριο 15 ευρώ. Έβλεπες σταδιακά πώς κατέβαινε το εισιτήριο γιατί δεν είχε ο κόσμος λεφτά.
Δ. Ξ.: Από το 2012 καταργήθηκαν και οι συλλογικές συμβάσεις. Υπήρξε ένα διάστημα που δεν υπήρξε ούτε εθνική συλλογική σύμβαση. Δεν επανήλθαν ποτέ, πέρα από το Εθνικό, το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας και το ΚΘΒΕ. Το διεκδίκησαν, το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας με τη στάση του δημάρχου και τα άλλα δύο με τις πιέσεις των σωματείων.
Ε. Β.: Το επόμενο διάστημα και για αρκετά χρόνια σταμάτησαν οι επιχορηγήσεις, επανήλθαν επί Κονιόρδου και έκτοτε δίνονται κάθε χρόνο. Υπήρξε μια περίοδος που τα πράγματα ήταν πολύ ζόρικα χωρίς καμία μορφή χρηματοδότησης. Τα τελευταία χρόνια, σε κάποιες από τις παραστάσεις μας έχουμε καταφέρει να επιχορηγηθούμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι βιοποριζόμαστε ή δίνουμε τις αμοιβές που θα άξιζαν, αλλά τουλάχιστον μικραίνει το ρίσκο.
– Και σαν να μην έφτανε αυτό, ήρθε και ο κορονοϊός. Πώς το ζήσατε αυτό προσωπικά, οικονομικά, επαγγελματικά, δημιουργικά;
Α. Μ.: Εγώ αγχώθηκα πολύ γιατί με τον Κώστα έχουμε πλέον δύο παιδιά, οπότε δοκίμασα να ασχοληθώ με κάτι άλλο. Έχω τελειώσει Νομική και ξεκίνησα να δουλεύω σε συμβολαιογραφείο. Όταν άρχισαν να επανέρχονται τα πράγματα –έστω και μουδιασμένα– δεν άντεξα, κατάλαβα πόσο μου είχε λείψει το θέατρο και παραιτήθηκα. Γενικά, ήταν μια μαύρη περίοδος για τον κλάδο. Σε προσωπικό επίπεδο, προσπαθούσα να τα φέρω βόλτα με παιδί στο σπίτι χωρίς σχολείο και με μια καινούρια δουλειά.
Δ. Ξ.: Εγώ είχα απενεργοποιηθεί. Είχα τεράστια άρνηση. Στον κλάδο δεν ήταν μόνο το ότι έβλεπες καλλιτέχνες που δεν είχαν ούτε μεροκάματο. Ταυτόχρονα, σκάει και μια βόμβα σε κοινωνικό επίπεδο με τις σεξουαλικές κακοποιήσεις και τους βιασμούς. Υπάρχει συνδυασμός πραγμάτων: οικονομική ανέχεια και κοινωνικά προβλήματα που βγαίνουν από την ίδια την κοινωνία. Δεν ήξερες με τι να πρωτοασχοληθείς, αν και για μένα η ρίζα είναι κοινή. Ήταν δύσκολο μέσα στην καραντίνα, στον κλειστό χώρο του καθενός, να συνυπάρξεις μόνο μέσω τηλεφώνου ή zoom. Διαβάζαμε έργα για να τα ανεβάσουμε όταν αυτό θα ήταν εφικτό και λέγαμε: Ναι, αλλά για τι πράγμα θα μιλήσουμε μετά; Ποια θα είναι η ανάγκη μας; Δεν είχαμε καταλάβει τι συμβαίνει γύρω μας. Πώς να κάνεις σχέδια;
Ε. Β.: Εγώ να πω την αλήθεια δεν έχω αποτιμήσει αυτό που έχει συμβεί, γιατί θεωρώ ότι δεν έχει ολοκληρωθεί ως γεγονός και ως διεργασία. Ούτε κοινωνικά, ούτε οικονομικά. Έχει πράγματα πολύ ζόρικα, από τα οποία δεν έχουμε επανέλθει, όπως είναι η συνεύρεση, η συνύπαρξη, η διαχείριση του φόβου.
