Η ΟΠΕΡΑ ΣΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΗΣ, ΜΕ ΔΡΑΜΑ ΚΑΙ ΚΩΜΩΔΙΑ ΜΑΖΙ
Δυο μονόπρακτες όπερες, ο δραματικός «Πύργος του Κυανοπώγωνα» και ο κωμικός «Τζάννι Σκίκκι», παρουσιάζονται διαδοχικά σε μια ενιαία παράσταση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, που καταχειροκροτήθηκε στην πρεμιέρα.
Πάντα σε μια παράσταση προσπαθώ να καταλάβω πώς φάνηκε στο κοινό από το χειροκρότημα. Υπάρχουν περιπτώσεις που καταλαβαίνεις ότι οι θεατές χειροκροτούν από «υποχρέωση», για να αναγνωρίσουν την προσπάθεια, χωρίς όμως ιδιαίτερη ζέση. Στο άλλο άκρο είναι το θερμό, παρατεταμένο χειροκρότημα, χωρίς διακοπή. Αυτό που δείχνει ενθουσιασμό. Το τελευταίο ζήσαμε στην Εθνική Λυρική Σκηνή, στην πρεμιέρα του δίπτυχου με τις μονόπρακτες όπερες «Ο πύργος του Κυανοπώγωνα», του Μπέλα Μπάρτοκ, και «Τζάννι Σκίκκι», του Τζάκομο Πουτσίνι.
Όπως σημειώνει ο Γιώργος Κουμεντάκης, καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ, «επιλέξαμε να φέρουμε σε διάλογο δύο έργα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους από άποψη θεματολογίας και διάθεσης, αλλά και κυρίως από άποψη μουσικής. Αν και πρωτοπαρουσιάστηκαν και τα δύο την ίδια χρονιά –το 1918–, ο Κυανοπώγωνας στη Βουδαπέστη και ο Σκίκκι στη Νέα Υόρκη, εντούτοις οι δύο αυτές όπερες δεν έχουν κανένα άλλο κοινό ή συγγενικό στοιχείο».
Παρ’ όλα αυτά, το πάντρεμά τους σε μια ενιαία παράσταση αποδείχθηκε ιδανικό, καταρχάς φέρνοντας μια ισορροπία ανάμεσα στον δραματικό χαρακτήρα του ενός και τον κωμικό του άλλου. Όχι ότι αν είχαμε δει μόνο τον «Κυανοπώγωνα» θα φεύγαμε παραπονεμένοι, κάθε άλλο. Πέρα από τις αρετές τους έργου καθαυτού, ήταν τέτοιο το επίπεδο της παραγωγής, που δεν μπορούσες παρά να νιώθεις ικανοποιημένος.
Το να περάσεις μετά το διάλειμμα στον «Τζάννι Σκίκκι», μια «μαύρη κωμωδία στα όρια του γκροτέσκου», έφερνε μια ευφρόσυνη ανάταση, ώστε να φύγεις από την αίθουσα όχι μόνο γεμάτος από υπέροχα ακούσματα και εικόνες, αλλά και μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλη.
Κάτι καινούργιο, κάτι παλιό
Το ανέβασμα του «Πύργου του Κυανοπώγωνα» ήταν μια νέα παραγωγή της Λυρικής, με την υπογραφή ενός σημαντικού σκηνοθέτη της νεότερης γενιάς, του Θέμελη Γλυνάτση. Τα σκηνικά, του διεθνώς αναγνωρισμένου Άγγλου σκηνογράφου και ενδυματολόγου Λέσλι Τράβερς, αξιοποιούν τις εκπληκτικές δυνατότητες της σκηνής στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, που επιτρέπουν ακόμη και να βρέξει – προς στιγμήν νομίζεις ότι ακούς μόνο τον ήχο βροχής, μέχρι που διακρίνεις ένα υδάτινο πέπλο να πέφτει!
Ο «Τζάννι Σκίκκι», σε σκηνοθεσία του Τζων Φούλτζεϊμς, αποτελεί αναβίωση μιας παραγωγής που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Θέατρο Ολύμπια το 2007. Εδώ η κλίμακα του σκηνικού μικραίνει – φαντάζομαι αναπόφευκτο, εφόσον η σκηνή του Ολύμπια ήταν εντελώς διαφορετικών προδιαγραφών, σαφώς υποδεέστερων του ΚΠΙΣΝ. Ωστόσο, θαρρείς πως υπάρχει μια «συνέχεια», καθώς το σπιτάκι του Μπουόζο Ντονάτι παίρνει τη θέση του πύργου, μ’ ένα κρεβάτι πάλι στο επίκεντρο, κι ας είναι όλα τα υπόλοιπα τελείως διαφορετικά.
