Η ΣΚΕΨΗ ΠΟΥ ΕΔΙΩΞΕ ΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ ΜΙΑΣ ΣΚΟΤΩΜΕΝΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Μια Κυριακή του Δεκεμβρίου κατάλαβα ότι οι σκοτωμένες μέρες της ζωής μου είναι ισοϋψείς σε σημασία με τις ανέμελες και τις χαρούμενες…
Είχα ζήσει το ίδιο φθίνοντος του Αυγούστου: μια Κυριακή ξινή και θολή, παρότι είχε ήλιο και ζέστη. Βέβαια, δεν συμπαθώ τον Αύγουστο γιατί λιγοστεύει δραματικά η μέρα, αλλά αυτός δεν ήταν τόσο σημαντικός λόγος να είμαι έξω από τα νερά μου, εκνευρισμένος και βαρύς.
Έφτιαξα δύσθυμα τον πρωινό καφέ χωρίς να πιάσω το τραγούδι, όπως χρόνια συνηθίζω. Άνοιξα το ράδιο αλλά μετά από λίγο το έκλεισα. Δεν άντεχα τη φλυαρία και την εμβόλιμη «εντεχνίλα», παρότι ακούω (και) «έντεχνο» γενικώς, μα τούτα δω μου φάνηκαν τραγουδάκια της οκάς.
Έβαλα Μαρέν Μαραί και λέω δεν μπορεί, θα στρώσει η διάθεση. Μπα. Ούτε αυτός ο αγαπημένος μου τα κατάφερε. Έξω στον κήπο οι κανταδόροι φίλοι μου, τα τζιτζίκια, έδιναν τις τελευταίες συναυλίες τους κι άνοιξα το παράθυρο να τα απολαύσω, αλλά τα χαζά μόλις άκουσαν τον θόρυβο από το άνοιγμα του παραθύρου σώπασαν.
Κατσούφης άρχισα να βηματίζω στις κοιλάδες και στα οροπέδια των ειδήσεων, μπας και ξεφύγω λίγο από το συνοφρυωμένο μέσα μου. Εις μάτην. Μου φάνηκαν βαρετά κι αδιάφορα, κι ας έλεγαν για τα σημαντικά του κόσμου. Άσε που έγινε το μυαλό μου καζάνι…
Βγήκα στο μπαλκονάκι, είπα καλημέρα στις λεμονιές μου αλλά αυτές είχαν αλλού το νου τους. Σα να τους είμαι ξένος…. Τότε θυμήθηκα το βιβλίο που διάβαζα τη νύχτα και είχα ενθουσιαστεί. Το «Θάλασσα, Θάλασσα» της Άιρις Μέρντοχ.
Έτρεξα στις σελίδες του, βρήκα τον κεντρικό ήρωα που είχε πάρει τον ομματιών του και απομονώθηκε σ’ ένα σπίτι στην εξοχή «για να ζήσει ως σοφός γέρων μακριά από το πλήθος», αλλά ένιωσα να διαβάζω και να γλιστράνε οι λέξεις από τις σελίδες και να πέφτουν στο κενό.
Το παράτησα το βιβλίο. Πήρα μια παγωμένη μπύρα, άνοιξα την οθόνη για να δω ποδόσφαιρο και είπα μέσα μου «που θα πάει, θα ξεφύγω αγκαλιά με τη στρογγυλή θεά, θα ξεχαστώ και θα διώξω το σύννεφο απ’ τα μάτια μου». Άδικος κόπος. Έβλεπα μπάλα και νόμιζα πως έβλεπα καλικάντζαρους να τρέχουν πέρα δώθε χωρίς σταματημό.
Επέστρεψα στην Μέρντοχ, αλλά τίποτε. Στο ναδίρ το ενδιαφέρον μου για το εγχείρημα του ήρωα, κι ας είχα φτάσει με το νυχτερινό διάβασμα εκεί που συναντάει μια παλιά αγαπημένη και αναζωπυρώνεται το πάθος του για εκείνη.
Ζήτησα συγγνώμη από τη Μέρντοχ και, όπως χάζευα το κενό, έπεσε το μάτι μου σε κάτι δικές μου σημειώσεις. Προχτές τις εύρισκα ενδιαφέρουσες –πρώτη ύλη για δοκίμιο, έλεγα μέσα μου–, αλλά τώρα μου φάνηκαν κοινότοπες και φτωχές. Τις έσκισα, άναψα τσιγάρο και βγήκα πάλι στο μπαλκονάκι.