Αυτό το διάστημα είχε και ενδιαφέρουσες διεργασίες. Μέσα από αυτό το ξεβράκωμα σε κάποια πράγματα, φάνηκαν πολλές παθογένειες και του χώρου μας, με την ανασφάλιστη εργασία, την υπο-αμειβόμενη. Βρεθήκαμε ξαφνικά να μην έχουμε αντικείμενο εργασίας, να μην έχουμε ορίζοντα.
Σε πολιτικό επίπεδο, πέρα από την οικονομική στήριξη, υπάρχει και ένα κομμάτι που έχει να κάνει με την παντελή αδιαφορία της πολιτικής ηγεσίας να διερευνήσει ένα διέξοδο και όραμα για έναν ολόκληρο χώρο –για μένα αυτό ήταν το πιο εξοργιστικό. Κάνουμε ένα πανηγυράκι πολιτισμού το καλοκαίρι, στο οποίο λέμε ότι έχουμε στηρίξει τον πολιτισμό. Εκεί είδα τις πιο μαζικές συνελεύσεις του σωματείου ηθοποιών, είδα συναδέλφους να κατεβαίνουν σε συγκεντρώσεις και πορείες.
Δεν ήταν επίσης τυχαίο ότι δύο χώροι όπου βγήκαν πολύ έντονα τα ζητήματα των σεξουαλικών κακοποιήσεων και των βιασμών ήταν ο καλλιτεχνικός και ο αθλητικός χώρος. Δυο χώροι που βρέθηκαν χωρίς παρόν. Ό,τι υπήρχε κάτω από το χαλί βγήκε.
Κ. Π.: Πράγματι το θέατρο βρέθηκε χωρίς παρόν, αλλά και χωρίς μέλλον. Ήταν τόσο το έρεβος, που όχι μόνο δεν μπορούσες να κάνεις θέατρο, δεν μπορούσες ούτε να φαντασιώσεις θέατρο. Να φανταστείς με τη σκέψη σου παραστάσεις, πρόβες, projects. Έτσι, με κάποιον τρόπο άνοιξε το παρελθόν.
Εμάς ως ομάδα η πανδημία μάς βρήκε στην πιο σημαντική παράσταση που έχουμε κάνει, τον «Γάμο» του Μάριου Ποντίκα, ένα έργο που 40 χρόνια δεν το άγγιζε κανείς. Λόγω της σκληρότητάς του, είχε να κάνει με έναν βιασμό. Το #metoo είχε ξεκινήσει στο εξωτερικό, στην Ελλάδα όχι ακόμα. Κάναμε και κάποιες εκδηλώσεις, συζητήσεις σχετικά με την έμφυλη βία. Η παράσταση διακόπηκε απότομα λόγω lockdown.
Για να απαντήσω στο πώς το βίωσα εγώ, ο πρώτος Μάρτιος ήταν σοκ. Άλλος μπορεί να τρόμαξε πολύ, άλλος να το είδε ως ευκαιρία να κάτσει με την οικογένειά του. Η περσινή χρονιά, όμως, ήταν για τις τέχνες η πιο μαύρη περίοδος. Τα θέατρα δεν λειτούργησαν. Δεν λειτούργησε τίποτα που έχει να κάνει με ετεροτοπία, δηλαδή με τη φαντασία του άλλου τόπου. Έκλεισαν θέατρα, σινεμά, βιβλιοθήκες, βιβλιοπωλεία, ωδεία.
Ακόμα δεν το έχουμε ξεπεράσει. Το ότι βρισκόμαστε και κάνουμε πράγματα είναι από μόνο του αξιόλογο και ιστορικά άξιο. Κάποτε θα λέμε «το θέατρο τον καιρό της πανδημίας».