Μια όπερα για τη μοναξιά της ανθρώπινης ψυχής
«Ο Κυανοπώγωνας είναι μια περίεργη και περίτεχνη αυτοπροσωπογραφία του ίδιου του Μπάρτοκ», επισημαίνει ο Θέμελης Γλυνάτσης σε μια συζήτηση με τον Νίκο Α. Δοντά, που περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα. «Είναι μια ανατομία της μελαγχολίας και της μοναξιάς του. Αυτό είναι και το πιο σημαντικό κομμάτι της δικής μου σκηνοθετικής προσέγγισης. Αφορά την αμείλικτη μοναξιά αυτού του άντρα, ο οποίος ουσιαστικά σε όλη τη διάρκεια της παράστασης περιμένει ότι θα μείνει μόνος του, ενώ είναι νιόπαντρος».
«Σχετίζεται και με ένα θέμα το οποίο έχει αρχίσει να με απασχολεί στη δουλειά μου, το θέμα της μέσης ηλικίας και του γήρατος», προσθέτει παρακάτω, θυμίζοντάς μου την υπέροχη «Μέσα Χώρα», επίσης στην ΕΛΣ.
Ο ίδιος εξηγεί και πώς ο χώρος ορίζει τη δραματουργία της παράστασης, με το σκηνικό να είναι «σαν κύμα της θάλασσας το οποίο έχει παγώσει στον χρόνο». Αυτό που μόλις ανοίγει η αυλαία φαίνεται λιτό, αποκαλύπτει όσο προχωράει η όπερα πολλαπλές διαστάσεις, καθώς τα «μυστήρια» δωμάτια του ήρωα ανοίγονται νοερά ένα προς ένα.
Η όλη αίσθηση μου έφερε στο νου κάτι από φιλμ νουάρ, ή μάλλον τις ταινίες του Χίτσκοκ, με το σασπένς και το κακό να καραδοκούν. Τα κοστούμια, που παραπέμπουν στη δεκαετία του 1950, έπαιξαν προφανώς τον ρόλο τους.
Για τις ερμηνείες δεν είμαι ειδήμων για να μιλήσω όπως θα άρμοζε. Ως θεατής, όμως, θαύμασα το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, τον Τάσο Αποστόλου και τη Βιολέττα Λούστα, τόσο για τις φωνητικές τους δυνατότητες όσο και για τη σκηνική τους παρουσία.
Μια όπερα για την πονηριά της ανθρώπινης φύσης
Στον «Τζάννι Σκίκκι», το λιμπρέτο βασίζεται στην 30ή Ωδή από την Κόλαση της Θείας Κωμωδίας του Δάντη και πραγματεύεται ένα από τα πιο δημοφιλή θέματα της Κομέντια ντελ’ άρτε: την παραχάραξη μιας διαθήκης, προκειμένου η περιουσία του εκλιπόντος να μην περάσει σε μοναστήρι όπως ο ίδιος ήθελε, αλλά να την καρπωθούν οι συγγενείς του.
Εδώ –αν μιλήσω πάλι με κινηματογραφικές αναφορές– το «Τρελό Γουίκεντ στου Μπέρνι» συναντά μια παλιά ελληνική κωμωδία, και δεν μπορείς να σκεφτείς ότι οι Ιταλοί κατεργάρηδες κι εμείς είμαστε «ούνα φάτσα ούνα ράτσα». Το κωμικό μπρίο των ερμηνευτών είναι απολαυστικό, με την πολυπρόσωπη διανομή να συνδυάζει διακεκριμένους και νεότερους μονωδούς της ΕΛΣ. Ο Διονύσης Σούρμπης κρατάει τον ομώνυμο ρόλο και η Βιβή Συκιώτη γοητεύει ερμηνεύοντας την πασίγνωστη άρια «O mio babbino caro».
Επόμενες παραστάσεις στις 12, 19 και 24 Μαρτίου 2023. Κλείσε εισιτήρια ηλεκτρονικά