Βράδιαζε πια. Ησυχία. Δεν είχαν επιστρέψει ακόμη τα στίφη. Κι άρχισα να ποντάρω στην «μεγαλόφωνη σιγή της νύχτας» που λέει κι άλλος, ο παινεμένος Βάλτερ Μπένγιαμιν, στο βιβλίο του με τίτλο «Νο 13». Σεβαστός ο Μπένγιαμιν, αλλά να σας πω τη μαύρη μου αλήθεια τα βρήκα κάπως βαρύγδουπα τα περί μεγαλόφωνης σιγής, ενώ πριν από λίγες μέρες τα ένιωθα αποθέωση του λυρισμού.
Μα τι φταίει επιτέλους και τριγυρνώ όλη μέρα μέσα στο σπίτι σαν την άδικη κατάρα; Ήταν ο φθίνων Αύγουστος; Ήταν η αγκαθωτή Δευτέρα που τρόχιζε τα μαχαίρια των υποχρεώσεων, των λογαριασμών και των «πρέπει»; Ήταν οι προσωπικές περιπέτειες που άλλαξαν το συναισθηματικό μου αρχιτεκτόνημα; Ήταν κάποιες εσωτερικές διεργασίες και ανακατατάξεις που καιρό τώρα με έκαναν να αναθεωρήσω όσα πίστευα για πρόσωπα και γεγονότα;
Μήπως ήταν όλα αυτά σωρευτικά ή βρισκόμουνα στα πρόθυρα κατάθλιψης και γι’ αυτό ένιωθα σαν μαραμένο μαρούλι όλη μέρα;
Μια σκοτωμένη Κυριακή του Δεκεμβρίου
Ε, σχεδόν τα ίδια ένιωθα και σε τούτη την Κυριακή του Δεκεμβρίου που ήταν εξίσου ξινή και θολή με την Αυγουστιάτικη. Να μην πολυλογώ, έβλεπα σκοτάδι γύρω μου λες και βρισκόμουνα στην επικράτεια του Κάτω Κόσμου.
Τότε είδα μπροστά μου τον Οδυσσέα. Ναι, ναι, δεν υπερβάλλω. Είχε γυρίσει από τον Άδη ψάχνοντας να βρει τον Τειρεσία για να του πει ο μάντης πώς θα επιστρέψει στην Ιθάκη.
«Άκου», μου λέει. «Εκεί κάτω συνάντησα πολλούς, αλλά κράτησα αυτό που μου είπε ο Αχιλλέας, όταν εγώ τον παίνευα για τα κατορθώματά του εν ζωή και τον μακάριζα που απολάμβανε μεγάλες τιμές στον Άδη από όλους. Ξέρεις τι μου είπε; Τι να τις κάνω τις τιμές εδώ κάτω; Θα ήθελα να ζω στον πάνω κόσμο κι ας ήμουνα δούλος σε κάποιο αφεντικό».
Αυτά μου είπε και εξαφανίστηκε. Και δεν πρόλαβε –μάλλον δεν τον ένοιαζε– να δει το πρόσωπό μου να φωτίζεται, να λάμπει και να διώχνει τα σκοτάδια της σκοτωμένης Κυριακής.
Το κουβάρι που είχα μέσα μου –ένα μάτσο προβληματισμοί, αναθεωρήσεις, ήττες και υποχρεώσεις, κουβάρι σχεδόν ίδιο με το Αυγουστιάτικο– μου φάνηκε ζωοποιό, εστία ζωής, αποτύπωμα Ύπαρξης που πάλλεται.
Σηκώθηκα, άναψα τα φώτα, έτριψα τα χέρια μου ευχαριστημένος κι έπιασα το τραγούδι. Και ξέρω πια ότι οι σκοτωμένες μέρες της ζωής μου είναι ισοϋψείς σε σημασία με τις ανέμελες και τις χαρούμενες…
Καταλάβατε γιατί δεν επιτρέπω στη λεγόμενη κατάθλιψη να κάνει πάρτι στο εσωτερικό κονάκι μου κι αφήνω της ψυχανάλυση να περιοδεύει σε άλλες επικράτειες;