– Η τέχνη ανακουφίζει, σώζει σε δύσκολες εποχές. Πώς ήταν αυτή η περίοδος χωρίς τέχνη;
Δ. Ξ.: Σε κάποιους έλειψε η τέχνη, το θέατρο, σε άλλους καθόλου. Όλοι είχαμε Netflix στην καραντίνα και πιστεύαμε ότι βλέπουμε τέχνη. Δεν ξέρω πώς μετράει ο καθένας τον πολιτισμό. Έλειπε η διά ζώσης παρουσία όλων μας. Το να πας στην πρόβα, να ανοιχτείς με τον άλλον, να εξελιχθείς μέσα από τα κείμενα. Αφορμή είναι τα κείμενα για να συναντηθούμε.
Α. Μ.: Στην καθημερινότητά μας όλοι φοράμε πανοπλίες με πολλά layers ο καθένας. Στο θέατρο βγάζουμε τις πανοπλίες μας για να επικοινωνήσουμε. Αυτό που μου έλειψε πιο πολύ.
– Πώς βλέπετε την τάση της ψηφιοποίησης στον πολιτισμό που φαίνεται να άφησε η πανδημία; Παραστάσεις μέσω zoom, εικονικές περιηγήσεις σε εκθέσεις…
Α. Μ.: Δεν μπορεί να συγκριθεί το να βλέπεις μια παράσταση στο σπίτι σου με το να είσαι στο θέατρο. Στην αρχή αναρωτιόμουν: Το ευχαριστιέται άραγε το κοινό μέσα από την οθόνη; Σκέφτομαι όμως ότι για ανθρώπους σε απομακρυσμένες περιοχές ήταν σημαντικό το ότι μπόρεσαν να δουν θέατρο. Πάντως, ο κόσμος είχε μια πολύ αισιόδοξη στάση όταν άνοιξαν τα θέατρα, πήγε αμέσως. Χάρηκα πολύ που υπήρχαν άνθρωποι που τους έλειψε το θέατρο και το έδειξαν.
Δ. Ξ.: Υπήρξε πράγματι η ανάγκη, όμως πιστεύω ότι η τάση της ψηφιοποίησης στον πολιτισμό συνδέεται άμεσα με το οικονομικό στοιχείο εκμετάλλευσης προϊόντος που μπορεί να πωληθεί στον «εγκλωβισμένο». Γι’ αυτό και το εκμεταλλεύτηκαν άνθρωποι που μπορούσαν να το κάνουν, δεν το έκαναν όλοι.
Ε. Β.: Το θέατρο έχει επιβιώσει από πολλά, δεν νομίζω ότι η πανδημία θα το αλλοιώσει. Αυτό που έχει αλλοιώσει είναι οι εργασιακές σχέσεις. Η τηλεργασία φαίνεται ότι ήρθε για να μείνει. Σε έναν βαθμό θα επηρεάσει και την εργασία στον καλλιτεχνικό χώρο, αλλά δεν θα αφανιστεί το θέατρο για αυτόν τον λόγο. Μπορεί να πρόκειται απλώς για μια άλλη μορφή τέχνης.
– Πώς βιώσατε αυτά τα 10 χρόνια ως ομάδα, ως παρέα;
Κ. Π.: Μέσα σε αυτά τα 10 χρόνια έχουν συμβεί πολύ σημαντικά πράγματα κοινωνικά, κρίση, πανδημία, αλλά συμβαίνουν πράγματα και στις ζωές μας και στις σχέσεις μας ως παρέα. Προλαβαίνεις να κουραστείς, να ξαναερωτευτείς, να πεθυμήσεις. Είναι ένα περιβάλλον που τρέχει παράλληλα με τις προσωπικές μας ζωές και ιστορίες. Ξεκινήσαμε με άγνοια κινδύνου, έχουν περάσει 10 χρόνια και κάνουμε ακόμα παραστάσεις.
Δ. Ξ.: Με την ίδια άγνοια!
Κ. Π.: Κάποιοι είναι πιο μακριά. Ο Θοδωρής Θεοδωρίδης που ξεκινήσαμε μαζί είναι τώρα στην Κρήτη. Χάσαμε ανθρώπους, είχαμε θανάτους γονιών, είχαμε γεννήσεις παιδιών, είχαμε πολλά μέσα σε 10 χρόνια.
Ε. Β.: Τη ζωή την ίδια.
– Αγγελική, εσύ μέσα σε αυτά τα χρόνια έμεινες έγκυος, έκανες δύο παιδιά. Πόσο εύκολη είναι η μητρότητα στον καλλιτεχνικό χώρο; Οι δυσκολίες για μια γυναίκα ηθοποιό είναι περισσότερες σε σχέση με έναν άντρα;
Οι δυσκολίες για μια εργαζόμενη μητέρα είναι πάντα περισσότερες σε σχέση με έναν άντρα σε όλα τα επαγγέλματα. Χθες το μωρό είχε πυρετό και αναρωτιόμουν αν θα καταφέρω να έρθω στη συνέντευξη. Τελικά ήρθαμε και οι δύο μαζί με το μωρό, αλλά συνήθως όταν ένα παιδί αρρωσταίνει, η μαμά είναι αυτή που παίρνει άδεια απ’ τη δουλειά, ενώ για να γίνει το αντίθετο πρέπει να υπάρξει συζήτηση. Στο θέατρο η δυσκολία είναι ότι είσαι σαν ελεύθερος επαγγελματίας. Δεν υπάρχει μια θέση που σε περιμένει, βρίσκεσαι σε ένα διαρκές κυνήγι και είσαι σε ένα εποχικό επάγγελμα που σημαίνει ότι κάθε τρίμηνο ξεκινάς πάλι απ’ την αρχή.
Έχοντας οικογένεια νιώθεις πιο έντονα την οικονομική επισφάλεια, το άστατο ωράριο, τη δυσκολία προγραμματισμού. Μπορεί δηλαδή να χτυπήσει το τηλέφωνό σου και να σου πουν: Σε θέλουμε αύριο για κάστινγκ. Και εσύ πρέπει να είσαι πάντα έτοιμη και διαθέσιμη. Ρωτούσα τον Κώστα μεταξύ αστείου και σοβαρού: Πες μου, πόσα ζευγάρια έχουν δύο παιδιά και κάνουν και οι δύο θέατρο;
– Τι είναι αυτό που σας κρατάει όρθιους; Που σας κάνει να αισθάνεστε καλά; Ποιο είναι το δικό σας ευ ζην;
Α. Μ.: Τις προάλες σκεφτόμουν γιατί δεν έχω κάποιο χόμπι. Συνειδητοποίησα ότι αυτή η δουλειά –με τα καλά της και τα κακά της– με γέμιζε τόσο πολύ, που δεν είχα λόγο να αναζητήσω κάποιο χόμπι.
Μετά την παύση δύο περίπου ετών από το θέατρο, πήγα να δω την παιδική παράσταση που έπαιζε ο Ελισσαίος και άρχισα να κλαίω βλέποντας την επαφή με τα παιδάκια, το μοίρασμα μεταξύ των ηθοποιών. Αυτό νιώθω ότι μας κρατάει, αυτό που μοιράζεσαι με τους θεατές και με τους συναδέλφους σου. Που ανοίγεις την ψυχή σου, που μοιράζεσαι το βλέμμα σου. Που εξελίσσεσαι.
Η παράσταση «Ηρακλείδαι» παίζεται στο θέατρο Olvio κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 21:00, έως τις 6 Μαρτίου. Συν-σκηνοθετούν οι Κώστας Παπακωνσταντίνου και Άρτεμις Γρύμπλα (είχε σκηνοθετήσει την παράσταση «Οι κάτω απ’ τ’ αστέρια»). Παίζουν οι: Ελισσαίος Βλάχος, Μυρτώ Γκόνη, Δημοσθένης Ξυλαρδιστός, Κώστας Παπακωνσταντίνου, Έλενα Σταύρου.